Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

"αβυλαΚ"

Οι πρωτες ακτινες του Ηλιου επεσαν στο προσωπο μου, ναι, αυτες με ξυπνησαν. ηταν το καλωσορισμα μιας νεας μερας, μια παραξενης μερας! πριν ακομα ανοιξω τα ματια μου, αισθανθηκα τη παραξενη οσο κ ασχημη μυρωδια στη μυτη μου. αυτη ειναι ενας απο τους λογους που βρισκομαι
τωρα εδω. σιγα σιγα ανοιξα τα ματια μου. στην αρχη εβλεπα θολα, μα υστερα η εικονα αρχισε να καθαριζει. κοιταω γυρω μου τωρα, το μερος στο οποιο βρισκομαι. δε το εχω δει ποτε μου. ειναι κατι σα καλυβα, ισως ειναι αποθηκη, δε ξερω. γυρω εχει γεωργικα εργαλεια τα οποια ειναι καλυμμενα
με σκονη. ο Ηλιος με τυφλωνει, δε μπορω να διακρινω καλα το χωρο. δε μπορω να ακουσω κανεναν ηχο. επικρατει μια ησυχια. θα την ελεγα νεκρικη σιγη, αν μπορουσα να μαντεψω τη συνεχεια.

εγω, ειμαι καθισμενος σε μια σιδερενια καρεκλα. μπροστα μου ενα γεματο σκονη σιδερενιο τραπεζι. σκεφτηκα να προσπαθησω να σηκωθω, να δω που ακριβως βρισκομαι, να καταλαβω πως βρεθηκα εδω. δε θυμαμαι τι εγινε, εχω ενα κενο μνημης. μονο πως περπατουσα προς το σπιτι μου θυμαμαι.
τιποτα αλλο. η προσπαθεια να σηκωθω, απεδειχθη ματαιη. εντρομος συνειδητοποιησα πως ημουν δεμενος στη καρεκλα. τα χερια μου ηταν περασμενα στη μεση μου δεμενα. δεμενα ηταν κ τα ποδια μου. μεσα στα ελαχιστα δεπτερολεπτα που περασαν μεχρι να καταλαβω σε τι κατασταση βρεθηκα, ο πανικος μου, σαν αστραπη με κυριευσε!

 "εγω δεμενος εδω? εγω? μα πως? τι εγινε? ποιος με εδεσε?" ηταν οι πρωτες σκεψεις μου.

προσπαθησα αμεσως να λυθω. χειροποδαρα δεμενος ομως, δεν ειχα καμια ελπιδα. εκανα σπασμωδικες κινησεις να λυθω, ο φοβος μου εδινε μεγαλη δυναμη, οχι ομως οση χρειαζομουν για να σπασω τα δεσμα μου. αρχισα να ουρλιαζω προσπαθωντας να ελευθερωσω τα χερια μου. κουνιομουν σαν αγριμι. ουρλιαζα σαν αγριμι, μα δε καταφερα τιποτα! ισως ματωσα τους καρπους μου, αν κρινω απο το ζεστο υγρο που ενιωσα να κυλαει στα δαχτυλα μου. δε μπορουσα να το δω, σκεφτηκα μονο πως πρεπει να ηταν το αιμα μου. εντρομος, αρχισα να φωναζω. φωναζα "βοηθεια" με οση δυναμη ειχα. ουρλιαζα σα πληγωμενο ζωο. κανεις δε με ακουσε, κανεις! υστερα αρχισα να κλαιω, ηταν η πρωτη φορα στη ζωη μου που εκλαιγα. δεν ηταν κλαμα πονου, ηταν κλαμα απελπισιας. στα υγρα απο το αιμα μου χερια, συντροφια εκανε το υγρο απο τα δακρυα μου προσωπο.

"πως βρεθηκα εδω? ποιος με εδεσε?" αυτες οι σκεψεις ηταν μονο στο μυαλο μου.

μετα απο λιγη ωρα, σταματησα να φωναζω, ηδη αρχισα να νιωθω οτι βραχνιαζα. δεμενος στη καρεκλα, στη μεση μιας αποθηκης στη μεση του πουθενα, εγειρα το κεφαλι μου μπροστα. πλεον δεν ειχα δυναμη να φωναξω. δε μπορουσα να κανω τιποτα, εκτος απο το να σκεφτομαι. οσο δυσκολο μου ηταν να σκεφτω πως βρεθηκα εδω, αλλο τοσο προσπαθουσα. ευχομουν να ειναι ενας εφιαλτης, ηθελα να ξυπνησω. απεγνωσμενα καθε λιγο, ανοιγα δυνατα τα ματια μου. η εικονα παρεμενε η ιδια! οχι, δεν ηταν εφιαλτης, ηταν κατι που το ζουσα, κατι που το ζουσα τωρα! αρχισα να κανω διαφορες σκεψεις, εψαχνα να βρω κατι που ισως με βοηθουσε να καταλαβω τι εγινε. δε μπορουσα να βρω καμια λογικη. ολα ηταν τοσο ξενα, τοσο παραξενα. ολα εδειχναν τοσο περιεργα λανθασμενα, που μονο φοβο ενιωθα. η ζωη μου ειναι εντελως ξενη σε τετοιες καταστασεις. δεν ειμαι πλουσιος, αρα, να με απηγαγαν για λυτρα δεν υπαρχει σαν υποθεση. χωρια δε, που ειμαι μονος στη ζωη μου. δεν εχω
κανεναν συγγενη. οσο για τις φιλες μου, τις κρατω δυο η, τρεις μηνες κ μετα τις διωχνω. ως προς το επαγγελμα μου επισης, δε μπορω να το συνδεσω με τη τωρινη μου κατασταση. το αντιθετο μαλιστα. ειμαι Φιλολογος στο γυμνασιο της περιοχης που μενω. οχι μονο εχθρους δεν εχω, μα οσοι με γνωριζουν, μονο καλα λογια εχουν να πουν για μενα. εχω βοηθησει κρυφα κ φανερα, αρκετο κοσμο. η χαρα τους ειναι για μενα η ανταμοιβη μου. δε με νοιαζει αν ξερουν πολλες φορες οτι τους βοηθησα,
μου αρκει να τους βλεπω ευτυχισμενους.

κ ομως, εγω ο πολυ καλος ανθρωπος, τωρα βρισκομαι εδω. σε μια καλυβα, δεμενος χειροποδαρα, στη μεση του πουθενα! σταματησα να κανω σκεψεις, δεν εχουν καμια αξια. τωρα μονο το φοβο ειχα συντροφια. παρολα αυτα, που κ που, ακραιες σκεψεις περνουσαν απο το μυαλο μου. μαλλον ειμαι υποψηφιο θυμα καποιου μανιακου δολοφονου σκεφτομουν. οι κτυποι της καρδιας μου ηταν ο ηχος μου, ο φοβος, ηταν η αισθηση μου. ζαλισμενος απο τη κατασταση μου, εκλεισα τα ματια μου. ηθελα να κοιμηθω, να ξυπνησω κ ο εφιαλτης μου να εχει χαθει. δε κοιμηθηκα ομως, τουλαχιστον οχι για πολυ. ενας παραξενος θορυβος με ξυπνησε. ναι, κατι ακουσα! αμεσως αρχισα να φωναζω με οση δυναμη ειχα για βοηθεια. δυστυχως, καμια απαντηση δε πηρα. ισως να ηταν ιδεα μου ο παραξενος ηχος που ακουσα, ειπα για να ξεγελασω τον εαυτο μου. ομως ειχα αδικο, πολυ αδικο! οπως καθομουν, κατορθωσα να διακρινω αναμεσα απο τα κενα που ειχαν τα ξυλα της καλυβας μια σκια. εξω, καποιος ηταν! η πρωτη μου σκεψη ηταν να φωναξω ξανα. σιγουρα θα με ακουγε, σιγουρα θα με βοηθουσε! ομως δε το εκανα, φοβηθηκα. για καποιο ανεξηγητο λογο, σκεφτηκα λογικα. ο φοβος μου υποχωρησε μπροστα στη -στιγμιαια- λογικη μου. αφου μολις πριν λιγο φωναζα, οποιος κ να ειναι αυτος εξω απο τη καλυβα, θα με εχει ακουσει.

αυτη κ μονο η σκεψη, μου παγωσε το αιμα! κ γιατι αφου με ακουσε δεν ηρθε να με βοηθησει? υποπτευθηκα οτι η σκια -που ελαχιστα μπορουσα να διακρινω αναμεσα απο το ξυλινο τοιχο της καλυβας- ηταν η αιτια που βρεθηκα εδω. τωρα δεν ειχα κουραγιο να μιλησω. περιμενα καρτερικα να
δω τι θα γινει. να δω ποιος κ γιατι με εφερε εδω. δεν ηταν παρα θεμα λιγων λεπτων, καθως εβλεπα τη σκια αργα αργα να πλησιαζει τη καλυβα. ηθελα να τελιωσει αυτο το μαρτυριο μου, δεν με ενδιεφερε (τουλαχιστον συνειδητα) τι θα γινει, αρκει να δοθει ενα τελος! η σκια πλησιασε μπροστα στη πορτα. κοιτουσα εντρομος το χερουλι. περιμενα να το δω να γυριζει, να δω τη πορτα να ανοιγει, να δω
καταματα τον εφιαλτη που ζουσα. η σκια ομως σταματησε. το χερουλι δε γυρισε, η πορτα δεν ανοιξε. θα φωναζα, θα φωναζα δυνατα, δεν αντεχα αλλο αυτη τη αναμονη. ομως εμεινα σιωπηλος. δεν ειπα λεξη. παλι ο φοβος με κυριευσε. ισως κ ενα αισθημα αυτοσυντηρησης. μια παραταση σε ενα ασχημο τελος, ειναι παντα καλοδεχουμενη. αργα η, γρηγορα ολα θα τελειωναν, αυτο ηταν σιγουρο. για καλη(?) μου τυχη, η σκια κατευθυνθηκε διπλα, θα περνουσε απο το παραθυρο. ναι, θα εβλεπα τουλαχιστον ποιος με εχει φυλακισμενο μεσα στη καλυβα. ισως ετσι, να επαιρνα καποιου ειδους δυναμη, δε ξερω. ηθελα να δω ποιος ηταν, ισως να καταφερνα να βρω μια εξηγηση, η εστω να αποκτησω κουραγιο.

παραξενο ποσο το αγνωστο σε φοβιζει, παραξενο ποση δυναμη εχει! σιγα σιγα, η παραξενη σκια κατευθυνοταν προς το παραθυρο. ετρεμα, δε μπορουσα να μιλησω απο το φοβο μου. κ ξαφνικα, μπροστα στο παραθυρο εμφανιστηκε! ειδα τη σκια! ειδα ποιος ηρθε μεχρι τη πορτα κ δε μπηκε μεσα! δυστυχως, αυτο που ειδα ηταν ...ενα ελαφι! αμεσως αρχισα να κλαιω. εκλαιγα σα μικρο παιδι! το μαρτυριο μου δεν ειχε σταματησει! αρχισα παλι να φωναζω, ουρλιαζα εκλιπαρωντας για βοηθεια με οση δυναμη ειχα. παλι δεν αλλαξε τιποτα. παλι ημουν μονος σε ενα αγνωστο μερος, για εναν αγνωστο λογο! παλι εκλεισα τα ματια μου. τωρα, αρχισα να βλεπω εικονες απο τη παιδικη μου ηλικια. εβλεπα τη μανα μου να με φωναζει να φαμε, εμενα να κανω ποδηλατο. εβλεπα το πατερα μου να με κινηματογραφει με τη νεα του καμερα. ποσο μακρυνα κ ποσο κοντυνα τα ενιωθα τωρα! κ ας εχουν περασει μονο τριαντα χρονια. ακουγα τους γονεις μου να μιλανε, εμενα να γελω. ολα αυτα τα ακουγα απο αποσταση, σα να τα ελεγαν αλλοι, οχι οι γονεις μου, οχι εγω. μετα ηρθε παλι το σκοταδι. δε ξερω ποση ωρα μου κρατησε συντροφια.

ενας θορυβος με εκανε να ξυπνησω. ο θορυβος ενος αυτοκινητου. ακουσα τη πορτα του να ανοιγει, κ υστερα να κλεινει με δυναμη. ακουσα τα βηματα να δυναμωνουν ολο κ πιο πολυ. καποιος ερχοταν! μετα απο λιγο ειδα τη σκια του. ειχα παραλυσει παλι απο το φοβο μου, η κουραση με ειχε καταβαλλει. χωρις δυναμη πλεον, περιμενα να δω ποιος ηταν αυτος ο αγνωστος. τα κλειδια ξεκλειδωσαν με θορυβο τη πορτα. καθως την ανοιξε, διεκρινα τη σιλουετα του. ομως δε καταφερα να δω το προσωπο του. ο τυπος, εσπρωξε τη πορτα δυνατα με το ποδι του. ηρθε κ εκατσε απεναντι μου. χωρις να πει κουβεντα, αναψε ενα τσιγαρο. τραβηξε δυο βαθιες τζουρες, κ υστερα με κοιταξε στα ματια. με κοιταξε τοσο εντονα, που πιστεψα πως διαβαζε το μυαλο μου. καθησε λιγα λεπτα  κοιτωντας με, χωρις να μου πει κουβεντα. ηταν ενας τυπος περιπου πενηντα χρονων. φορουσε μαυρο κοστουμι, με ασπρο πουκαμισο. τα παπουτσια του ηταν μαυρα καλογυαλισμενα μοκασινια. φορουσε το κλασσικο καπελο σαν αυτο που φορουσαν οι γκανγκστερ τη δεκαετια του '50. το προσωπο του ομως ειχε κατι το γοητευτικο, κατι που εδειχνε πως δε πρεπει να ηταν κακος ανθρωπος. ομως τα ματια του, αυτα τα ματια του ειχαν κατι πολυ περιεργο, δε μπορουσα να το προσδιορισω. μονο που εβλεπα πως με κοιτουσε, μου παγωνε το αιμα. δεν ηταν απλως μαυρες οι κορες των ματιων του, ηταν καταμαυρες, πετουσαν σπιθες! συνεχισε να με κοιταει με το παγωμενο, οσο κ ειρωνικο βλεμμα του, χωρις να μου λεει κουβεντα. υστερα, εβγαλε το καπελο του, το αφησε πανω στο τραπεζι. καταφερα να δω τα μαλλια του, ειχε λιγο μακρυα γκριζα μαλλια, χτενισμενα προς τα πισω.

"τσιγαρακι θες?" με ρωτησε.

η φωνη του ειχε κατι το μεταλλικο, κατι το απροσωπο. ηταν λες κ δε μιλουσε ανθρωπος, μα μηχανη! εγω, δε μπορουσα να μιλησω, ειχα παγωσει.

"λοιπον, θα αναρρωτιεσαι ποιος ειμαι, κ γιατι σε εφερα εδω, ετσι δεν ειναι?" με ρωτησε.

δεν του απαντησα, εξακολουθουσα να τον κοιταω φοβισμενος, εξακολουθουσα να μη μπορω να αρθρωσω λεξη. εκεινος αναψε κ αλλο τσιγαρο, τραβωντας παλι δυο βαθιες τζουρες.

"ας αρχισουμε ομως με εσενα. σε λενε Κ, εισαι Φιλολογος σε σχολειο, κ απο οσα εχω μαθει για σενα, εισαι ενας εναρετος ανθρωπος" ειπε. προς στιγμην, αισθανθηκα καποιου ειδους ανακουφιση, παρολα αυτα, δεν του απαντησα. εξακολουθουσα να φοβαμαι. κ δεν ειχα αδικο που φοβομουν!
"σε παρακολουθω εδω κ εναμιση μηνα, εχω μαθει πραγματα για σενα, που ουτε εσυ ο ιδιος δε τα ξερεις" ειπε γελωντας σαρκαστικα. ο εντονος φοβος μου, γινοταν εντονοτερος τωρα. παλι δε του απαντησα. η σιωπη μου εδειχνε να τον ενοχλει. εφερε το προσωπο του πολυ κοντα στο δικο μου, κοιτωντας με βαθια στα ματια, κοιτωντας με παλι βαθια στο μυαλο μου. υστερα, εκατσε παλι στη καρεκλα του. γελασε λιγο ειρωνικα, κ μου ειπε:
"ποιος ειμαι, δεν εχει καμια σημασια. σημασια, ισως να εχει τι εχω κανει. τη μεγαλυτερη σημασια ομως, την εχει αυτο που θα σου ζητησω να κανεις!".

το προσωπο του τωρα ειχε παρει αλλη εκφραση, για την ακριβεια, ηταν σαν αγαλμα. εβλεπα μονο τις ρυτιδες στο αδυνατο προσωπο του. προσπαθουσα να μη τον κοιταω στα ματια, μα ηταν αδυνατο.

"τι εννοεις? ποιος εισαι? τι θελεις απο εμενα?" καταφερα να ψελλισω
"ακου" ειπε ρουφωντας το τσιγαρο του. "εχω κανει μεγαλες αμαρτιες στη ζωη μου. για την ακριβεια, εχω σκοτωσει ανθρωπους, τους εχω δολοφονησει. ο λογος? ο λογος ηταν τα λεφτα. ναι, μονο αυτος ηταν ο λογος, κανενας αλλος. οποιος ηθελε να βγαλει καποιον απο τη μεση, φωναζε εμενα. εχω σκοτωσει μεχρι τωρα δεκαπεντε ανθρωπους. καποιους, καθως τους σκοτωνα, ετρωγα κατι η, σιγοτραγουδουσα. δεν εχω καμια τυψη, οπως σου ειπα, το εκανα για τα λεφτα. δε με ενοιαζε αν ειχαν οικογενεια, δε με ενοιαζε καθολου τι μπορει να ειχαν κανει. ηταν η δουλεια μου, κ την εκανα σα ψυχρος επαγγελματιας. την εκφραση που εχεις εσυ τωρα στο προσωπο σου, την εχω δει πολλες φορες, κ σε μεγαλυτερη ενταση" μιλουσε, λες κ ελεγε το πιο φυσιολογικο πραγμα στο κοσμο, σα να μη συνεβαινε τιποτα! μονο το τσιγαρο εβαζε στο στομα του, αυτη ηταν η μονη του κινηση! ουτε τα βλεφαρα του δεν ανοιγοκλεινε, τοσο ψυχρος ηταν!
"ομως, πριν δυο μηνες ανακαλυψα οτι υπαρχει καποιος που ειναι πολυ χειροτερος απο εμενα. καποιος που σιγουρα δεν αξιζει να ζει. κ θελω να τον σκοτωσω αυτον. με ολη τη δυναμη της ψυχης μου θελω να τον σκοτωσω" ειπε. "εκεινος δε το γνωριζει, μα πιστεψε με, σε λιγο θα ειναι νεκρος" ειπε ρουφωντας παλι το τσιγαρο του. τοτε καταλαβα ποιον εννοουσε! εννοουσε εμενα! ναι, εμενα! οσο λαθος κ να κανει, τη στιγμη που δεν εχει σωας τας φρενας του, τη στιγμη που με εχει δεμενο εδω κ που πιστευει οτι ειμαι χειροτερος του, ελπιδα δεν εχω καμια!
"σε παρακαλω, πες μου τι εννοεις. ειλικρινα δε σε καταλαβαινω" του ειπα με οση δυναμη καταφερα να βρω. εκεινος, με κοιταξε με τα κατακκοκινα τωρα ματια του, κ υστερα αρχισε να γελα! γελουσε δυνατα, σα να ακουσε το πιο αστειο πραγμα στο κοσμο. τη στιγμη που ενιωθα τη καρδια μου να σταματαει απο το φοβο μου, εκεινος γελουσε δυνατα!
"αγαπητε μου Κ, οχι, δεν εισαι εσυ αυτος που θα σκοτωθει" μου ειπε. αυτοματως, ενα τεραστιο βαρος εφυγε απο επανω μου. "ευχαριστω Θεε μου που δε θα πεθανω, που με βοηθας εστω κ τωρα" καταφερα να ψελλισω. ομως, ειχα αδικο, πολυ αδικο. το καταλαβα στην αμεσως επομενη κουβεντα του τυπου:
"αυτος που θα σκοτωθει, αυτος που εγω δεν εχω τη δυναμη να σκοτωσω, πρεπει να τον σκοτωσει καποιος που ειναι ιδιος με αυτον" μου ειπε. "κ ποιος ειναι ιδιος με αυτον? καποιος εντελως διαφορετικος! κατι σα τη μερα με τη νυχτα που λεμε. ναι, μονο ενας ανθρωπος πραγματικα αθωος μπορει να σκοτωσει αυτο το τερας! κ αυτος ο ανθρωπος αγαπητε μου Κ, εισαι ΕΣΥ!".

μια φωνη ακουω τωρα απο το βαθος, καποιος νιωθω να μου μιλαει. αργα ανοιγω τα ματια μου. ναι, ειναι η εικονα του τυπου, αυτος ειναι που μου μιλαει!
"λιποθυμησες ρε?" με ρωτησε καπως αγρια, μα κ καπως ειρωνικα. "σε καταλαβαινω" μου ειπε. "κ εγω, ισως αν ημουν εσυ, να λιποθυμουσα. τσιγαρο θες?" με ρωτησε παλι. δεν ηθελα τιποτα, δεν ηθελα να του μιλησω. ηθελα να ηταν ολα αυτα ενα ονειρο, τιποτα αλλο. η συνεχεια ομως, ηταν ακομα πιο δυσκολη. εκει που νομιζα πως δε γινοταν χειροτερα τα πραγματα, διαψευτηκα ακουγοντας τον να μου λεει τη συνεχεια.
"αυτον που θα σκοτωσεις αγαπητε μου Κ, αυτο το τερας που θα σκοτωσεις, ειναι αυτος που εγω δεν εχω τη δυναμη να σκοτωσω. αυτο το τερας λοιπον, ειμαι ΕΓΩ" μου ειπε.

αμεσως εβαλα τα κλαματα. εκλαιγα σα μικρο παιδι. δε μπορουσε αυτο να συμβαινει σε εμενα, οχι, δε μπορουσε! ο τυπος, αναψε κ αλλο τσιγαρο τραβωντας παλι τις δυο πρωτες τζουρες πολυ βαθια.

"κοιτα, ξερω πως σου ακουστηκε, πιστεψε με ξερω. κοιτα το ομως απο τη θετικη του πλευρα. ατομα σα κ εμενα, δεν αξιζει να υπαρχουν. σκοτωνοντας με, μονο καλο θα κανεις στο ανθρωπινο ειδος. κ,
αν υπαρχει Θεος, οχι μονο δε θα σε δικασει, μα θα σου πει κ μπραβο" μου ειπε.

"σταματα! σταματα επιτελους! τι ειναι αυτα που λες? αφησε με σε παρακαλω! αφησε με!" φωναξα.

εκεινος, αταραχος, συνεχισε να μου μιλα. "μολις με σκοτωσεις, θα φυγεις σα κυριος. θα τηλεφωνησω εγω πριν στην αστυνομια. θα τους πω, πως μεσα σε μια καλυβα, στη κορυφη του λοφου, θα βρειτε το πτωμα μου. κανενας δε θα σε πειραξει, μην ανησυχεις".
"μα τι λες? τι λες? εισαι τρελος?" φωναξα δυνατα. "δε προκειται να το κανω αυτο, με ακους? δε προκειται!"
"θα το κανεις αγαπητε μου Κ, θα το κανεις" ειπε εντελως αταραχος.
"τι σε κανει να το πιστευεις αυτο? ε? τι σε κανει?" του ειπα ουρλιαζοντας.
εκεινος αταραχος μου απαντησε εντελως φυσιολογικα: "περα απο τους λογους που σου ειπα πριν, υπαρχει κ αλλος ενας λογος που με κανει τοσο σιγουρο. ο λογος αυτος, ειναι πως, αν δε με σκοτωσεις, θα σε σκοτωσω εγω! οπως εχεις καταλαβει, αυτο μου ειναι αρκετα ευκολο"
εγω, κλαιγοντας τον εκλιπαρουσα να σταματησει. ματαια ομως. ηταν αποφασισμενος. ηταν σιγουρος για τα λογια του. αμεσως εβγαλε ενα πιστολι απο τη μεσα τσεπη του σακακιου του. "αυτο εδω ειναι. δεν εχεις, παρα να το κολλησεις στο μετωπο μου, κ να πατησεις τη σκανδαλη". αμεσως σηκωθηκε, εβγαλε ενα μαχαιρι κ με ελευθερωσε.
"βλεπω, προσπαθησες να φυγεις, ε?" ειπε κοιτωντας τα γεματα απο το αιμα μου χερια.
εγω δε μιλουσα, δε τον κοιτουσα ουτε στα ματια. εκεινος, πηρε το κινητο του κ τηλεφωνησε στην αστυνομια. τον ακουσα καθως μιλουσε με τη μεταλλικη του φωνη: "εξω απο τη πολη, στο δρομο που οδηγει στο χωριο, λιγο μετα τη πρωτη διασταυρωση υπαρχει ενας χωματοδρομος. εναμιση χιλιομετρο μετα, θα στριψετε δεξια. ο δρομος οδηγει στη κορυφη του λοφου. εκει, βρισκεται μια καλυβα. μεσα θα βρειτε το πτωμα μου" ναι, αυτα ακριβως τα λογια τους ειπε!

"λοιπον, ας μη χανουμε χρονο" μου ειπε επιτακτικα. με σηκωσε ορθιο, εβαλε το πιστολι στο χερι μου. υστερα, επιασε το χερι μου, κ το εβαλε στο μετωπο του. "αντε, μη το σκεφτεσαι, καντο" μου ειπε με αγρια φωνη. εγω ημουν ηδη νεκρος, δε μιλουσα, κοιτουσα μονο το πατωμα της καλυβας. "ξεκινα λοιπον, μια γαμημενη κινηση ειναι! τελειωνε" μου ειπε νευριασμενα!
"σε παρακαλω" ειπα ψελλιζοντας "αφησε με, σε παρακαλω".
εκεινος αγριεψε ακομα πιο πολυ. "σου εξηγησα τους λογους, σου εξηγησα πως θα φυγεις, τι στο διαολο θες τωρα? αντε, τραβα τη γαμημενη σκανδαλη! τωρα!" ειπε ουρλιαζοντας.
"δε μπορω, καταλαβε με" ειπα κλαιγοντας.
ο τυπος αγριεψε ακομα περισσοτερο. "σε λιγα λεπτα θα ερθουν οι μπατσοι, καντο! πατα τη γαμημενη τη σκανδαλη!" ειπε ουρλιαζοντας. εγω ετρεμα, εκλαιγα σα μικρο παιδι. μου κρατουσε το οπλισμενο χερι μου κολλημενο στο μετωπο του.
"ωραια λοιπον, αφου ετσι το θες, ετσι θα γινει" ειπε. εβγαλε αμεσως ενα δευτερο πιστολι. μου το κολλησε στο μετωπο. με το ενα του χερι κρατουσε το δικο μου κολλημενο στο μετωπο του, κ με το αλλο του χερι, ειχε βαλει το δευτερο οπλο στο μετωπο μου. "πατα τη γαμημενη τη σκανδαλη, αλλιως σε σκοτωνω! ακουσες? πατα την" ειπε ουρλιαζοντας! εγω ετρεμα, δεν ειχα κουραγιο. δεν ηθελα, κ δε μπορουσα να τον σκοτωσω. εκεινος αρχισε να αγριευει, πιστεψα οτι θα με σκοτωνε, οτι αυτο θα ηταν το τελος μου. οι σειρηνες απο τα περιπολικα εφταναν τωρα στα αυτια μας, σε λιγο θα ηταν εδω. "κοιτα" μου ειπε αγριεμενα "εχεις ακομα λιγο χρονο. πατησε τη γαμημενη τη σκανδαλη, κ φυγε απο το πισω δρομο. σε λιγα λεπτα θα εισαι στο χωριο. δε θα σε υποπτευθει κανενας. αντε λοιπον, σκοτωσε με!" εγω ετρεμα, ετρεμα ολοκληρος. ακομα κ το χερι μου ετρεμε, παροτι το κρατουσε σφιχτα κολλημενο με το οπλο στο μετωπο του. "αφησε με" μπορεσα να ψελλισω.
εκεινος, λιγο πιο ηρεμος τωρα με παρακαλεσε να τον σκοτωσω, με ικετεψε. ειδα τα ματια του δακρυσμενα, αρχισε να με παρακαλαει. ακουγα τις σειρηνες τωρα πιο δυνατα. σε λιγο ολα θα ειχαν τελειωσει. αυτο μου εδινε κουραγιο. εκεινος τοτε, κρατωντας μου το χερι με το οπλο ακομα κολλημενο στο μετωπο του, γονατισε μπροστα μου. "σε παρακαλω, σκοτωσε με! σε παρακαλω!" μου ειπε κλαιγοντας. εγω, ενας αθωος κ εντιμος ανθρωπος, ημουν ορθιος, στο χερι μου ειχα το πιστολι κολλημενο στο μετωπο του. αυτος, ο κατ'εξακολουθισην δολοφονος, ηταν γονατιστος μπροστα μου. με ικετευε να τον σκοτωσω. εκλαιγε, εκλαιγε σα μικρο παιδι. τωρα εγω ημουν ο ισχυρος! εγω ειχα τη δυναμη να σκοτωσω, μα κ να φυγω. ειχα τη δυναμη να απαλλαξω το κοσμο απο αυτο το τερας! το δαχτυλο μου πατουσε σιγα σιγα τη σκανδαλη. ο τυπος, γονατιστος μπροστα μου περιμενε τη λυτρωση. τα ματια του περιμεναν το τελος.
"συγχωρεσε με" του ειπα κ πατησα τη σκανδαλη.
τα περιπολικα εφτασαν εξω απο τη καλυβα. οπλισμενοι αστυνομικοι βγηκαν αμεσως εξω. μεσα στη καλυβα, ειδαν μια σκια. "ακινητος, ακινητος" φωναξαν. η σκια πηγε προς τη πορτα. την ανοιξε σιγα σιγα. στο χερι της κρατουσε οπλο. σταματησε στο κατωφλι κοιτωντας τους αστυνομικους.

"πετα το οπλο τωρα" του φωναξαν. αυτος χαμογελασε, κ εστρεψε το οπλο στους αστυνομικους. αμεσως το σωμα του χορεψε για λιγα δεπτερολεπτα απο τις σφαιρες που δεχτηκε. υστερα επεσε κατω, πλημμυρισμενος απο τα αιματα. ηταν νεκρος, μα τα ματια του ηταν ανοικτα. ειχε κατι σα χαμογελο στα χειλη του, κατι σαν αισθηση ικανοποιησης. οι αστυνομικοι του πηραν το οπλο απο τα χερια. ενας απο αυτους ειπε στο Διοικητη: "αρχηγε, το οπλο ειναι αδειο!" ο Διοικητης, κοιταξε περιεργα το πτωμα. το κοιταξε βαθια στα ανοικτα του ματια.

"τρελος ειναι? τι ηθελε να κανει?" σκεφτηκε.

αμεσως, ενας αστυνομικος μεσα απο τη καλυβα του ειπε: "αρχηγε, εχουμε κ αλλο νεκρο εδω". προχωρησε γρηγορα μεσα, πηγε στο δευτερο πτωμα. αυτο ηταν πεσμενο στο πατωμα, το κεφαλι του ηταν πανω σε ενα κοκκινο μαξιλαρι. οπως κ τα μυαλα του. στο χερι του, κρατουσε ακομα σφιχτα ενα πιστολι. "περιεργο" ειπε ο Δοιηκητης. "στην εξωπορτα εχουμε εναν νεκρο περιπου πενηντα χρονων, κ μεσα στη καλυβα εχουμε ενα νεκρο περιπου σαραντα χρονων. ποιος ξερει τι εγινε πριν απο λιγο" ειπε.