αλλη μια νυχτα συγχυσης. αλλη μια νυχτα οπως οι προηγουμενες. ξυπνησα
παλι αποτομα. παλι χαραματα, παλι απο τον ιδιο λογο. εξω απο το παραθυρο μου βρισκεται ενα κορακι. ειναι το ιδιο που ερχεται στο μπαλκονι μου τις τελευταιες μερες. βγαζει τον ιδιο απαισιο ηχο,
τραγουδαει παλι ενα ασχημο τραγουδι. πολλοι λενε πως αυτο ειναι σημαδι θανατου, δε ξερω αν ειναι αληθεια, ομως φοβαμαι. φοβαμαι το τραγουδι
που λεει το κορακι, τις κραυγες που βγαζει. φοβαμαι πως κατι ξερει,
κατι που εγω αδυνατω να αντιληφθω.
αμεσως σηκωθηκα, πηγα τρεχοντας στο μπαλκονι. ηθελα να πιασω το κορακι, να το κανω να σωπασει. δυστυχως, οταν βγηκα εξω, το κορακι εφυγε. καταφερα να δω τη ματια του, μονο αυτο. ποσο παραξενα με κοιταξε! ποσο παραξενα ενιωσα οταν συναντηθηκαν οι ματιες μας! ειμαι σιγουρος πλεον, οτι το κορακι δεν ερχεται τυχαια. οπως κ οσα συμβαινουν γυρω μου το τελευταιο διαστημα, μονο τυχαια δεν ειναι. προσπαθω να τα αποφευγω, να αλλαζω τις σκεψεις μου οταν αυτα εμφανιζονται μπροστα μου. μερικες φορες τα καταφερνω, τις υπολοιπες ομως, η εκαστοτε εμπειρια ειναι τραυματικη.
νευριασμενος πηγα στη κουζινα. θα εφτιαχνα καφε, θα εκαιγα ορισμενα τσιγαρα. ισως ετσι κατορθωνα να ηρεμησω. σκεφτηκα να δω τη μαγεια της στιγμης, τη μαγεια που η νυχτα δινει τη θεση της στη μερα. παρολα αυτα, οσες φορες το εχω προσπαθησει, δε τα εχω καταφερει, αγνωστο γιατι.
καθως μπηκα στη κουζινα, ειδα την αδερφη μου. καθοταν ορθια, πινοντας το καφε της, αναμεσα απο τους καπνους των τσιγαρων της.
-μπα, πως κ εισαι ξυπνια τετοια ωρα? τη ρωτησα. εκεινη συνεχισε να καπνιζει χωρις να μου απαντησει.
σε λιγο θα πρεπει να πιεις το χαπι σου, της ειπα. ειδες τι ειπε ο γιατρος, αυτα δε πρεπει να τα ξεχναμε.
-ασε μας ρε Κ εσυ κ ο γιατρος! ολο λετε, λετε, αμαν πια, κουραστηκα!
-ειναι για το καλο σου, ας μη κανουμε παλι την ιδια κουβεντα σε παρακαλω. εκεινη δεν απαντησε. συνεχισε να καπνιζει, συνεχισε να εχει το βλεμμα της καρφωμενο στο πατωμα.
-δεν εχεις να πεις τιποτα? τη ρωτησα. τραβηξε αλλη μια τζουρα χωρις να μου απαντησει.
-λοιπον, καλο ειναι αφου εισαι ξυπνια, να το πιεις τωρα. μια ωρα πριν δε χαθηκε ο κοσμος της ειπα.
ετσι, εβαλα ενα ποτηρι νερο κ της εδωσα να πιει το χαπι. εκεινη δε μιλησε, κοιτουσε μονο το πατωμα. ασυναισθητα, αρχισα να το κοιτω κ εγω. ειδα το πατωμα να κινειται. να αλλαζει μορφη.
-το βλεπεις? το βλεπεις? τη ρωτησα γεματος φοβο. παλι δε μου μιλησε. κ ομως, το πατωμα αρχισε να αλλαζει. το εβλεπα να γινεται ενα μεγαλο φιδι! εβλεπα τα ματια του φιδιου καθως ερχοταν προς το μερος μου. ηταν κοκκινα, πετουσαν σπιθες! ναι, τα εβλεπα!
-βοηθησε με, σε παρακαλω, βοηθησε με, της ειπα! εκεινη αταραχη, δεν ειπε κουβεντα. το φιδι ερχοταν αργα κατα πανω μου, βγαζοντας περιεργους ηχους. ειχα παγωσει, πλεον δε μπορουσα να πω κουβεντα. το ενιωθα καθως ανοιγε το στομα του. ενιωθα να ρουφαει τα ποδια μου. ενιωθα τη ζεστη που ειχε μεσα του να με καιει. με καταπινε, κ δε μπορουσα να κανω τιποτα! το πατωμα φιδι με καταπινε!
ολο μου το κορμι τωρα ειναι μεσα στο σωμα του. ουρλιαζω, χωρις να βγαζω ηχο. εχω πλεον χαθει!
ακουω μονο τη φωνη της αδερφης μου: "αγαπημενε μου Κ, ολα ειναι στο μυαλο σου! το πατωμα φιδι ειναι στο μυαλο σου! ακομα κ εγω, ειμαι στο μυαλο σου"
κατι που εγω αδυνατω να αντιληφθω.
αμεσως σηκωθηκα, πηγα τρεχοντας στο μπαλκονι. ηθελα να πιασω το κορακι, να το κανω να σωπασει. δυστυχως, οταν βγηκα εξω, το κορακι εφυγε. καταφερα να δω τη ματια του, μονο αυτο. ποσο παραξενα με κοιταξε! ποσο παραξενα ενιωσα οταν συναντηθηκαν οι ματιες μας! ειμαι σιγουρος πλεον, οτι το κορακι δεν ερχεται τυχαια. οπως κ οσα συμβαινουν γυρω μου το τελευταιο διαστημα, μονο τυχαια δεν ειναι. προσπαθω να τα αποφευγω, να αλλαζω τις σκεψεις μου οταν αυτα εμφανιζονται μπροστα μου. μερικες φορες τα καταφερνω, τις υπολοιπες ομως, η εκαστοτε εμπειρια ειναι τραυματικη.
νευριασμενος πηγα στη κουζινα. θα εφτιαχνα καφε, θα εκαιγα ορισμενα τσιγαρα. ισως ετσι κατορθωνα να ηρεμησω. σκεφτηκα να δω τη μαγεια της στιγμης, τη μαγεια που η νυχτα δινει τη θεση της στη μερα. παρολα αυτα, οσες φορες το εχω προσπαθησει, δε τα εχω καταφερει, αγνωστο γιατι.
καθως μπηκα στη κουζινα, ειδα την αδερφη μου. καθοταν ορθια, πινοντας το καφε της, αναμεσα απο τους καπνους των τσιγαρων της.
-μπα, πως κ εισαι ξυπνια τετοια ωρα? τη ρωτησα. εκεινη συνεχισε να καπνιζει χωρις να μου απαντησει.
σε λιγο θα πρεπει να πιεις το χαπι σου, της ειπα. ειδες τι ειπε ο γιατρος, αυτα δε πρεπει να τα ξεχναμε.
-ασε μας ρε Κ εσυ κ ο γιατρος! ολο λετε, λετε, αμαν πια, κουραστηκα!
-ειναι για το καλο σου, ας μη κανουμε παλι την ιδια κουβεντα σε παρακαλω. εκεινη δεν απαντησε. συνεχισε να καπνιζει, συνεχισε να εχει το βλεμμα της καρφωμενο στο πατωμα.
-δεν εχεις να πεις τιποτα? τη ρωτησα. τραβηξε αλλη μια τζουρα χωρις να μου απαντησει.
-λοιπον, καλο ειναι αφου εισαι ξυπνια, να το πιεις τωρα. μια ωρα πριν δε χαθηκε ο κοσμος της ειπα.
ετσι, εβαλα ενα ποτηρι νερο κ της εδωσα να πιει το χαπι. εκεινη δε μιλησε, κοιτουσε μονο το πατωμα. ασυναισθητα, αρχισα να το κοιτω κ εγω. ειδα το πατωμα να κινειται. να αλλαζει μορφη.
-το βλεπεις? το βλεπεις? τη ρωτησα γεματος φοβο. παλι δε μου μιλησε. κ ομως, το πατωμα αρχισε να αλλαζει. το εβλεπα να γινεται ενα μεγαλο φιδι! εβλεπα τα ματια του φιδιου καθως ερχοταν προς το μερος μου. ηταν κοκκινα, πετουσαν σπιθες! ναι, τα εβλεπα!
-βοηθησε με, σε παρακαλω, βοηθησε με, της ειπα! εκεινη αταραχη, δεν ειπε κουβεντα. το φιδι ερχοταν αργα κατα πανω μου, βγαζοντας περιεργους ηχους. ειχα παγωσει, πλεον δε μπορουσα να πω κουβεντα. το ενιωθα καθως ανοιγε το στομα του. ενιωθα να ρουφαει τα ποδια μου. ενιωθα τη ζεστη που ειχε μεσα του να με καιει. με καταπινε, κ δε μπορουσα να κανω τιποτα! το πατωμα φιδι με καταπινε!
ολο μου το κορμι τωρα ειναι μεσα στο σωμα του. ουρλιαζω, χωρις να βγαζω ηχο. εχω πλεον χαθει!
ακουω μονο τη φωνη της αδερφης μου: "αγαπημενε μου Κ, ολα ειναι στο μυαλο σου! το πατωμα φιδι ειναι στο μυαλο σου! ακομα κ εγω, ειμαι στο μυαλο σου"