Η κυρια Μ ζουσε στο απεναντι σπιτι από το δικο μου. Σπανια την βλεπαμε στο μπαλκονι, κ ακομα πιο σπανια στο δρομο. Μονο τον αντρα της βλεπαμε το απογευμα που γυρνουσε απο το συνεργειο. Ηταν ένα συνηθισμενο ζευγαρι, ποτέ δεν ειχαν δωσει αφορμη εδώ κ ένα χρονο που ειχαν μετακομισει. Ένα ξημερωμα, ολη η γειτονια σηκωθηκε στο ποδι. Περιπολικα, μαζι κ ένα ασθενοφορο ηταν εξω από το σπιτι της κυριας Μ. Ο λογος ηταν ότι η κυρια Μ ειχε σκοτωσει τον αντρα της. Όταν την εβαζαν στο περιπολικο, ορισμενοι την εβριζαν. Εκεινη δεν τους απαντησε. Τι να τους πει? Ότι κάθε βραδυ ο αντρας της τη χτυπουσε? Τωρα, ηξερε ότι θα πηγαινε στη φυλακη, αλλά ηξερε ότι εκει θα ηταν ελευθερη.