ο Κ, με γρηγορο ρυθμο ανεβηκε στη ταρατσα του κτιριου. στα χερια του κρατουσε σφιχτα μια βαλιτσα. μεσα της ειχε τη λυση των προβληματων του. σταθηκε ακριβως στην ακρη, κ κοιτουσε το κοσμο που περνουσε απο κατω. ο Ηλιος τον εκαιγε στο κορμι του, ομως δεν εδωσε σημασια. ουτως ή αλλως, ειτε μερα ηταν ειτε νυχτα, ο Ηλιος παντα τον εκαιγε.
ανοιξε τη βαλιτσα, κ εβγαλε ενα οπλο. τοποθετησε πανω του την αγαπημενη του διοπτρα, αυτη που τον εκανε να βλεπει τη πραγματικοτητα πιο ωμη απο οτι ηταν, πιο αληθινη.
ξαπλωσε στην ακρη της ταρατσας, κ μεσα απο τη διοπτρα, παρατηρουσε τους περαστικους. καποιοι ισως ελεγαν πως ο Κ κρατουσε το οπλο απο λαθος σημειο, ομως εκεινος ηξερε οτι ετσι ηταν σωστο.
στην αρχη παρατηρησε εναν ο οποίος ειχε πολυ μεγαλο κεφαλι, δυσαναλογο με το σωμα του. το σωμα του εγερνε μπρος πισω καθως προσπαθουσε να κρατησει ισορροπια. θα μπορουσε καλλιστα να ηταν μεθυσμενος ετσι που περπατουσε αν δεν ειχε τοσο μεγαλο κεφαλι. τον κοιταξε για λιγο πριν ρωτησει τη διοπτρα:
-"αυτος ειναι?"
-"οχι" του απαντησε εκεινη.
συνεχισε να κοιτα, προσεξε εναν τυπο που περπατουσε με μπαστουνι. καθολου απιθανο δεν του φανηκε οτι δεν ειχε ποδια, οτι στεκοταν στον αερα, κ παρολα αυτα περπατουσε. ισα ισα, εδειχνε να αιωρειται με ιδιαιτερη χαρη. ηταν σαν να τον εσπρωχνε ο ανεμος, τοσο ομορφα προχωρουσε!
-"μηπως ειναι αυτος?" ξαναρωτησε
-"οχι, ουτε αυτος ειναι. περιμενε κ θα φανει" του απαντησε η διοπτρα.
τωρα προσεξε τη γυναικα σαρανταποδαρουσα, που εσπρωχνε το παιδικο καροτσακι. το παιδι της ηταν ενα ασπρο φαντασμα. προσπαθουσε να παει γρηγορα, μα τα πόδια της μπερδευονταν κ ολο επεφτε κατω. ουτε αυτο του εκανε εντυπωση, παρολα αυτα, ξαναρωτησε τη διοπτρα:
-"μηπως ειναι αυτη?"
-"οχι" του απαντησε ξερα εκεινη.
υστερα ειδε τον ανθρωπο ελατηριο. πηδουσε ολη την ωρα, κ αντι για ποδια κ χερια, ειχε ελατηρια. εκανε παραξενες τουμπες, επαιρνε παραξενες στροφες. εδειχνε να του αρεσει, αν κ η πίκρα του δεν μπορουσε να γινει ευκολα ορατη οπως πηδουσε δεξια κ αριστερα.
-"οχι, δεν ειναι αυτος" τον προλαβε η διοπτρα. "σε λιγο θα τον δεις, θα τον καταλαβεις."
προσεξε επισης, οτι ολοι αυτοι ενω προχωρουσαν, δεν εφευγαν απο εκεινο το μερος. σαν κατι αορατο να τους σταματουσε. ξαφνικα, ειδε ενα τυπο ντυμενο στα μαυρα να περπατα. περπατουσε προς τα πισω ομως, σαν να ηταν κατι φυσιολογικο. κανείς δεν του εδωσε σημασια, ουτε ο ανθρωπος με το τεραστιο κεφαλι, ουτε ο τυπος χωρις ποδια, ουτε η γυναικα σαρανταποδαρουσα, κ ουτε βεβαια ο ανθρωπος ελατηριο.
-"αυτος ειναι ε?" την ρωτησε ανυπομονα
-"αυτος ειναι, περιμενε μονο τη καταλληλη στιγμη. μη βιαστεις" του απαντησε η διοπτρα.
ο τυπος λοιπον που περπατουσε προς τα πισω, ξαφνικα σταματησε. γυρισε προς το μερος του Κ. μολις τον ειδε ο Κ, σαστισε για λιγο. ηταν ιδιος αυτος, ηταν σαν διδυμος αδερφος του.
τοτε εκεινος, ανοιξε τα χερια του, χαμογελωντας κατ'ευθειαν στον Κ. οι τυποι γυρω του, που δεν ειχαν καταφερει να απομακρυνθουν, με ταχυτητα ο ενας μετα τον αλλον, αρχισαν να πεφτουν πανω του. ο τυπος αταραχος, τους απορροφουσε. τα κορμια τους χανοταν μεσα στο δικο του. εκεινος, με τα χερια απλωμενα σε σχημα Σταυρού, εξακολουθυσε να κοιτα χαμογελωντας περιεργα τον Κ.
υστερα, το προσωπο του τυπου πηρε μια αλλη εκφραση. η ματιά του εγινε σκληρη. ακομα κ μεσα απο τη διοπτρα, ο Κ ενιωθε τη ματιά του τυπου να τον διαπερνα σε ολο του το σωμα. απαλά τοτε, ο Κ χάιδεψε τη σκανδαλη, νιωθοντας την κανη του οπλου στο στηθος του να τον πιεζει. ο τυπος, με το παραξενο βλεμμα τον περιμενε.
μια αστραπη εκοψε τον ουρανο στα δύο. ο Κ επεσε κατω νεκρος. το οπλο το κρατουσε στη σωστη θεση τελικα, κ ας ελεγαν καποιοι πως το κρατουσε αναποδα. ο Κ ειναι νεκρος τωρα, στη ταρατσα ενος κτιριου το οποίο ειχε γκρεμιστει ενα μηνα πριν.
ουτε καν μπαζα δεν υπηρχαν πλεον. ηταν ενα κενο, οπως κ η ζωη πολλων απο εσας...
ανοιξε τη βαλιτσα, κ εβγαλε ενα οπλο. τοποθετησε πανω του την αγαπημενη του διοπτρα, αυτη που τον εκανε να βλεπει τη πραγματικοτητα πιο ωμη απο οτι ηταν, πιο αληθινη.
ξαπλωσε στην ακρη της ταρατσας, κ μεσα απο τη διοπτρα, παρατηρουσε τους περαστικους. καποιοι ισως ελεγαν πως ο Κ κρατουσε το οπλο απο λαθος σημειο, ομως εκεινος ηξερε οτι ετσι ηταν σωστο.
στην αρχη παρατηρησε εναν ο οποίος ειχε πολυ μεγαλο κεφαλι, δυσαναλογο με το σωμα του. το σωμα του εγερνε μπρος πισω καθως προσπαθουσε να κρατησει ισορροπια. θα μπορουσε καλλιστα να ηταν μεθυσμενος ετσι που περπατουσε αν δεν ειχε τοσο μεγαλο κεφαλι. τον κοιταξε για λιγο πριν ρωτησει τη διοπτρα:
-"αυτος ειναι?"
-"οχι" του απαντησε εκεινη.
συνεχισε να κοιτα, προσεξε εναν τυπο που περπατουσε με μπαστουνι. καθολου απιθανο δεν του φανηκε οτι δεν ειχε ποδια, οτι στεκοταν στον αερα, κ παρολα αυτα περπατουσε. ισα ισα, εδειχνε να αιωρειται με ιδιαιτερη χαρη. ηταν σαν να τον εσπρωχνε ο ανεμος, τοσο ομορφα προχωρουσε!
-"μηπως ειναι αυτος?" ξαναρωτησε
-"οχι, ουτε αυτος ειναι. περιμενε κ θα φανει" του απαντησε η διοπτρα.
τωρα προσεξε τη γυναικα σαρανταποδαρουσα, που εσπρωχνε το παιδικο καροτσακι. το παιδι της ηταν ενα ασπρο φαντασμα. προσπαθουσε να παει γρηγορα, μα τα πόδια της μπερδευονταν κ ολο επεφτε κατω. ουτε αυτο του εκανε εντυπωση, παρολα αυτα, ξαναρωτησε τη διοπτρα:
-"μηπως ειναι αυτη?"
-"οχι" του απαντησε ξερα εκεινη.
υστερα ειδε τον ανθρωπο ελατηριο. πηδουσε ολη την ωρα, κ αντι για ποδια κ χερια, ειχε ελατηρια. εκανε παραξενες τουμπες, επαιρνε παραξενες στροφες. εδειχνε να του αρεσει, αν κ η πίκρα του δεν μπορουσε να γινει ευκολα ορατη οπως πηδουσε δεξια κ αριστερα.
-"οχι, δεν ειναι αυτος" τον προλαβε η διοπτρα. "σε λιγο θα τον δεις, θα τον καταλαβεις."
προσεξε επισης, οτι ολοι αυτοι ενω προχωρουσαν, δεν εφευγαν απο εκεινο το μερος. σαν κατι αορατο να τους σταματουσε. ξαφνικα, ειδε ενα τυπο ντυμενο στα μαυρα να περπατα. περπατουσε προς τα πισω ομως, σαν να ηταν κατι φυσιολογικο. κανείς δεν του εδωσε σημασια, ουτε ο ανθρωπος με το τεραστιο κεφαλι, ουτε ο τυπος χωρις ποδια, ουτε η γυναικα σαρανταποδαρουσα, κ ουτε βεβαια ο ανθρωπος ελατηριο.
-"αυτος ειναι ε?" την ρωτησε ανυπομονα
-"αυτος ειναι, περιμενε μονο τη καταλληλη στιγμη. μη βιαστεις" του απαντησε η διοπτρα.
ο τυπος λοιπον που περπατουσε προς τα πισω, ξαφνικα σταματησε. γυρισε προς το μερος του Κ. μολις τον ειδε ο Κ, σαστισε για λιγο. ηταν ιδιος αυτος, ηταν σαν διδυμος αδερφος του.
τοτε εκεινος, ανοιξε τα χερια του, χαμογελωντας κατ'ευθειαν στον Κ. οι τυποι γυρω του, που δεν ειχαν καταφερει να απομακρυνθουν, με ταχυτητα ο ενας μετα τον αλλον, αρχισαν να πεφτουν πανω του. ο τυπος αταραχος, τους απορροφουσε. τα κορμια τους χανοταν μεσα στο δικο του. εκεινος, με τα χερια απλωμενα σε σχημα Σταυρού, εξακολουθυσε να κοιτα χαμογελωντας περιεργα τον Κ.
υστερα, το προσωπο του τυπου πηρε μια αλλη εκφραση. η ματιά του εγινε σκληρη. ακομα κ μεσα απο τη διοπτρα, ο Κ ενιωθε τη ματιά του τυπου να τον διαπερνα σε ολο του το σωμα. απαλά τοτε, ο Κ χάιδεψε τη σκανδαλη, νιωθοντας την κανη του οπλου στο στηθος του να τον πιεζει. ο τυπος, με το παραξενο βλεμμα τον περιμενε.
μια αστραπη εκοψε τον ουρανο στα δύο. ο Κ επεσε κατω νεκρος. το οπλο το κρατουσε στη σωστη θεση τελικα, κ ας ελεγαν καποιοι πως το κρατουσε αναποδα. ο Κ ειναι νεκρος τωρα, στη ταρατσα ενος κτιριου το οποίο ειχε γκρεμιστει ενα μηνα πριν.
ουτε καν μπαζα δεν υπηρχαν πλεον. ηταν ενα κενο, οπως κ η ζωη πολλων απο εσας...