μεσα στο μισοσκοτεινο δωματιο, κατω απο το φως ενος κεριου, ο Κ εκατσε στο γραφειο του. δεν ηξερε τι ακριβως ηθελε να κανει, μαλλον ηθελε απλά να παρει μια ανασα κ υστερα να ξεφυσηξει δυνατα. τοσο δυνατα, που να χαθει ο κοσμος γυρω του.
αντ'αυτου ομως, πηρε το μολυβι του κ αρχισε να γραφει. σαν μηχανη το χερι του εγραφε, σαν καποια αγνωστη δυναμη να εβγαζε τις πληγες της ψυχης του πανω στο χαρτι.
εγραψε για αρκετη ωρα, μεχρι που χαθηκε ο χρονος, μεχρι που κουραστηκε. υστερα δειλά αποφασισε να δει τι ειχαν τα φυλλα απο χαρτι επανω, τι ειχε γραψει τοσην ωρα το χερι του. τα εριξε ολα στο πατωμα, σαν ενα χαλί ηταν τωρα. σκεφτηκε να του βαλει φωτια, να το καψει να μην μεινει τιποτα. ομως δειλιασε, δειλιασε αρκετα. κοιταξε τα χαρτια αλλά δεν μπορεσε να διαβασει τα γραμματα, ουτε νοημα να βγαλει.
σταθηκε ορθιος, με μια βουτια επεσε μεσα τους. κολυμπησε αρκετα, παλεψε με τα δαιμονισμενα κυματα, πολλες φορες κοντεψε να πνιγει. ενιωσε τα ρουχα του να καιγονται, τα κοκκαλα του να παγωνουν, ακουσε γελια, ακουσε φωνες να κραυγαζουν σε βοηθεια. ειδε προσωπα αγνωστα σε αυτον, μα κ συναμα γνωστα, να τον κοιτανε μεσα στα μάτια. ειδε πολλα χρωματα που ποτέ του δεν ειχε δει. υστερα απο ωρα, κουρασμενος μα κ γυμνος, στεκοταν ορθιος. παραξενο, μα μια φωτια μεσα του ενιωθε να σβηνει. ηταν η ιδια φωτια που τοσα χρονια τον εκαιγε.
ξαπλωσε στο πατωμα πανω στις σελιδες, σαν νεογεννητο μωρο διπλωθηκε, κ αρχισε να κλαιει...
αντ'αυτου ομως, πηρε το μολυβι του κ αρχισε να γραφει. σαν μηχανη το χερι του εγραφε, σαν καποια αγνωστη δυναμη να εβγαζε τις πληγες της ψυχης του πανω στο χαρτι.
εγραψε για αρκετη ωρα, μεχρι που χαθηκε ο χρονος, μεχρι που κουραστηκε. υστερα δειλά αποφασισε να δει τι ειχαν τα φυλλα απο χαρτι επανω, τι ειχε γραψει τοσην ωρα το χερι του. τα εριξε ολα στο πατωμα, σαν ενα χαλί ηταν τωρα. σκεφτηκε να του βαλει φωτια, να το καψει να μην μεινει τιποτα. ομως δειλιασε, δειλιασε αρκετα. κοιταξε τα χαρτια αλλά δεν μπορεσε να διαβασει τα γραμματα, ουτε νοημα να βγαλει.
σταθηκε ορθιος, με μια βουτια επεσε μεσα τους. κολυμπησε αρκετα, παλεψε με τα δαιμονισμενα κυματα, πολλες φορες κοντεψε να πνιγει. ενιωσε τα ρουχα του να καιγονται, τα κοκκαλα του να παγωνουν, ακουσε γελια, ακουσε φωνες να κραυγαζουν σε βοηθεια. ειδε προσωπα αγνωστα σε αυτον, μα κ συναμα γνωστα, να τον κοιτανε μεσα στα μάτια. ειδε πολλα χρωματα που ποτέ του δεν ειχε δει. υστερα απο ωρα, κουρασμενος μα κ γυμνος, στεκοταν ορθιος. παραξενο, μα μια φωτια μεσα του ενιωθε να σβηνει. ηταν η ιδια φωτια που τοσα χρονια τον εκαιγε.
ξαπλωσε στο πατωμα πανω στις σελιδες, σαν νεογεννητο μωρο διπλωθηκε, κ αρχισε να κλαιει...