Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

"ηλισαΒ υοιγΑ υοτ ορωΔ οΤ"

ηταν ξημερωματα, παραμονη Πρωτοχρονιας. η πολη, ηταν στολισμενη με πολυχρωμα λαμπακια, με αστερια που αναβοσβηναν. φορουσε τα γιορτινα της, ετοιμη να υποδεχτει το νεο χρονο. λιγο πριν ο κοσμος αρχισει να κατεβαινει στην αγορα για τα Χριστουγεννιατικα ψωνια του, εξω απο ενα ορφανοτροφειο η σκια μιας νεαρης γυναικας εφτασε στην εξωπορτα. με το ενα της χερι κρατουσε ενα παιδι, με το αλλο μια καλαθουνα.

"λοιπον, εσυ περιμενε εδω, μεχρι να ερθει μια καλη κυρια να σας φροντισει. θελω να προσεχεις την αδερφη σου, παντα να τη προσεχεις" ειπε στο αγορι.

το μικρο αγορι, που μολις ειχε ξυπνησει δε καταλαβε ακριβως τι του ειπε η μητερα του. ενιωσε ομως τη ζεστασια της αγκαλιας της, καθως κ του φιλιου της. ενιωσε τα δακρυα στο προσωπο της μητερας του. μετα την ειδε να σκυβει στη καλαθουνα κ να φιλαει την αδερφη του. ηταν η τελευταια φορα που την εβλεπε. μονο την εικονα της να χανεται στο σκοταδι συγκρατησε εντονα. η μητερα απομακρυνθηκε γρηγορα, χωρις πισω να κοιταξει.
η καλαθουνα δεν ειχε τροφιμα για τα παιδια, μητε παιχνιδια. μεσα της ειχε τη μικρη Ν, που ηταν δυο ετων!. ο Κ (που ηταν τριων ετων) μολις εμεινε μονος αρχισε να κλαιει. αμεσως, αρχισε να κλαιει κ η μικρη του αδερφη.

το κλαμα των παιδιων ακουσε η διευθυντρια, νομισε πως ηταν κλαμα απο καποιο παιδι του ιδρυματος. προς μεγαλη της εκπληξη, οταν ανοιξε τη πορτα της αυλης, ειδε δυο μικρα παιδια. το ενα ηταν ορθιο κ εκλαιγε, το αλλο καθοταν στη καλαθουνα. μεσα στη τσεπη του μικρου αγοριου, βρηκε ενα σημειωμα που εγραφε:

" το αγορι το λενε Κ, την αδερφη του τη λενε Ν. σας παρακαλω πολυ, να τα προσεχετε"

η διευθυντρια αμεσως πηρε τα δυο μικρα παιδια μεσα. ειχε τοσα κ τοσα παιδια που μεγαλωναν εκει. τα περισσοτερα τα ειχαν εγκαταλειψει οι γονεις τους γιατι δε τα ηθελαν. ορισμενα απο τα παιδια ηταν στο ορφανοτροφειο λογω φτωχειας, οι γονεις τους δε μπορουσαν να τα μεγαλωσουν.

"κ ομως, υπαρχουν τετοιοι γονεις! αγνωστο πως βρισκουν τη δυναμη να αφησουν τα παιδια τους, ομως αυτο ειναι κατι που συμβαινει συχνα. οσο φτωχος ομως κ να εισαι, πρεπει να εισαι πολυ απελπισμενος για να κανεις κατι τετοιο! ο κοσμος δυστυχως, ετσι εχει μαθει να πραττει. αν υπαρχει Θεος, ας λογοδοτησουν σε Εκεινον οταν ερθει η ωρα" σκεφτηκε η διευθυντρια.

εκει μεσα λοιπον, μεγαλωσε ο Κ με τη μικρη του αδερφη, τη Ν. εν αντιθεσει με τα αλλα παιδια, ο Κ ηταν διαφορετικος. αγαπουσε υπερβολικα την αδερφη του, κ παντα τη προστατευε. ισως η ελλειψη των γονεων τους να τον εκανε υπερπροστατευτικο, εξαλλου ο Κ, δε θυμοταν καλα τους γονεις του. αμυδρα που κ που, σκορπιες εικονες περνουσαν απο το μυαλο του. εικονες, που αλλοτε εδειχναν μια γυναικεια μορφη, αλλοτε μια ανδρικη. δε μπορουσε ομως να διακρινει καλα τα χαρακτηριστικα τους. παντα αυτες οι εικονες ηταν μεσα σε ενα συννεφο ομιχλης. η αδερφη του η Ν, δεν ειχε καμια εικονα, αλλωστε ηταν πολυ μικρη οταν την αφησαν στο ορφανοτροφειο με τον αδερφο της.

ο καιρος περνουσε λοιπον, τα δυο αδερφια επαιζαν συνηθως μαζι, σπανια επαιζαν με τα υπολοιπα. η μικρη Ν, συχνα ρωτουσε τον αδερφο της που ηταν οι γονεις τους. εκεινος, χωρις να ξερει τι να της απαντησει, της ελεγε πως οι γονεις τους ειχαν πεταξει ψηλα στον ουρανο. ομως η μικρη Ν, οπως κ ο Κ, δε το πολυπιστευαν αυτο. ετσι κυλουσε η καθημερινοτητα τους, με το ερωτημα να παραμενει αλυτο.(μερικες φορες, ο σταυρος που κουβαλαμε δεν τελειωνει μονο με τη γεννηση μας. υπαρχουν τοσα κ τοσα πραγματα που μας πονανε, πραγματα που δυσκολα μπορουμε να αντιληφθουμε).

οταν ο Κ ηταν επτα χρονων, η πραγματικοτητα του, αλλαξε παλι. ηταν ξημερωματα παραμονης Πρωτοχρονιας, οταν η μικρη του αδερφη, η Ν, αγνωστο πως, ειχε βγει στο περβαζι του παραθυρου.  εξω εκανε πολυ κρυο. η αδυνατη φιγουρα της με το ασπρο νυκτικο,  βρισκοταν στο περβαζι τωρα κοιτωντας τον ουρανο. μετα απο λιγο, σηκωσε τα χερια της ψηλα, ενιωσε τον αερα να τη φυσαει στα μαυρα της μαλλια, καποια λογια ψυθυρισε, κατι σαν ευχη, εκλεισε  τα ματια, κ ...πεταξε!

ολοι ξυπνησαν απο το θορυβο που εκανε το κορμακι της Ν οταν επεσε στο εδαφος. ο Κ, βγηκε αμεσως στο παραθυρο. ειδε την αδερφη του, πανω στο κρυο τσιμεντο, μεσα σε ενα κοκκινο σεντονι, ακινητη, με τα ματια ανοικτα...

απο τοτε, ο Κ κλειστηκε στον εαυτο του. ολη μερα καθοταν μονος του. οι υπευθυνοι του ιδρυματος, εφεραν ειδικους ψυχολογους, μα κανεις τους δε μπορεσε να κανει καλα το μικρο Κ. για εναν ολοκληρο χρονο, δε μιλησε καθολου, δεν ειπε ουτε μια λεξη. πιο πολυ ζουσε μεσα στο μυαλο του με τα κατεστραμμενα του ονειρα, παρα στη πραγματικη ζωη. για εκεινον ηταν πολυ καλυτερα ετσι, κ ας μην ηθελε να διαλεξει αυτο το δρομο.

τωρα ηταν παλι παραμονη πρωτοχρονιας. ενας χρονος ακριβως απο τη μερα που η αδερφη του αποφασισε να πεταξει. η ατμοσφαιρα στο ιδρυμα ηταν γιορταστικη, τα παιδια ειχαν γραψει γραμματα στον Αγιο Βασιλη ζητωντας του δωρα. ο Κ, μεχρι τοτε δεν ειχε γραψει γραμμα στον Αγιο Βασιλη. ουτε καν για να φερει στην μικρη Ν καποιο δωρο. ισως επειδη αναγκαστηκε να ωριμασει πιο γρηγορα απο τα συνομηλικα παιδια, ισως επειδη αν δεν εχεις γονεις, αν μεγαλωνεις σα ξενος αναμεσα σε ξενους, το δωρο απο καποιον αγνωστο, να μην εχει καμια ιδιαιτερη αξια.

ουτε φετος εγραψε γραμμα, αλλα αγορασε μια κουκλα, την οποια τυλιξε για δωρο. θα την εδινε στον Αγιο Βασιλη, να τη κανει δωρο στην αδερφη του. οταν ολα τα παιδια επεσαν για υπνο, ο Κ, κατεβηκε στο σαλονι του ορφανοτροφειου. εκει, διπλα απο το στολισμενο δεντρο, με τα φωτακια να αναβοσβηνουν, με τις σκιες που εμφανιζονταν στους τοιχους ανα διαστηματα, εκατσε να περιμενει τον Αγιο Βασιλη. παροτι δε πιστευε, κατι μεσα του του ελεγε πως αποψε θα τον συναντουσε. ηθελε τοσο πολυ να του δωσει τη κουκλα για την αδερφη του, που μονο κ μονο αυτη η προσμονη, τον εκανε -εστω για αυτο το βραδυ- να πιστεψει!

καθως καθοταν μονος στο σαλονι, μια λαμψη ειδε εξω απο το παραθυρο. αμεσως πλησιασε να δει καλυτερα. ηταν μια λαμψη που ολοενα κ δυναμωνε. ηταν ο Αγιος Βασιλης! ναι, υπηρχε κ ερχοταν προς το μερος του! η χαρα του Κ -για πρωτη φορα υστερα απο ενα χρονο- ηταν μεγαλη! ειχε ξεχασει πως ειναι να χαιρεσαι! που κ που, πριν αποφασισει η αδερφη του να πεταξει, ειχε νιωσει καποιου ειδους χαρα, αλλα ποτε σα κ αυτη που ενιωθε τωρα! το φως δυναμωνε ολο κ πιο πολυ. καθως εφτασε μπροστα του, σταματησε. πηγε για λιγο προς τα δεξια, μετα λιγο αριστερα, κ υστερα ...χαθηκε! τα παντα σκοτεινιασαν! ο Κ, μονος τωρα στο σκοτεινο σαλονι, με τα λαμπακια απο το δεντρο σβηστα, αρχισε να κλαιει! κρατουσε σφιχτα το δωρο στην αγκαλια του, κ εκλαιγε!

υστερα απο λιγο ομως, το σαλονι φωτιστηκε! ενα δυνατο ασπρο φως, φωτισε τα παντα! μεσα σε αυτο το φως, ο εκπληκτος Κ, διεκρινε τη μορφη της αδερφης του! ναι, ηταν η μικρη Ν, που αδικα ειχε πεταξει ενα χρονο πριν! δακρυσμενος καθως ηταν, πηγε να την αγκαλιασει! ομως η μικρη Ν, του ειπε να μη πλησιασει. του ειπε οτι αυτο ηταν αδυνατο να γινει. ειχε ερθει για να του πει οτι ειναι καλα, οτι δε χρειαζεται να ανησυχει για εκεινη. επισης, του ειπε πως υστερα απο πολλα χρονια, θα συναντηθουνε ξανα! πως θα ειναι μετα, για παντα μαζι! τον παρακαλεσε μονο να μη στεναχωριεται για εκεινη. του ειπε, πως αν τον ενιωθε χαρουμενο, τοτε θα ηταν κ αυτη! ο Κ, συμφωνησε πως θα  προσπαθησει με ολες του τις δυναμεις. της ειπε συγκινημενος, πως της αγορασε μια κουκλα, κ κινησε να της την δωσει. ομως η Ν, του ειπε πως δε γινεται να μπει μαζι της στο φως. τα αδερφια, κοιταχτηκαν για λιγο. η εικονα τους αρχισε να γινεται θολη απο τα δακρυα. δεν ειπαν τιποτε αλλο, κ ας ηθελαν τοσα πολλα να πουν.

υστερα, η Ν, αφου χαμογελασε στο Κ, χαθηκε. το φως εσβησε, εμεινε μονο το σκοταδι που καλυπτε ολο το σαλονι. ο Κ ασυναισθητα κοιταξε εξω απο το παραθυρο. ειδε ενα ασπρο φως να απομακρυνεται γρηγορα, να χανεται αναμεσα στα αστερια! αυτο το φως, ηταν η μικρη του αδερφη! αναμεσα σε ολα τα αστερια, μακρυα απο τις νιφαδες του χιονιου που ειχε αρχισει να πεφτει, ζουσε η  αδερφη του, η μικρη Ν!

τα λαμπακια στο δεντρο ξαφνικα αναψαν μονα τους, αρχισαν παλι να σχηματιζουν τις ιδιες σκιες στους τοιχους. ο Κ, πηγε να παρει απο το τραπεζι το δωρο που ηθελε να δωσει στην αδερφη του, να το κρατησει μαζι του για παντα, κ οταν υστερα απο πολλα χρονια τη συναντουσε, να της το εδινε! ομως, πανω στο τραπεζι δεν υπηρχε κανενα δωρο. η μικρη Ν το ειχε παρει μαζι της!

"πω πω μπαμπα!!!! πολυ ομορφη ιστορια" ειπε η μικρη κοπελλα. "η Ν, εχει το ιδιο ονομα με εμενα, κ ο αδερφος της το ιδιο ονομα με εσενα!" συμπληρωσε εντελως αθωα.

εκεινος, τη σκεπασε καλα, κ αφου τη φιλησε στο μετωπο της ειπε:

 "κοιμησου κορη μου, κ αυριο ο Αγιος Βασιλης θα σου φερει κ εσενα ενα δωρο"

ο πατερας της, δε της ειπε πως εκεινος ηταν ο Κ!. ουτε πως η Ν ηταν η αδερφη του. δε της ειχε πει οτι μεγαλωσε σε ορφανοτροφειο. δε της ειπε βεβαια οτι αυτη η ιστορια ειναι αληθινη! κ οποτε η μικρη του κορη τον ρωτουσε για τον παππου κ τη γιαγια, εκεινος της ελεγε πως ειχαν πεταξει στον ουρανο οταν εκεινος ηταν πολυ μικρος...