λενε πως η ζωη, ειναι ωραια. ισως να εχουν δικιο, ισως οχι.
εγω μπορω να μιλησω μονο για την δικη μου ζωη. την ζωη που ζω τωρα, κ που θα ζω για παντα. πολλοι συγχεουν την παρανοια με την πραγματικοτητα, βρισκονται μονιμως σε μια αλλοπροσαλη κατασταση αγχους κ ανασφαλειας. ποσο ομορφα θα ενιωθαν αν μπορουσαν να καταλαβουν την διαφορά!
δεν μπορω να πω οτι κ εγω τα καταφερα ευκολα. οχι, η αληθεια ειναι πως δυσκολευτηκα αρκετα. οπως λενε ομως, μετα την καταιγιδα βγαινει ο Ηλιος. αν κ αργησε σε μενα να βγει, η παρουσια του, το φως του αν θελετε, μου εδειξε τον σωστο δρομο, μου εδειξε πως η πραγματικοτητα ειναι αυτο που εχουμε μεσα μας.
τωρα λοιπον, περπατω στον δρομο. ειναι χειμωνας, περασμενα μεσανυχτα, μαζι μου εχω τις σκεψεις μου, καθως κ την λυση που κραταω σφιχτα στην τσεπη μου. ειναι η μονη που ηταν παντα δίπλα μου, παντα ετοιμη να με ακουσει, να μου δωσει τις συμβουλες της. τι κ αν διαφωνουσαμε συχνα? περασε αρκετος καιρος μεχρι να καταλαβω πως ειχε δικιο. πως παντα θα εχει δικιο.
φτανω στο κεντρο. κανείς δεν προσεχει εναν τυπο ντυμενο στα μαυρα, βασικα κανείς δεν προσεχει κανεναν. αναμεσα σε λούμπεν ατομα βαδιζω. αναμεσα σε πορνες, αναμεσα σε διάφορες φατσες, σε μεθυσμενους που τρεκλιζουν, κ αλλους που κοιμουνται στο πεζοδρομιο καλλυμενοι με χαρτονια.
νιωθω τοσο ανετα αναμεσα τους, παροτι δεν εχω καμία σχεση με αυτους. η δουλεια μου ειναι καθηγητης Πανεπιστημιου, διδασκω κοινωνιολογια. τι δουλεια εχω εγω με αυτους? αυτοι (οπως τους λενε) ειναι μιάσματα, δεν εχουν θεση δίπλα μου. κ ομως, αισθανομαι ανετα. με τις πορνες, τους περιθωριακους κ ολο αυτο το σιναφι, νιωθω καλυτερα κ απο το σπιτι μου, ειδικα αποψε!
στριβω στο πρωτο στενο που βρισκω. ειναι σχεδον ερημο. καθως προχωρω, βλεπω δεξια μου εναν τυπο κοντα εξηντα χρονων, να προσπαθει να κοιμηθει σε ενα αυτοσχεδιο κρεβατι απο κουρελια κ χαρτονια. φτανω δίπλα του. εκεινος με κοιταει με απορια, καθως το μισοσκοταδο δεν τον αφηνει να με δει καλα.
"τι κοιτας ρε?" μου λεει.
εγω απλά του χαμογελασα, δεν του ειπα κουβεντα. εβγαλα το χερι μου απο την καπαρντινα μου. ακομα θυμαμαι την εκφραση του προσωπου του, τα τελευταια του λογια καθως δεν με εβλεπε καλα: "φιλε μην! σε παρακαλω, μην!".
αταραχος συνεχισα τον δρομο μου. μολις του ειχα προσφερει την λυση στα προβληματα του. ηδη ενιωθα ακομα πιο ομορφα, ηδη ενιωθα την ζωη να μου γελα, να εχει μια θαλπωρη το γελιο της!
παρακατω βρηκα δύο νεαρα ατομα, καθισμενα σε ενα παγκακι, με το βλεμμα εστιασμενο στο απειρο. ηταν δύο ναρκομανεις. σταθηκα μπροστα τους. με κοιταξαν στα ματια, χωρις να μου πουν κουβεντα. ισως κ να μην μπορουσαν να με δουν. ομως, οταν εβγαλα το χερι μου απο την τσεπη, η ματιά τους αλλαξε.
"τι ειναι αυτο που κρατας ρε φιλε? τι πας να κάνεις?" μου ειπαν. εγω, απλά τους χαμογελασα. αταραχος παλι, συνεχισα τον δρομο μου.
ποσο κριμα ειναι ομως! κάποτε ολοι αυτοι ηταν μωρα, κάποτε χαμογελασαν για πρωτη φορα, ειπαν την πρωτη τους λεξη, εκαναν τα πρωτα τους βηματα. ποιος ξερει πότε αλλαζουμε ή πότε βρισκουμε αυτο που πραγματικα ειμαστε? δεν νομιζω ο αστεγος, ή οι ναρκομανεις να ηθελαν να καταληξουν ετσι. καποια στιγμη στην πορεια της ζωης τους, κατι αλλαξε, κατι που δεν καταφεραν να αντιμετωπισουν. τωρα βεβαια ισως ειναι αργα, το μονο που ελπιζω να θυμουνται εντονα, ειναι εμενα ντυμενο στα μαυρα, να βγαζω απο την καπαρντινα μου το χερι. θα θυμουνται βεβαια κ την εκφραση του προσωπου τους, ελπιζω να την θυμουνται. αυτα αλλωστε δυσκολα ξεχνιουνται.
το κρυο ηταν τσουχτερο, προχωρουσα κ τα χνωτα μου θολωναν την ματια μου. ειχα αλλη μία επισκεψη να κανω. μια τελευταια επισκεψη. ηξερα που θα παω, κ ποιαν θα βρω. ηταν μια μελαχρινη κοπελα, περιπου δεκαεπτα ετων. την εβλεπα εδω κ καιρο στο ιδιο σημειο. την εβλεπα να μπαινει σε αυτοκινητα, κ μετα απο ωρα να επιστρεφει. αλλη μια χαμενη περιπτωση, αλλη μια που πηρε τον λαθος δρομο, ισως κ λογω δειλιας. ποιος ξερει τι ατομα ειχε γνωρισει, ποιος ξερει ποσοι ειχαν μπει μεσα της για λιγα λεπτα, πως της ειχαν μιλησει. κ αυτη, καθε βραδυ εκει, να περιμενει τον επομενο πελατη.
καθως την εφθασα, κοντοσταθηκα, ενιωσα αμηχανα. εκεινη, με το που με ειδε, μου χαμογελασε:
"δεκαπεντε ευρω το τεταρτο" μου ειπε. "βεβαια, μπορουμε να διαπραγματευθουμε σε ό,τι θες" συνεχισε.
ηθελα πολυ να την φιλησω, ηταν τοσο ομορφη, τοσο νεα! τα ματια της ελαμπαν καθως ο αερας χαλουσε το μαυρο της μαλλι. δεν της ειπα κουβεντα. στη τσεπη μου κρατουσα σφιχτα την πολυτιμη λυση. την κρατουσα σφιχτα, ζεσταινοντας την. ασυναισθητα, εβγαλα το χερι μου. το εβαλα μπροστα στο προσωπο της. εκεινη, πηρε μια παραξενη ματιά, οπως κ οι προηγουμενοι τρεις τυποι.
αμεσως εβαλε τα γελια. "για μενα ειναι αυτο?" με ρωτησε. κουνησα καταφατικα το κεφαλι. δεν ειπε κουβεντα, παρα μονο γελασε.
βιαστικά απομακρυνθηκα. ηδη, παροτι ενιωθα ομορφα, αρχισα να φοβαμαι. εφτασα στο διαμερισμα μου. αμεσως κλειδωσα την πορτα κ επεσα με τα ρουχα στο κρεβατι. η καρδια μου χτυπουσε δυνατα, φοβομουν οτι όποιος περνουσε απο εξω, θα μπορουσε να την ακουσει. κ ομως, δεν εκανα τιποτα ασχημο, τιποτα κακο. στα τεσσερα ατομα που συναντησα, τους εδειξα τον θανατο. τους εδειξα πως μεσα απο τον θανατο, βγαινει η ζωη, η ζωη που ειναι τοσο ομορφη. προσπαθησα να κοιμηθω, στο μυαλο μου ερχοταν οι εκφρασεις των προσωπων τους καθως εβγαζα το χερι μου απο την καπαρντινα μου. θα καταλαβαν αραγε την κινηση μου?
ελπιζω να την καταλαβαν, το ελπιζω πολυ! ελπιζω να ενιωσαν την δυναμη που ειχαν τα λιγα λουλουδια που εκοψα για να τους προσφερω...
εγω μπορω να μιλησω μονο για την δικη μου ζωη. την ζωη που ζω τωρα, κ που θα ζω για παντα. πολλοι συγχεουν την παρανοια με την πραγματικοτητα, βρισκονται μονιμως σε μια αλλοπροσαλη κατασταση αγχους κ ανασφαλειας. ποσο ομορφα θα ενιωθαν αν μπορουσαν να καταλαβουν την διαφορά!
δεν μπορω να πω οτι κ εγω τα καταφερα ευκολα. οχι, η αληθεια ειναι πως δυσκολευτηκα αρκετα. οπως λενε ομως, μετα την καταιγιδα βγαινει ο Ηλιος. αν κ αργησε σε μενα να βγει, η παρουσια του, το φως του αν θελετε, μου εδειξε τον σωστο δρομο, μου εδειξε πως η πραγματικοτητα ειναι αυτο που εχουμε μεσα μας.
τωρα λοιπον, περπατω στον δρομο. ειναι χειμωνας, περασμενα μεσανυχτα, μαζι μου εχω τις σκεψεις μου, καθως κ την λυση που κραταω σφιχτα στην τσεπη μου. ειναι η μονη που ηταν παντα δίπλα μου, παντα ετοιμη να με ακουσει, να μου δωσει τις συμβουλες της. τι κ αν διαφωνουσαμε συχνα? περασε αρκετος καιρος μεχρι να καταλαβω πως ειχε δικιο. πως παντα θα εχει δικιο.
φτανω στο κεντρο. κανείς δεν προσεχει εναν τυπο ντυμενο στα μαυρα, βασικα κανείς δεν προσεχει κανεναν. αναμεσα σε λούμπεν ατομα βαδιζω. αναμεσα σε πορνες, αναμεσα σε διάφορες φατσες, σε μεθυσμενους που τρεκλιζουν, κ αλλους που κοιμουνται στο πεζοδρομιο καλλυμενοι με χαρτονια.
νιωθω τοσο ανετα αναμεσα τους, παροτι δεν εχω καμία σχεση με αυτους. η δουλεια μου ειναι καθηγητης Πανεπιστημιου, διδασκω κοινωνιολογια. τι δουλεια εχω εγω με αυτους? αυτοι (οπως τους λενε) ειναι μιάσματα, δεν εχουν θεση δίπλα μου. κ ομως, αισθανομαι ανετα. με τις πορνες, τους περιθωριακους κ ολο αυτο το σιναφι, νιωθω καλυτερα κ απο το σπιτι μου, ειδικα αποψε!
στριβω στο πρωτο στενο που βρισκω. ειναι σχεδον ερημο. καθως προχωρω, βλεπω δεξια μου εναν τυπο κοντα εξηντα χρονων, να προσπαθει να κοιμηθει σε ενα αυτοσχεδιο κρεβατι απο κουρελια κ χαρτονια. φτανω δίπλα του. εκεινος με κοιταει με απορια, καθως το μισοσκοταδο δεν τον αφηνει να με δει καλα.
"τι κοιτας ρε?" μου λεει.
εγω απλά του χαμογελασα, δεν του ειπα κουβεντα. εβγαλα το χερι μου απο την καπαρντινα μου. ακομα θυμαμαι την εκφραση του προσωπου του, τα τελευταια του λογια καθως δεν με εβλεπε καλα: "φιλε μην! σε παρακαλω, μην!".
αταραχος συνεχισα τον δρομο μου. μολις του ειχα προσφερει την λυση στα προβληματα του. ηδη ενιωθα ακομα πιο ομορφα, ηδη ενιωθα την ζωη να μου γελα, να εχει μια θαλπωρη το γελιο της!
παρακατω βρηκα δύο νεαρα ατομα, καθισμενα σε ενα παγκακι, με το βλεμμα εστιασμενο στο απειρο. ηταν δύο ναρκομανεις. σταθηκα μπροστα τους. με κοιταξαν στα ματια, χωρις να μου πουν κουβεντα. ισως κ να μην μπορουσαν να με δουν. ομως, οταν εβγαλα το χερι μου απο την τσεπη, η ματιά τους αλλαξε.
"τι ειναι αυτο που κρατας ρε φιλε? τι πας να κάνεις?" μου ειπαν. εγω, απλά τους χαμογελασα. αταραχος παλι, συνεχισα τον δρομο μου.
ποσο κριμα ειναι ομως! κάποτε ολοι αυτοι ηταν μωρα, κάποτε χαμογελασαν για πρωτη φορα, ειπαν την πρωτη τους λεξη, εκαναν τα πρωτα τους βηματα. ποιος ξερει πότε αλλαζουμε ή πότε βρισκουμε αυτο που πραγματικα ειμαστε? δεν νομιζω ο αστεγος, ή οι ναρκομανεις να ηθελαν να καταληξουν ετσι. καποια στιγμη στην πορεια της ζωης τους, κατι αλλαξε, κατι που δεν καταφεραν να αντιμετωπισουν. τωρα βεβαια ισως ειναι αργα, το μονο που ελπιζω να θυμουνται εντονα, ειναι εμενα ντυμενο στα μαυρα, να βγαζω απο την καπαρντινα μου το χερι. θα θυμουνται βεβαια κ την εκφραση του προσωπου τους, ελπιζω να την θυμουνται. αυτα αλλωστε δυσκολα ξεχνιουνται.
το κρυο ηταν τσουχτερο, προχωρουσα κ τα χνωτα μου θολωναν την ματια μου. ειχα αλλη μία επισκεψη να κανω. μια τελευταια επισκεψη. ηξερα που θα παω, κ ποιαν θα βρω. ηταν μια μελαχρινη κοπελα, περιπου δεκαεπτα ετων. την εβλεπα εδω κ καιρο στο ιδιο σημειο. την εβλεπα να μπαινει σε αυτοκινητα, κ μετα απο ωρα να επιστρεφει. αλλη μια χαμενη περιπτωση, αλλη μια που πηρε τον λαθος δρομο, ισως κ λογω δειλιας. ποιος ξερει τι ατομα ειχε γνωρισει, ποιος ξερει ποσοι ειχαν μπει μεσα της για λιγα λεπτα, πως της ειχαν μιλησει. κ αυτη, καθε βραδυ εκει, να περιμενει τον επομενο πελατη.
καθως την εφθασα, κοντοσταθηκα, ενιωσα αμηχανα. εκεινη, με το που με ειδε, μου χαμογελασε:
"δεκαπεντε ευρω το τεταρτο" μου ειπε. "βεβαια, μπορουμε να διαπραγματευθουμε σε ό,τι θες" συνεχισε.
ηθελα πολυ να την φιλησω, ηταν τοσο ομορφη, τοσο νεα! τα ματια της ελαμπαν καθως ο αερας χαλουσε το μαυρο της μαλλι. δεν της ειπα κουβεντα. στη τσεπη μου κρατουσα σφιχτα την πολυτιμη λυση. την κρατουσα σφιχτα, ζεσταινοντας την. ασυναισθητα, εβγαλα το χερι μου. το εβαλα μπροστα στο προσωπο της. εκεινη, πηρε μια παραξενη ματιά, οπως κ οι προηγουμενοι τρεις τυποι.
αμεσως εβαλε τα γελια. "για μενα ειναι αυτο?" με ρωτησε. κουνησα καταφατικα το κεφαλι. δεν ειπε κουβεντα, παρα μονο γελασε.
βιαστικά απομακρυνθηκα. ηδη, παροτι ενιωθα ομορφα, αρχισα να φοβαμαι. εφτασα στο διαμερισμα μου. αμεσως κλειδωσα την πορτα κ επεσα με τα ρουχα στο κρεβατι. η καρδια μου χτυπουσε δυνατα, φοβομουν οτι όποιος περνουσε απο εξω, θα μπορουσε να την ακουσει. κ ομως, δεν εκανα τιποτα ασχημο, τιποτα κακο. στα τεσσερα ατομα που συναντησα, τους εδειξα τον θανατο. τους εδειξα πως μεσα απο τον θανατο, βγαινει η ζωη, η ζωη που ειναι τοσο ομορφη. προσπαθησα να κοιμηθω, στο μυαλο μου ερχοταν οι εκφρασεις των προσωπων τους καθως εβγαζα το χερι μου απο την καπαρντινα μου. θα καταλαβαν αραγε την κινηση μου?
ελπιζω να την καταλαβαν, το ελπιζω πολυ! ελπιζω να ενιωσαν την δυναμη που ειχαν τα λιγα λουλουδια που εκοψα για να τους προσφερω...