Τελικα, η μερα χωρις ονομα, η μερα χωρις χρωμα, εφθασε.
Φορεσε το ειρωνικο της χαμογελο, λαμπερη εμφανιστηκε μπροστα μου.
Ηξερε οτι εγω τη καλεσα, οτι εγω, παρ'ολες τις μαχες, παρ'ολη τη πίστη μου, αποφασισα τελικα να παραδωθω.
Δεν εχασα, μητε νικηθηκα, σεμνα πεταξα ολα μου τα οπλα στα πόδια της.
Καμιά επιθυμια τωρα, κανενα χρωμα στον ουρανο, καμιά ελπιδα μου να περιμενει.
Με το βλεμμα στο χωμα θα προχωρω, μεχρι το χωμα να με σκεπασει.
Αν αξιζε ο πολεμος? Αν αξιζαν οι μαχες? Ισως να, ισως να μην. Δεν ελευθερωθηκα, ψηλα δεν πεταξα, μητε στα αστερια χαθηκα.
Το χωμα, το χωμα παντα ηταν κατω απο τα παπουτσια μου. Το χωμα που με δυναστευσε, που να φυγω δεν με αφησε.
Ας μη γελασω ξανα, τιποτα μην επιθυμησω, ισως αυτη να ηταν η πορεια μου, αυτη να ηταν η μοιρα μου.
Μονο να, θα ηθελα κατι απλο, κατι ελαχιστο, κατι που ποτέ μου δεν ειχα: μεχρι να πεθανω, να παρω εστω μια κανονικη ανασα, σαν αυτες που παιρνουν ολοι οι ανθρωποι.
Οχι μονο για να δω πως ειναι, αλλά για να πω οτι ελευθερος εζησα, εστω για οσο διαστημα κρατει μια ανασα.