Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

"ςονόΜ υδάρΒ οτώρΠ"

αποψε
θα φτιαξω ενα κολιε
με τις αναμνησεις μας

αποψε
θα κοιμηθω κατω απο το ταβανι

αποψε
θα κοιμηθω στον αερα

...κ αν εφυγες για παντα μακρυα
   δεν θα σε αφησω ποτέ μονη...


Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

(2/2) "υοΜ ασεΜ ςοάΧ οΤ"

...ομως παλι εκανα λαθος! μεγαλο, κ σύνηθες λαθος! γιατι, μια γυναικεια φωνη με επανεφερε στη πραγματικοτητα:

"Κ, παλι δε προσεχεις στο μαθημα? αν δε τα μαθεις τωρα, δε θα τα μαθεις ποτέ!"

ειναι η δασκαλα μου! μια κοντη γυναικα, με τα μαλλια παντα κοτσιδα, χωρις καθολου θυληκοτητα.

"συγγνωμη κυρια" ειπα

ειμαι στη πρωτη ταξη του δημοτικου. ειμαι ενα παιδι, αλλά οχι οπως τα άλλα. η μητερα μου, ειχε ενημερωσει τη δασκαλα οτι ειμαι λιγο ...διαφορετικος. την ειχα ακουσει να της το λεει, καθως η παροτρυνση της μητερας μου να παω στην αυλη να παιξω με τους συμμαθητες μου, ηταν ικανη μονο μεχρι να βγω απο την αιθουσα κ να ακουω (στα κρυφα) τι ελεγαν. ηταν μια ασχημη στιγμη για εμενα. αισθανομουν οτι με εβλεπαν σα ζωο που ζητουσε βοηθεια. ομως εγω δεν ειμαι ζωο, κ πανω απο ολα, δε ζηταω βοηθεια απο κανεναν. πρωτη φορα ενιωσα μίσος στη ζωη μου. μίσος για τη μητερα μου, αλλά περισσοτερο για τη δασκαλα μου. μαλιστα, ειχα φτιαξει σχεδιο να σκοτωσω τη δασκαλα μου. τελειο σχεδιο, εκτος απο μια λεπτομερεια: δεν ειχα υπολογισει ποσο δειλος ειμαι! δυστυχως δειλιασα! ομως ακομα δεν εχω ξεπερασει τη πικρα μου.
καθησα λοιπον κ ακουγα τη δασκαλα να μας μιλαει για αδιαφορα πραγματα, εβλεπα τους συμμαθητες μου αδιαφορα, μεχρι που βαρεθηκα! αποφασισα λοιπον να κανω κατι που εκανα συχνα: να δραπετευσω! με το δικο μου τροπο ομως! ετσι, ανοιξα τα χερια μου, κ αρχισα να πεταω! πεταξα πανω
απο τα κεφαλια των συμμαθητων μου, πανω απο τη δασκαλα! κανείς δε μου εδωσε σημασια, ομως εγω πετουσα! εκατσα για λιγο στη γωνια του ταβανιου κ τους κοιτουσα. τι ομορφο θεαμα! ποσο μικροι εδειχναν στα μάτια μου! βαρεθηκα γρηγορα ομως, κ κατεβηκα κατω. πηγα μεχρι το καθρεπτη που εχουμε στη ταξη. με κοιταξα. εχω μαυρο σγουρο μαλλι, κ γενικα ειμαι συμπαθητικο παιδι! εκλεισα τα μάτια μου κ τα ανοιξα  παλι. τωρα ειδα μπροστα μου ενα τυπο κοντα τριαντα χρονων με μουσια! αρχισα να κλεινω τα μάτια μου, κ καθε λιγο εβλεπα αλλο προσωπο στο καθρεπτη! ποσο αστειο το βρηκα! ποσο πολυ γελασα!

ομως το γελιο μου δε κρατησε πολυ. ειδα τη πορτα να ανοιγει. ειδα ενα τυπο ντυμενο στα ασπρα να με πλησιαζει. να σκυβει πανω μου, να βαζει τα χερια του γυρω μου, να με σηκωνει! ναι, με εβαλε σε καροτσι! σε αναπηρικο καροτσι! στο δικο μου καροτσι! με πηγε σε ενα μερος κ με αφησε εκει για ωρα. ή μαλλον ...για ωρες! ή μηπως για ...μερες? δε μπορουσα να καταλαβω. εβλεπα το απολυτο κενο, εβλεπα σχηματα κ χρωματα, αυτο θυμαμαι! οπως επισης θυμαμαι, οτι το περιβαλλον γυρω μου
σκοτεινιαζε σιγα σιγα! οτι εγιναν ολα μαυρα! δε φοβηθηκα, απλά μου εκανε εντυπωση. οπως μου εκανε εντυπωση οτι ημουν μεσα σε νερο! σε ζεστο νερο! μου αρεσε αυτη η αισθηση, δε την ειχα ζησει ποτέ ως τωρα. προσεξα οτι στο απεραντο σκοταδι, υπηρχε ενα αστερι. ενα μικρο αστερι, που οσο το κοιτουσα, τοσο εσβηνε. αρχισα να το κοιταζω με την ακρη του ματιου μου. δεν ηξερα γιατι, αλλά αρχισα να το φοβαμαι! το φως του ομως, ολο δυναμωνε! το κρυο, επισης δυναμωνε! αρχισα να μη νιωθω καλα, αρχισα να φοβαμαι, να φοβαμαι πολυ! μεχρι που φωτιστηκα ολοκληρος! αρχισα να κλαιω δυνατα! με οση δυναμη ειχα εκλαιγα! δεν ηθελα να βγω απο το ζεστο μερος που ημουν, δεν ηθελα!

"αυτο ηταν! μολις γεννησατε ενα αγορακι!" ...ειπε ο γιατρος στη μητερα μου!

με εβαλε αμεσως στην αγκαλια της, ενιωσα τα χερια της να με αγκαλιαζουν! ηρεμησα, σταματησα να κλαιω, ενιωθα ομορφα! η μητερα μου εμεινε στο νοσοκομειο δεκαπεντε μερες. η τομη της καισαρικης, παρουσιασε προβληματα. ευτυχως για εκεινη, δεν ηταν σοβαρο. σοβαρη ομως ηταν η περιπτωση μου, διοτι απο τότε δε μιλησα παλι! μαλιστα, δε περπατησα καν! δε ξερω τι απεγινε η μητερα μου. δεν εχω καμια αναμνηση απο εκεινη. ισως κ εκεινη δεν εχει καμια αναμνηση απο εμενα. καμια δε θα ηθελε ενα παιδι που δε μιλαει κ δε περπατα. ομως, ακομα κ ετσι, ειμαι ζωντανος. μπορει οχι με το δικο σας τροπο, μα ειμαι ζωντανος! ζω αναμεσα σε ανθρωπους που δε γνωριζω. σε ανθρωπους, που τις περισσοτερες φορες μου ειναι αγνωστοι. που ελαχιστες φορες, μου φαινεται πως ισως τους εχω δει παλι. ζω αναμεσα στα χρωματα μου, στις εικονες μου κ στις μουσικες μου. ζω, στο κοσμο που εφτιαξα μεσα μου, οχι στο δικο σας κοσμο, κ ας μη τον εχω γνωρισει σχεδον καθολου.

αποφασισα ομως οτι αυτο πρεπει να τελειωσει. πως η όποια δυναμη μου, δεν ειναι πλεον αρκετη. ειμαι ηδη κουρασμενος. ηδη, επρεπε να ειχα φυγει εδω κ καιρο! ετσι λοιπον, ενα πρωι, ενα απο τα συνηθισμενα μου κ εντελως ιδια πρωινα μου, ανοιξα τα χερια μου! αρχισα να πεταω! παλι!
πετουσα σα να ηταν η πρωτη μου φορα, ηξερα ομως οτι ηταν η τελευταια μου! πεταξα πανω απο ολους σας. οταν περπατουσατε, οταν δουλευατε, εγω πετουσα πανω απο τα κεφαλια σας! ακομα κ οταν κοιμοσαστε, πεταξα πανω απο τα κεφαλια σας! ειδα τις ζωες σας απο τη γεννηση σας, μεχρι το
θανατο σας! δε ξερω ποσο κρατησε αυτο. ισως κρατησε μια ζωη, ισως κρατησε οσο χρονο κανει το βλεφαρο να ανοιγοκλεισει. πεταξα λοιπον μακρυα, χαθηκα στα αστερια. εκει, εζησα τη ζωη μου οπως ακριβως ηθελα!

την αλλη μερα, ο νοσοκομος ηρθε να με παρει απο το δωματιο μου. βρηκε το καροτσι αδειο! εψαξαν ολο το μερος, αλλά δε με βρηκαν! εγω, απο ψηλα τους κοιτουσα κ γελουσα!

"μα ουτε το σωμα μου δε τους αφησα!!" ελεγα γελωντας!

τα ρολογια, σε ολα τα μερη του κοσμου εδειχναν 12:00 ακριβως! δε ξαναδουλεψε κανενα ρολόι απο τότε! ο χρονος ειχε σταματησει για ολους! για ολους, εκτος απο εμενα! για εμενα ο χρονος δε θα τελειωνε ποτέ!