Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

"αβυλαΚ"

Οι πρωτες ακτινες του Ηλιου επεσαν στο προσωπο μου, ναι, αυτες με ξυπνησαν. ηταν το καλωσορισμα μιας νεας μερας, μια παραξενης μερας! πριν ακομα ανοιξω τα ματια μου, αισθανθηκα τη παραξενη οσο κ ασχημη μυρωδια στη μυτη μου. αυτη ειναι ενας απο τους λογους που βρισκομαι
τωρα εδω. σιγα σιγα ανοιξα τα ματια μου. στην αρχη εβλεπα θολα, μα υστερα η εικονα αρχισε να καθαριζει. κοιταω γυρω μου τωρα, το μερος στο οποιο βρισκομαι. δε το εχω δει ποτε μου. ειναι κατι σα καλυβα, ισως ειναι αποθηκη, δε ξερω. γυρω εχει γεωργικα εργαλεια τα οποια ειναι καλυμμενα
με σκονη. ο Ηλιος με τυφλωνει, δε μπορω να διακρινω καλα το χωρο. δε μπορω να ακουσω κανεναν ηχο. επικρατει μια ησυχια. θα την ελεγα νεκρικη σιγη, αν μπορουσα να μαντεψω τη συνεχεια.

εγω, ειμαι καθισμενος σε μια σιδερενια καρεκλα. μπροστα μου ενα γεματο σκονη σιδερενιο τραπεζι. σκεφτηκα να προσπαθησω να σηκωθω, να δω που ακριβως βρισκομαι, να καταλαβω πως βρεθηκα εδω. δε θυμαμαι τι εγινε, εχω ενα κενο μνημης. μονο πως περπατουσα προς το σπιτι μου θυμαμαι.
τιποτα αλλο. η προσπαθεια να σηκωθω, απεδειχθη ματαιη. εντρομος συνειδητοποιησα πως ημουν δεμενος στη καρεκλα. τα χερια μου ηταν περασμενα στη μεση μου δεμενα. δεμενα ηταν κ τα ποδια μου. μεσα στα ελαχιστα δεπτερολεπτα που περασαν μεχρι να καταλαβω σε τι κατασταση βρεθηκα, ο πανικος μου, σαν αστραπη με κυριευσε!

 "εγω δεμενος εδω? εγω? μα πως? τι εγινε? ποιος με εδεσε?" ηταν οι πρωτες σκεψεις μου.

προσπαθησα αμεσως να λυθω. χειροποδαρα δεμενος ομως, δεν ειχα καμια ελπιδα. εκανα σπασμωδικες κινησεις να λυθω, ο φοβος μου εδινε μεγαλη δυναμη, οχι ομως οση χρειαζομουν για να σπασω τα δεσμα μου. αρχισα να ουρλιαζω προσπαθωντας να ελευθερωσω τα χερια μου. κουνιομουν σαν αγριμι. ουρλιαζα σαν αγριμι, μα δε καταφερα τιποτα! ισως ματωσα τους καρπους μου, αν κρινω απο το ζεστο υγρο που ενιωσα να κυλαει στα δαχτυλα μου. δε μπορουσα να το δω, σκεφτηκα μονο πως πρεπει να ηταν το αιμα μου. εντρομος, αρχισα να φωναζω. φωναζα "βοηθεια" με οση δυναμη ειχα. ουρλιαζα σα πληγωμενο ζωο. κανεις δε με ακουσε, κανεις! υστερα αρχισα να κλαιω, ηταν η πρωτη φορα στη ζωη μου που εκλαιγα. δεν ηταν κλαμα πονου, ηταν κλαμα απελπισιας. στα υγρα απο το αιμα μου χερια, συντροφια εκανε το υγρο απο τα δακρυα μου προσωπο.

"πως βρεθηκα εδω? ποιος με εδεσε?" αυτες οι σκεψεις ηταν μονο στο μυαλο μου.

μετα απο λιγη ωρα, σταματησα να φωναζω, ηδη αρχισα να νιωθω οτι βραχνιαζα. δεμενος στη καρεκλα, στη μεση μιας αποθηκης στη μεση του πουθενα, εγειρα το κεφαλι μου μπροστα. πλεον δεν ειχα δυναμη να φωναξω. δε μπορουσα να κανω τιποτα, εκτος απο το να σκεφτομαι. οσο δυσκολο μου ηταν να σκεφτω πως βρεθηκα εδω, αλλο τοσο προσπαθουσα. ευχομουν να ειναι ενας εφιαλτης, ηθελα να ξυπνησω. απεγνωσμενα καθε λιγο, ανοιγα δυνατα τα ματια μου. η εικονα παρεμενε η ιδια! οχι, δεν ηταν εφιαλτης, ηταν κατι που το ζουσα, κατι που το ζουσα τωρα! αρχισα να κανω διαφορες σκεψεις, εψαχνα να βρω κατι που ισως με βοηθουσε να καταλαβω τι εγινε. δε μπορουσα να βρω καμια λογικη. ολα ηταν τοσο ξενα, τοσο παραξενα. ολα εδειχναν τοσο περιεργα λανθασμενα, που μονο φοβο ενιωθα. η ζωη μου ειναι εντελως ξενη σε τετοιες καταστασεις. δεν ειμαι πλουσιος, αρα, να με απηγαγαν για λυτρα δεν υπαρχει σαν υποθεση. χωρια δε, που ειμαι μονος στη ζωη μου. δεν εχω
κανεναν συγγενη. οσο για τις φιλες μου, τις κρατω δυο η, τρεις μηνες κ μετα τις διωχνω. ως προς το επαγγελμα μου επισης, δε μπορω να το συνδεσω με τη τωρινη μου κατασταση. το αντιθετο μαλιστα. ειμαι Φιλολογος στο γυμνασιο της περιοχης που μενω. οχι μονο εχθρους δεν εχω, μα οσοι με γνωριζουν, μονο καλα λογια εχουν να πουν για μενα. εχω βοηθησει κρυφα κ φανερα, αρκετο κοσμο. η χαρα τους ειναι για μενα η ανταμοιβη μου. δε με νοιαζει αν ξερουν πολλες φορες οτι τους βοηθησα,
μου αρκει να τους βλεπω ευτυχισμενους.

κ ομως, εγω ο πολυ καλος ανθρωπος, τωρα βρισκομαι εδω. σε μια καλυβα, δεμενος χειροποδαρα, στη μεση του πουθενα! σταματησα να κανω σκεψεις, δεν εχουν καμια αξια. τωρα μονο το φοβο ειχα συντροφια. παρολα αυτα, που κ που, ακραιες σκεψεις περνουσαν απο το μυαλο μου. μαλλον ειμαι υποψηφιο θυμα καποιου μανιακου δολοφονου σκεφτομουν. οι κτυποι της καρδιας μου ηταν ο ηχος μου, ο φοβος, ηταν η αισθηση μου. ζαλισμενος απο τη κατασταση μου, εκλεισα τα ματια μου. ηθελα να κοιμηθω, να ξυπνησω κ ο εφιαλτης μου να εχει χαθει. δε κοιμηθηκα ομως, τουλαχιστον οχι για πολυ. ενας παραξενος θορυβος με ξυπνησε. ναι, κατι ακουσα! αμεσως αρχισα να φωναζω με οση δυναμη ειχα για βοηθεια. δυστυχως, καμια απαντηση δε πηρα. ισως να ηταν ιδεα μου ο παραξενος ηχος που ακουσα, ειπα για να ξεγελασω τον εαυτο μου. ομως ειχα αδικο, πολυ αδικο! οπως καθομουν, κατορθωσα να διακρινω αναμεσα απο τα κενα που ειχαν τα ξυλα της καλυβας μια σκια. εξω, καποιος ηταν! η πρωτη μου σκεψη ηταν να φωναξω ξανα. σιγουρα θα με ακουγε, σιγουρα θα με βοηθουσε! ομως δε το εκανα, φοβηθηκα. για καποιο ανεξηγητο λογο, σκεφτηκα λογικα. ο φοβος μου υποχωρησε μπροστα στη -στιγμιαια- λογικη μου. αφου μολις πριν λιγο φωναζα, οποιος κ να ειναι αυτος εξω απο τη καλυβα, θα με εχει ακουσει.

αυτη κ μονο η σκεψη, μου παγωσε το αιμα! κ γιατι αφου με ακουσε δεν ηρθε να με βοηθησει? υποπτευθηκα οτι η σκια -που ελαχιστα μπορουσα να διακρινω αναμεσα απο το ξυλινο τοιχο της καλυβας- ηταν η αιτια που βρεθηκα εδω. τωρα δεν ειχα κουραγιο να μιλησω. περιμενα καρτερικα να
δω τι θα γινει. να δω ποιος κ γιατι με εφερε εδω. δεν ηταν παρα θεμα λιγων λεπτων, καθως εβλεπα τη σκια αργα αργα να πλησιαζει τη καλυβα. ηθελα να τελιωσει αυτο το μαρτυριο μου, δεν με ενδιεφερε (τουλαχιστον συνειδητα) τι θα γινει, αρκει να δοθει ενα τελος! η σκια πλησιασε μπροστα στη πορτα. κοιτουσα εντρομος το χερουλι. περιμενα να το δω να γυριζει, να δω τη πορτα να ανοιγει, να δω
καταματα τον εφιαλτη που ζουσα. η σκια ομως σταματησε. το χερουλι δε γυρισε, η πορτα δεν ανοιξε. θα φωναζα, θα φωναζα δυνατα, δεν αντεχα αλλο αυτη τη αναμονη. ομως εμεινα σιωπηλος. δεν ειπα λεξη. παλι ο φοβος με κυριευσε. ισως κ ενα αισθημα αυτοσυντηρησης. μια παραταση σε ενα ασχημο τελος, ειναι παντα καλοδεχουμενη. αργα η, γρηγορα ολα θα τελειωναν, αυτο ηταν σιγουρο. για καλη(?) μου τυχη, η σκια κατευθυνθηκε διπλα, θα περνουσε απο το παραθυρο. ναι, θα εβλεπα τουλαχιστον ποιος με εχει φυλακισμενο μεσα στη καλυβα. ισως ετσι, να επαιρνα καποιου ειδους δυναμη, δε ξερω. ηθελα να δω ποιος ηταν, ισως να καταφερνα να βρω μια εξηγηση, η εστω να αποκτησω κουραγιο.

παραξενο ποσο το αγνωστο σε φοβιζει, παραξενο ποση δυναμη εχει! σιγα σιγα, η παραξενη σκια κατευθυνοταν προς το παραθυρο. ετρεμα, δε μπορουσα να μιλησω απο το φοβο μου. κ ξαφνικα, μπροστα στο παραθυρο εμφανιστηκε! ειδα τη σκια! ειδα ποιος ηρθε μεχρι τη πορτα κ δε μπηκε μεσα! δυστυχως, αυτο που ειδα ηταν ...ενα ελαφι! αμεσως αρχισα να κλαιω. εκλαιγα σα μικρο παιδι! το μαρτυριο μου δεν ειχε σταματησει! αρχισα παλι να φωναζω, ουρλιαζα εκλιπαρωντας για βοηθεια με οση δυναμη ειχα. παλι δεν αλλαξε τιποτα. παλι ημουν μονος σε ενα αγνωστο μερος, για εναν αγνωστο λογο! παλι εκλεισα τα ματια μου. τωρα, αρχισα να βλεπω εικονες απο τη παιδικη μου ηλικια. εβλεπα τη μανα μου να με φωναζει να φαμε, εμενα να κανω ποδηλατο. εβλεπα το πατερα μου να με κινηματογραφει με τη νεα του καμερα. ποσο μακρυνα κ ποσο κοντυνα τα ενιωθα τωρα! κ ας εχουν περασει μονο τριαντα χρονια. ακουγα τους γονεις μου να μιλανε, εμενα να γελω. ολα αυτα τα ακουγα απο αποσταση, σα να τα ελεγαν αλλοι, οχι οι γονεις μου, οχι εγω. μετα ηρθε παλι το σκοταδι. δε ξερω ποση ωρα μου κρατησε συντροφια.

ενας θορυβος με εκανε να ξυπνησω. ο θορυβος ενος αυτοκινητου. ακουσα τη πορτα του να ανοιγει, κ υστερα να κλεινει με δυναμη. ακουσα τα βηματα να δυναμωνουν ολο κ πιο πολυ. καποιος ερχοταν! μετα απο λιγο ειδα τη σκια του. ειχα παραλυσει παλι απο το φοβο μου, η κουραση με ειχε καταβαλλει. χωρις δυναμη πλεον, περιμενα να δω ποιος ηταν αυτος ο αγνωστος. τα κλειδια ξεκλειδωσαν με θορυβο τη πορτα. καθως την ανοιξε, διεκρινα τη σιλουετα του. ομως δε καταφερα να δω το προσωπο του. ο τυπος, εσπρωξε τη πορτα δυνατα με το ποδι του. ηρθε κ εκατσε απεναντι μου. χωρις να πει κουβεντα, αναψε ενα τσιγαρο. τραβηξε δυο βαθιες τζουρες, κ υστερα με κοιταξε στα ματια. με κοιταξε τοσο εντονα, που πιστεψα πως διαβαζε το μυαλο μου. καθησε λιγα λεπτα  κοιτωντας με, χωρις να μου πει κουβεντα. ηταν ενας τυπος περιπου πενηντα χρονων. φορουσε μαυρο κοστουμι, με ασπρο πουκαμισο. τα παπουτσια του ηταν μαυρα καλογυαλισμενα μοκασινια. φορουσε το κλασσικο καπελο σαν αυτο που φορουσαν οι γκανγκστερ τη δεκαετια του '50. το προσωπο του ομως ειχε κατι το γοητευτικο, κατι που εδειχνε πως δε πρεπει να ηταν κακος ανθρωπος. ομως τα ματια του, αυτα τα ματια του ειχαν κατι πολυ περιεργο, δε μπορουσα να το προσδιορισω. μονο που εβλεπα πως με κοιτουσε, μου παγωνε το αιμα. δεν ηταν απλως μαυρες οι κορες των ματιων του, ηταν καταμαυρες, πετουσαν σπιθες! συνεχισε να με κοιταει με το παγωμενο, οσο κ ειρωνικο βλεμμα του, χωρις να μου λεει κουβεντα. υστερα, εβγαλε το καπελο του, το αφησε πανω στο τραπεζι. καταφερα να δω τα μαλλια του, ειχε λιγο μακρυα γκριζα μαλλια, χτενισμενα προς τα πισω.

"τσιγαρακι θες?" με ρωτησε.

η φωνη του ειχε κατι το μεταλλικο, κατι το απροσωπο. ηταν λες κ δε μιλουσε ανθρωπος, μα μηχανη! εγω, δε μπορουσα να μιλησω, ειχα παγωσει.

"λοιπον, θα αναρρωτιεσαι ποιος ειμαι, κ γιατι σε εφερα εδω, ετσι δεν ειναι?" με ρωτησε.

δεν του απαντησα, εξακολουθουσα να τον κοιταω φοβισμενος, εξακολουθουσα να μη μπορω να αρθρωσω λεξη. εκεινος αναψε κ αλλο τσιγαρο, τραβωντας παλι δυο βαθιες τζουρες.

"ας αρχισουμε ομως με εσενα. σε λενε Κ, εισαι Φιλολογος σε σχολειο, κ απο οσα εχω μαθει για σενα, εισαι ενας εναρετος ανθρωπος" ειπε. προς στιγμην, αισθανθηκα καποιου ειδους ανακουφιση, παρολα αυτα, δεν του απαντησα. εξακολουθουσα να φοβαμαι. κ δεν ειχα αδικο που φοβομουν!
"σε παρακολουθω εδω κ εναμιση μηνα, εχω μαθει πραγματα για σενα, που ουτε εσυ ο ιδιος δε τα ξερεις" ειπε γελωντας σαρκαστικα. ο εντονος φοβος μου, γινοταν εντονοτερος τωρα. παλι δε του απαντησα. η σιωπη μου εδειχνε να τον ενοχλει. εφερε το προσωπο του πολυ κοντα στο δικο μου, κοιτωντας με βαθια στα ματια, κοιτωντας με παλι βαθια στο μυαλο μου. υστερα, εκατσε παλι στη καρεκλα του. γελασε λιγο ειρωνικα, κ μου ειπε:
"ποιος ειμαι, δεν εχει καμια σημασια. σημασια, ισως να εχει τι εχω κανει. τη μεγαλυτερη σημασια ομως, την εχει αυτο που θα σου ζητησω να κανεις!".

το προσωπο του τωρα ειχε παρει αλλη εκφραση, για την ακριβεια, ηταν σαν αγαλμα. εβλεπα μονο τις ρυτιδες στο αδυνατο προσωπο του. προσπαθουσα να μη τον κοιταω στα ματια, μα ηταν αδυνατο.

"τι εννοεις? ποιος εισαι? τι θελεις απο εμενα?" καταφερα να ψελλισω
"ακου" ειπε ρουφωντας το τσιγαρο του. "εχω κανει μεγαλες αμαρτιες στη ζωη μου. για την ακριβεια, εχω σκοτωσει ανθρωπους, τους εχω δολοφονησει. ο λογος? ο λογος ηταν τα λεφτα. ναι, μονο αυτος ηταν ο λογος, κανενας αλλος. οποιος ηθελε να βγαλει καποιον απο τη μεση, φωναζε εμενα. εχω σκοτωσει μεχρι τωρα δεκαπεντε ανθρωπους. καποιους, καθως τους σκοτωνα, ετρωγα κατι η, σιγοτραγουδουσα. δεν εχω καμια τυψη, οπως σου ειπα, το εκανα για τα λεφτα. δε με ενοιαζε αν ειχαν οικογενεια, δε με ενοιαζε καθολου τι μπορει να ειχαν κανει. ηταν η δουλεια μου, κ την εκανα σα ψυχρος επαγγελματιας. την εκφραση που εχεις εσυ τωρα στο προσωπο σου, την εχω δει πολλες φορες, κ σε μεγαλυτερη ενταση" μιλουσε, λες κ ελεγε το πιο φυσιολογικο πραγμα στο κοσμο, σα να μη συνεβαινε τιποτα! μονο το τσιγαρο εβαζε στο στομα του, αυτη ηταν η μονη του κινηση! ουτε τα βλεφαρα του δεν ανοιγοκλεινε, τοσο ψυχρος ηταν!
"ομως, πριν δυο μηνες ανακαλυψα οτι υπαρχει καποιος που ειναι πολυ χειροτερος απο εμενα. καποιος που σιγουρα δεν αξιζει να ζει. κ θελω να τον σκοτωσω αυτον. με ολη τη δυναμη της ψυχης μου θελω να τον σκοτωσω" ειπε. "εκεινος δε το γνωριζει, μα πιστεψε με, σε λιγο θα ειναι νεκρος" ειπε ρουφωντας παλι το τσιγαρο του. τοτε καταλαβα ποιον εννοουσε! εννοουσε εμενα! ναι, εμενα! οσο λαθος κ να κανει, τη στιγμη που δεν εχει σωας τας φρενας του, τη στιγμη που με εχει δεμενο εδω κ που πιστευει οτι ειμαι χειροτερος του, ελπιδα δεν εχω καμια!
"σε παρακαλω, πες μου τι εννοεις. ειλικρινα δε σε καταλαβαινω" του ειπα με οση δυναμη καταφερα να βρω. εκεινος, με κοιταξε με τα κατακκοκινα τωρα ματια του, κ υστερα αρχισε να γελα! γελουσε δυνατα, σα να ακουσε το πιο αστειο πραγμα στο κοσμο. τη στιγμη που ενιωθα τη καρδια μου να σταματαει απο το φοβο μου, εκεινος γελουσε δυνατα!
"αγαπητε μου Κ, οχι, δεν εισαι εσυ αυτος που θα σκοτωθει" μου ειπε. αυτοματως, ενα τεραστιο βαρος εφυγε απο επανω μου. "ευχαριστω Θεε μου που δε θα πεθανω, που με βοηθας εστω κ τωρα" καταφερα να ψελλισω. ομως, ειχα αδικο, πολυ αδικο. το καταλαβα στην αμεσως επομενη κουβεντα του τυπου:
"αυτος που θα σκοτωθει, αυτος που εγω δεν εχω τη δυναμη να σκοτωσω, πρεπει να τον σκοτωσει καποιος που ειναι ιδιος με αυτον" μου ειπε. "κ ποιος ειναι ιδιος με αυτον? καποιος εντελως διαφορετικος! κατι σα τη μερα με τη νυχτα που λεμε. ναι, μονο ενας ανθρωπος πραγματικα αθωος μπορει να σκοτωσει αυτο το τερας! κ αυτος ο ανθρωπος αγαπητε μου Κ, εισαι ΕΣΥ!".

μια φωνη ακουω τωρα απο το βαθος, καποιος νιωθω να μου μιλαει. αργα ανοιγω τα ματια μου. ναι, ειναι η εικονα του τυπου, αυτος ειναι που μου μιλαει!
"λιποθυμησες ρε?" με ρωτησε καπως αγρια, μα κ καπως ειρωνικα. "σε καταλαβαινω" μου ειπε. "κ εγω, ισως αν ημουν εσυ, να λιποθυμουσα. τσιγαρο θες?" με ρωτησε παλι. δεν ηθελα τιποτα, δεν ηθελα να του μιλησω. ηθελα να ηταν ολα αυτα ενα ονειρο, τιποτα αλλο. η συνεχεια ομως, ηταν ακομα πιο δυσκολη. εκει που νομιζα πως δε γινοταν χειροτερα τα πραγματα, διαψευτηκα ακουγοντας τον να μου λεει τη συνεχεια.
"αυτον που θα σκοτωσεις αγαπητε μου Κ, αυτο το τερας που θα σκοτωσεις, ειναι αυτος που εγω δεν εχω τη δυναμη να σκοτωσω. αυτο το τερας λοιπον, ειμαι ΕΓΩ" μου ειπε.

αμεσως εβαλα τα κλαματα. εκλαιγα σα μικρο παιδι. δε μπορουσε αυτο να συμβαινει σε εμενα, οχι, δε μπορουσε! ο τυπος, αναψε κ αλλο τσιγαρο τραβωντας παλι τις δυο πρωτες τζουρες πολυ βαθια.

"κοιτα, ξερω πως σου ακουστηκε, πιστεψε με ξερω. κοιτα το ομως απο τη θετικη του πλευρα. ατομα σα κ εμενα, δεν αξιζει να υπαρχουν. σκοτωνοντας με, μονο καλο θα κανεις στο ανθρωπινο ειδος. κ,
αν υπαρχει Θεος, οχι μονο δε θα σε δικασει, μα θα σου πει κ μπραβο" μου ειπε.

"σταματα! σταματα επιτελους! τι ειναι αυτα που λες? αφησε με σε παρακαλω! αφησε με!" φωναξα.

εκεινος, αταραχος, συνεχισε να μου μιλα. "μολις με σκοτωσεις, θα φυγεις σα κυριος. θα τηλεφωνησω εγω πριν στην αστυνομια. θα τους πω, πως μεσα σε μια καλυβα, στη κορυφη του λοφου, θα βρειτε το πτωμα μου. κανενας δε θα σε πειραξει, μην ανησυχεις".
"μα τι λες? τι λες? εισαι τρελος?" φωναξα δυνατα. "δε προκειται να το κανω αυτο, με ακους? δε προκειται!"
"θα το κανεις αγαπητε μου Κ, θα το κανεις" ειπε εντελως αταραχος.
"τι σε κανει να το πιστευεις αυτο? ε? τι σε κανει?" του ειπα ουρλιαζοντας.
εκεινος αταραχος μου απαντησε εντελως φυσιολογικα: "περα απο τους λογους που σου ειπα πριν, υπαρχει κ αλλος ενας λογος που με κανει τοσο σιγουρο. ο λογος αυτος, ειναι πως, αν δε με σκοτωσεις, θα σε σκοτωσω εγω! οπως εχεις καταλαβει, αυτο μου ειναι αρκετα ευκολο"
εγω, κλαιγοντας τον εκλιπαρουσα να σταματησει. ματαια ομως. ηταν αποφασισμενος. ηταν σιγουρος για τα λογια του. αμεσως εβγαλε ενα πιστολι απο τη μεσα τσεπη του σακακιου του. "αυτο εδω ειναι. δεν εχεις, παρα να το κολλησεις στο μετωπο μου, κ να πατησεις τη σκανδαλη". αμεσως σηκωθηκε, εβγαλε ενα μαχαιρι κ με ελευθερωσε.
"βλεπω, προσπαθησες να φυγεις, ε?" ειπε κοιτωντας τα γεματα απο το αιμα μου χερια.
εγω δε μιλουσα, δε τον κοιτουσα ουτε στα ματια. εκεινος, πηρε το κινητο του κ τηλεφωνησε στην αστυνομια. τον ακουσα καθως μιλουσε με τη μεταλλικη του φωνη: "εξω απο τη πολη, στο δρομο που οδηγει στο χωριο, λιγο μετα τη πρωτη διασταυρωση υπαρχει ενας χωματοδρομος. εναμιση χιλιομετρο μετα, θα στριψετε δεξια. ο δρομος οδηγει στη κορυφη του λοφου. εκει, βρισκεται μια καλυβα. μεσα θα βρειτε το πτωμα μου" ναι, αυτα ακριβως τα λογια τους ειπε!

"λοιπον, ας μη χανουμε χρονο" μου ειπε επιτακτικα. με σηκωσε ορθιο, εβαλε το πιστολι στο χερι μου. υστερα, επιασε το χερι μου, κ το εβαλε στο μετωπο του. "αντε, μη το σκεφτεσαι, καντο" μου ειπε με αγρια φωνη. εγω ημουν ηδη νεκρος, δε μιλουσα, κοιτουσα μονο το πατωμα της καλυβας. "ξεκινα λοιπον, μια γαμημενη κινηση ειναι! τελειωνε" μου ειπε νευριασμενα!
"σε παρακαλω" ειπα ψελλιζοντας "αφησε με, σε παρακαλω".
εκεινος αγριεψε ακομα πιο πολυ. "σου εξηγησα τους λογους, σου εξηγησα πως θα φυγεις, τι στο διαολο θες τωρα? αντε, τραβα τη γαμημενη σκανδαλη! τωρα!" ειπε ουρλιαζοντας.
"δε μπορω, καταλαβε με" ειπα κλαιγοντας.
ο τυπος αγριεψε ακομα περισσοτερο. "σε λιγα λεπτα θα ερθουν οι μπατσοι, καντο! πατα τη γαμημενη τη σκανδαλη!" ειπε ουρλιαζοντας. εγω ετρεμα, εκλαιγα σα μικρο παιδι. μου κρατουσε το οπλισμενο χερι μου κολλημενο στο μετωπο του.
"ωραια λοιπον, αφου ετσι το θες, ετσι θα γινει" ειπε. εβγαλε αμεσως ενα δευτερο πιστολι. μου το κολλησε στο μετωπο. με το ενα του χερι κρατουσε το δικο μου κολλημενο στο μετωπο του, κ με το αλλο του χερι, ειχε βαλει το δευτερο οπλο στο μετωπο μου. "πατα τη γαμημενη τη σκανδαλη, αλλιως σε σκοτωνω! ακουσες? πατα την" ειπε ουρλιαζοντας! εγω ετρεμα, δεν ειχα κουραγιο. δεν ηθελα, κ δε μπορουσα να τον σκοτωσω. εκεινος αρχισε να αγριευει, πιστεψα οτι θα με σκοτωνε, οτι αυτο θα ηταν το τελος μου. οι σειρηνες απο τα περιπολικα εφταναν τωρα στα αυτια μας, σε λιγο θα ηταν εδω. "κοιτα" μου ειπε αγριεμενα "εχεις ακομα λιγο χρονο. πατησε τη γαμημενη τη σκανδαλη, κ φυγε απο το πισω δρομο. σε λιγα λεπτα θα εισαι στο χωριο. δε θα σε υποπτευθει κανενας. αντε λοιπον, σκοτωσε με!" εγω ετρεμα, ετρεμα ολοκληρος. ακομα κ το χερι μου ετρεμε, παροτι το κρατουσε σφιχτα κολλημενο με το οπλο στο μετωπο του. "αφησε με" μπορεσα να ψελλισω.
εκεινος, λιγο πιο ηρεμος τωρα με παρακαλεσε να τον σκοτωσω, με ικετεψε. ειδα τα ματια του δακρυσμενα, αρχισε να με παρακαλαει. ακουγα τις σειρηνες τωρα πιο δυνατα. σε λιγο ολα θα ειχαν τελειωσει. αυτο μου εδινε κουραγιο. εκεινος τοτε, κρατωντας μου το χερι με το οπλο ακομα κολλημενο στο μετωπο του, γονατισε μπροστα μου. "σε παρακαλω, σκοτωσε με! σε παρακαλω!" μου ειπε κλαιγοντας. εγω, ενας αθωος κ εντιμος ανθρωπος, ημουν ορθιος, στο χερι μου ειχα το πιστολι κολλημενο στο μετωπο του. αυτος, ο κατ'εξακολουθισην δολοφονος, ηταν γονατιστος μπροστα μου. με ικετευε να τον σκοτωσω. εκλαιγε, εκλαιγε σα μικρο παιδι. τωρα εγω ημουν ο ισχυρος! εγω ειχα τη δυναμη να σκοτωσω, μα κ να φυγω. ειχα τη δυναμη να απαλλαξω το κοσμο απο αυτο το τερας! το δαχτυλο μου πατουσε σιγα σιγα τη σκανδαλη. ο τυπος, γονατιστος μπροστα μου περιμενε τη λυτρωση. τα ματια του περιμεναν το τελος.
"συγχωρεσε με" του ειπα κ πατησα τη σκανδαλη.
τα περιπολικα εφτασαν εξω απο τη καλυβα. οπλισμενοι αστυνομικοι βγηκαν αμεσως εξω. μεσα στη καλυβα, ειδαν μια σκια. "ακινητος, ακινητος" φωναξαν. η σκια πηγε προς τη πορτα. την ανοιξε σιγα σιγα. στο χερι της κρατουσε οπλο. σταματησε στο κατωφλι κοιτωντας τους αστυνομικους.

"πετα το οπλο τωρα" του φωναξαν. αυτος χαμογελασε, κ εστρεψε το οπλο στους αστυνομικους. αμεσως το σωμα του χορεψε για λιγα δεπτερολεπτα απο τις σφαιρες που δεχτηκε. υστερα επεσε κατω, πλημμυρισμενος απο τα αιματα. ηταν νεκρος, μα τα ματια του ηταν ανοικτα. ειχε κατι σα χαμογελο στα χειλη του, κατι σαν αισθηση ικανοποιησης. οι αστυνομικοι του πηραν το οπλο απο τα χερια. ενας απο αυτους ειπε στο Διοικητη: "αρχηγε, το οπλο ειναι αδειο!" ο Διοικητης, κοιταξε περιεργα το πτωμα. το κοιταξε βαθια στα ανοικτα του ματια.

"τρελος ειναι? τι ηθελε να κανει?" σκεφτηκε.

αμεσως, ενας αστυνομικος μεσα απο τη καλυβα του ειπε: "αρχηγε, εχουμε κ αλλο νεκρο εδω". προχωρησε γρηγορα μεσα, πηγε στο δευτερο πτωμα. αυτο ηταν πεσμενο στο πατωμα, το κεφαλι του ηταν πανω σε ενα κοκκινο μαξιλαρι. οπως κ τα μυαλα του. στο χερι του, κρατουσε ακομα σφιχτα ενα πιστολι. "περιεργο" ειπε ο Δοιηκητης. "στην εξωπορτα εχουμε εναν νεκρο περιπου πενηντα χρονων, κ μεσα στη καλυβα εχουμε ενα νεκρο περιπου σαραντα χρονων. ποιος ξερει τι εγινε πριν απο λιγο" ειπε.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

"ιδιΦ αμωταΠ οΤ"

αλλη μια νυχτα συγχυσης. αλλη μια νυχτα οπως οι προηγουμενες. ξυπνησα παλι αποτομα. παλι χαραματα, παλι απο τον ιδιο λογο. εξω απο το παραθυρο μου βρισκεται ενα κορακι. ειναι το ιδιο που ερχεται στο μπαλκονι μου τις τελευταιες μερες. βγαζει τον ιδιο απαισιο ηχο, τραγουδαει παλι ενα ασχημο τραγουδι. πολλοι λενε πως αυτο ειναι σημαδι θανατου, δε ξερω αν ειναι αληθεια, ομως φοβαμαι. φοβαμαι το τραγουδι που λεει το κορακι, τις κραυγες που βγαζει. φοβαμαι πως κατι ξερει,
κατι που εγω αδυνατω να αντιληφθω.

αμεσως σηκωθηκα, πηγα τρεχοντας στο μπαλκονι. ηθελα να πιασω το κορακι, να το κανω να σωπασει. δυστυχως, οταν βγηκα εξω, το κορακι εφυγε. καταφερα να δω τη ματια του, μονο αυτο. ποσο παραξενα με κοιταξε! ποσο παραξενα ενιωσα οταν συναντηθηκαν οι ματιες μας! ειμαι σιγουρος πλεον, οτι το κορακι δεν ερχεται τυχαια. οπως κ οσα συμβαινουν γυρω μου το τελευταιο διαστημα, μονο τυχαια δεν ειναι. προσπαθω να τα αποφευγω, να αλλαζω τις σκεψεις μου οταν αυτα εμφανιζονται μπροστα μου. μερικες φορες τα καταφερνω, τις υπολοιπες ομως, η εκαστοτε εμπειρια ειναι τραυματικη.

νευριασμενος πηγα στη κουζινα. θα εφτιαχνα καφε, θα εκαιγα ορισμενα τσιγαρα. ισως ετσι κατορθωνα να ηρεμησω. σκεφτηκα να δω τη μαγεια της στιγμης, τη μαγεια που η νυχτα δινει τη θεση της στη μερα. παρολα αυτα, οσες φορες το εχω προσπαθησει, δε τα εχω καταφερει, αγνωστο γιατι.
καθως μπηκα στη κουζινα, ειδα την αδερφη μου. καθοταν ορθια, πινοντας το καφε της, αναμεσα απο τους καπνους των τσιγαρων της.

-μπα, πως κ εισαι ξυπνια τετοια ωρα? τη ρωτησα. εκεινη συνεχισε να καπνιζει χωρις να μου απαντησει.
σε λιγο θα πρεπει να πιεις το χαπι σου, της ειπα. ειδες τι ειπε ο γιατρος, αυτα δε πρεπει να τα ξεχναμε.
-ασε μας ρε Κ εσυ κ ο γιατρος! ολο λετε, λετε, αμαν πια, κουραστηκα!
-ειναι για το καλο σου, ας μη κανουμε παλι την ιδια κουβεντα σε παρακαλω. εκεινη δεν απαντησε. συνεχισε να καπνιζει, συνεχισε να εχει το βλεμμα της καρφωμενο στο πατωμα.
-δεν εχεις να πεις τιποτα? τη ρωτησα. τραβηξε αλλη μια τζουρα χωρις να μου απαντησει.
-λοιπον, καλο ειναι αφου εισαι ξυπνια, να το πιεις τωρα. μια ωρα πριν δε χαθηκε ο κοσμος της ειπα.
ετσι, εβαλα ενα ποτηρι νερο κ της εδωσα να πιει το χαπι. εκεινη δε μιλησε, κοιτουσε μονο το πατωμα. ασυναισθητα, αρχισα να το κοιτω κ εγω. ειδα το πατωμα να κινειται. να αλλαζει μορφη.

-το βλεπεις? το βλεπεις? τη ρωτησα γεματος φοβο. παλι δε μου μιλησε. κ ομως, το πατωμα αρχισε να αλλαζει. το εβλεπα να γινεται ενα μεγαλο φιδι! εβλεπα τα ματια του φιδιου καθως ερχοταν προς το μερος μου. ηταν κοκκινα, πετουσαν σπιθες! ναι, τα εβλεπα!
-βοηθησε με, σε παρακαλω, βοηθησε με, της ειπα! εκεινη αταραχη, δεν ειπε κουβεντα. το φιδι ερχοταν αργα κατα πανω μου, βγαζοντας περιεργους ηχους.  ειχα παγωσει, πλεον δε μπορουσα να πω κουβεντα. το ενιωθα καθως ανοιγε το στομα του. ενιωθα να ρουφαει τα ποδια μου. ενιωθα τη ζεστη που ειχε μεσα του να με καιει. με καταπινε, κ δε μπορουσα να κανω τιποτα! το πατωμα φιδι με καταπινε!

ολο μου το κορμι τωρα ειναι μεσα στο σωμα του. ουρλιαζω, χωρις να βγαζω ηχο. εχω πλεον χαθει!

ακουω μονο τη φωνη της αδερφης μου: "αγαπημενε μου Κ, ολα ειναι στο μυαλο σου! το πατωμα φιδι ειναι στο μυαλο σου! ακομα κ εγω, ειμαι στο μυαλο σου"

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

"ηχυΤ ςινιοπσεΔ"

δε πιστευω στο: "αμαρτιες γονεων παιδευουσι τεκνα". για την ακριβεια, δε θελω να το πιστευω. ομως το "ρητο" (τουλαχιστον σε εμενα) εχει βγει αληθινο. ολα ξεκινησαν απο το παππου μου, κ πιο συγκεκριμμενα στο μερος οπου καταγομαι, δλδ, στη δεσποινις Ικαρια. ηταν τη δεκαετια του '40, οταν ολη η Ελλαδα ητο υπο Γερμανικη κατοχη.

ολη? οχι! διοτι ενα "χωριο" ανυποταχτων ...Ικαριωτων (για την ακριβεια ολοκληρη η δεσποινις Ικαρια) αντιστεκωταν. οπως το χωριο των Γαλατων στο Αστεριξ δλδ. παροτι οι Γερμανοι, δεν ειχαν πατησει το ποδι τους στη δεσποινις Ικαρια, οι κατοικοι της ζουσαν σαν "ελευθεροι πολιορκημενοι". εξακολουθουσαν να εχουν τη καθημερινοτητα τους, μα ο φοβος της Γερμανικης εισβολης ηταν υπαρκτος. ανα πασα στιγμη μπορουσαν να εισβαλλουν, κ αυτο οι Ικαριωτες το ηξεραν καλα. ομως, ηταν ολοι θαρραλεοι, κ αποφασισμενοι πως τη στιγμη που θα πατουσε Γερμανικο ποδι στο νησι τους, ολοι μα ολοι θα πολεμουσαν γενναια εναντια στο κατακτητη.  Ελευθερια η, θανατος, αυτο πιστευαν. ναι, θα προτιμουσαν να πεθανουν, παρα να υποδουλοθουν. μαζι τους παντα ειχαν οπλα σε περιπτωση εισβολης.
ο παππους μου (Θεος σχωρεστον) ειχε κανει κ κατι αλλο! κατι πιο σημαντικο. στο σπιτι που ζουσε (ενα μεγαλο δυωροφο, στο κεντρο του χωριου), ειχε γεμισει την αποθηκη με εκρηκτικα! ετσι, αν ο μη γενοιτο, ερχοταν η μαυρη ωρα, θα το ανατιναζε! τη μοναδικη του περουσια, θα την ανατιναζε! οχι μονο για να μη πεσει στα χερια των εχθρων, μα για να δωσει (κ αυτος) το εναυσμα της αντεπιθεσης σε ολους τους συγχωριανους του! ετσι λοιπον, με το φοβο της εισβολης, κυλουσε η ζωη τους. ολοι ηταν περηφανοι. αποφασισμενοι να πολεμησουν κ να πεθανουν! ετσι ηταν κ ο παππους μου! το ιδιο, κ ακομα πιο πολυ! ομως η δεσποινις Μοιρα, πολλες φορες παιζει παραξενα παιχνιδια. ετσι, ενα πρωινο, χαραματα για την ακριβεια, ο παππους μου ξυπνησε απο πυροβολισμους. αμεσως σηκωθηκε. πηγε προς το παραθυρο. ειδε κοσμο να τρεχει δεξια κ αριστερα. ακουγε φωνες, ακουγε πυροβολισμους!

"αυτο ηταν, εφτασε η ωρα" ειπε

χωρις να χασει καιρο, σηκωσε τη γιαγια μου (εγκυος στο θειο μου τοτε), πηρε το πατερα μου αγκαλια (ο οποιος ηταν τοτε τεσσαρων ετων) κ βγηκαν απο το σπιτι. χωρις να διστασει ουτε λεπτο, με οση γενναιοτητα ειχε, εκανε αυτο που ειχε αποφασισει. ανατιναξε το σπιτι του! τη μοναδικη του περιουσια! τους κοπους τοσων ετων! εκανε πραγματικοτητα αυτα που πιστευε! δε θα επεφτε το σπιτι του στα χερια του κατακτητη! κ με αυτο το τροπο, εδωσε το εναυσμα της αντεπιθεσης στους συγχωριανους του, της μαχης μεχρι θανατου εναντια στον εχθρο! τι γενναια πραξη! ποσο εξυπνος κ αποφασισμενος ηταν ο παππους μου! ποσοι αραγε θα εκαναν κατι τετοιο στις μερες μας? ουδεις! τη γενναιοτητα του παππου μου, κανεις δε την εχει!

οπως κ την ...ατυχια του! κ αυτο, διοτι οι πυροβολισμοι που ακουσε, ο κοσμος που ειδε να τρεχει δεξια κ αριστερα, δεν ετρεχε επειδη ειχαν εισβαλλει οι Γερμανοι στη δεσποινις Ικαρια. ο κοσμος ετρεχε, φωναζε, οι πυροβολισμοι επεφταν, διοτι  ...ο πολεμος μολις ειχε τελιωσει! ναι, ολα αυτα ηταν πανηγυρισμοι! δυστυχως για το παππου μου, η πραξη του αποδειχθηκε ...ακυρη! κ οχι μονο αυτο, ο κοσμος πισω απο τη πλατη του εκανε σχολια, ελεγε διαφορα πραγματα! κ πως να μη πουν? πως μπορει να ειναι καποιος τοσο "ατυχος" οσο ο παππους μου? ουδεις! κριμα, γιατι η προθεση του παππου μου, η γενναιοτητα του, ο πατριωτισμος του αν θελετε, εφερε το αντιθετο αποτελεσμα! ετσι, ο παππους μου μην μπορωντας να ακουει σχολια πισω απο τη πλατη του, μην αντεχοντας να ακουει γελια πισω απο τη πλατη του, αποφασισε να ...μεταναστευσει.

πηρε την οικογενεια του, κ εγκατασταθηκε στη Βαγδατη! (Βαγδατη λεω τη δεσποινις Αθηνα, με ολο το σεβασμο στους ...Βαγδαταιους για τη παρομοιωση!). εκει πιστευε οτι θα ηταν αγνωστος αναμεσα σε αγνωστους. κ αυτο οχι επειδη η Αθηνα ειχε περισσοτερο πληθυσμο, μα επειδη ειχε απομακρυνθει
απο το νησι του. ομως η Βαγδατη (εμμμ...η δεσποινις Αθηνα ηθελα να πω) καθοτι πρωτευουσα, συγκεντρωνε ολο κ περισσοτερο κοσμο. ετσι, για κακη τυχη του παππου μου, η γενναια (γκουχ γκουχ!!) πραξη του, εμελε να γινει κ εκει γνωστη! κ με αυτο το -συνηθες για την Ελλαδα τροπο του
κουτσομπολιου- το εμαθε κ ο πατερας μου!

βαρια κληρονομια ετυχε στις πλατες του πατερα μου. ενας κομπος ηταν στο λαιμο του το ..."παθημα" του πατερα του. μια σκια που τον ακολουθουσε χρονια. ομως ηταν αποφασισμενος! ηταν αποφασισμενος ο πατερας μου να ξεπλυνει τη ντροπη! οχι με ...πιστολια κ διαφορα τετοια (αλλωστε, ποιον να σκοτωνε?), μα πραττοντας κατι γενναιο! κατι που θα ξεπλενε τη ντροπιαστικη (σορρυ παππου, μα δε μπορω να το πω πιο κοσμια) πραξη του πατερα του! κατι, που θα εκανε ολους να λενε: "να, αυτος ειναι Παμφιλης! τι γενναια φαμιλια!" πραγματι του ετυχε η ευκαιρια να πραξει κατι γενναιο! κατι που θα εδειχνε ποσο γενναιοι ειμαστε εμεις που φερουμε το ονομα "Παμφιλης".
κατι που θα ξεπλενε τη ντροπιαστικη (σορρυ παλι παππου, μα δε μπορω να πω τη πραξη σου ..."ατυχη"!) πραξη του πατερα του! ετσι, μολις εμαθε για το πολεμο του Βιετναμ, χωρις δευτερη σκεψη πηγε κ πολεμησε! οχι μονο για να αποκαταστησει το ονομα μας στη κοινωνια, μα κ για να δειξει οτι ειμαστε πατριωτες! οτι ειμαστε γενναιοι, κ πως, μπροστα στο καλο της Πατριδας μας, δε λογαριαζουμε τιποτα!
κοντα δυο χρονια στις ζουγκλες του Βιετναμ πολεμησε! ειδαν πολλα φρικαλεα πραγματα τα ματια του. εζησε απιστευτες εμπειριες. ομως μπροστα στο καλο της μητερας Πατριδας (οσο κ στην αποκατασταση του ονοματος μας) δε τον ενοιαζε! ηξερε, οτι γυρνωντας πισω, ολοι θα τον αντιμετωπιζαν σαν ηρωα!

ολοι? οχι! διοτι, παροτι ο πατερας μου πολεμησε γενναια, παροτι τραυματιστηκε δυο φορες, δεν εγκατελειψε τη μαχη υπερ της Πατριδος (οοκ, κ υπερ του ονοματος μας) κ, δυστυχως οταν γυρισε, εμαθε οτι η Ελλαδα, δεν ειχε καμια σχεση με το πολεμο του ...Βιετναμ! κριμα! κριμα οι τραυματισμοι του, κριμα η αναποτελεσματικη προσπαθεια αποκαταστασης του ονοματος μας! κριμα ομως κ τα ψυχολογικα προβληματα που απεκτησε απο το χλευασμο των γυρω του οταν εμαθε οτι πολεμησε σε
ξενο πολεμο! επαθε λοιοπον ο πατερας μου οτι ειχε παθει κ ο πατερας του (ο παππους μου δλδ). ετσι ειναι, καλο ειναι οτι κανεις να το σκεφτεις πρωτα. κ αν για το παππου μου υπαρχουν(?) ελαφρυντικα (μολις ειχε ξυπνησει, δεν ειχε ...διαυγεια πνευματος!!) για το πατερα μου δεν υπηρχε ουτε ενα! αποφασισε λοιπον (αφου γιναμε ρεζιλι κ στη πρωτευουσα), να μετακομισει.

μια διαγωνιος η πορεια της οικογενειας μου, που τεμνει την Ελλαδα στα δυο. ετσι λοιπον, απο τη δεσποινις Ικαρια, φτασαμε στη δεσποινις Βαγδατη (Αθηνα, γμτ! Αθηνα!) κ τωρα, η πορεια (κ οχι η ..."ατυχια" του πατερα μου κ του παππου μου!!) μας εφερε στο ...Σπυρονησι! (ετσι ονομαζω τη δεσποινις Κερκυρα).

εγω λοιπον, γνωριζοντας τις "γκριζες ζωνες" της οικογενειας μου, δε θελησα (κ ουτε ειναι στο χαρακτηρα μου) να παρω το αιμα μας πισω! καθολου δε με ενδιεφερε, αληθεια. μα η ζωη ειναι πΟτανα, κ δε ξερεις τι θα σου φερει! παροτι δεν ασχολουμουν με τα "κοινα" (δε με ενδιεφερε
ουτε ..."ποιος κυβερνα αυτο το τοπο") ζουσα οσο πιο ηρεμα μπορουσα! δεν ενοχλουσα κανεναν, ισως απο φοβο μη κανω καμια "κουταμαρα" κ συνεχιστει η ...παραδοση! φευ ομως! πριν μερικα χρονια ειχα κατεβει στη Βαγδατη (Αθηνα γμτ! Αθηνα! μα δε θα το πω σωστα καποια στιγμη? αφου ειμαι ...ετσυπνος, γιατι μπερδευομαι?) .

ειχα ραντεβου κοντα στη πλατεια Συνταγματος με μια κορασιδα. κλασσικα τοτε ηταν η εποχη που κοσμος εκανε διαμαρτυριες (ουδεποτε εκατσα να μαθω το λογο. ειπαμε, κουβαλουσα ενα αμαρτωλο παρελθον απο τη φαμιλια μου). εγω, προχωρουσα αναμεσα στο πληθος που φωναζε, συγκεντρωμενος απολυτα στο ραντεβου μου με τη κορασιδα. ουτε με ενοιαζε ποιοι κ γιατι φωναζαν. "πΛοβρημα τους" ετσι συνηθιζα να λεω.
καθως προχωρουσα αναμεσα στο πληθος, ενας τυπος εμφανιστηκε μπροστα μου. φορουσε κατι ρουχα σα κουρελια, κ μαλιστα μυριζε μια παραξενη μυρωδια η οποια καπως μου φανηκε γνωστη. με σπαστα Εληνικα μου ειπε:

"κυριο, εκεις σπιρτα να μου ντωσει?"

παροτι δεν ηθελα να του μιλησω, μου εκανε κριμα. οπως μου εκανε εντυπωση οτι μου ζητησε σπιρτα. προφανως (σκεφτηκα) απο εμενα ζητησε σπιρτα, απο καποιον αλλο θα ζητησει τσιγαρο. μου εκανε εντυπωση αυτο, το πως καποιος μπορει να ζητησει κατι κρατωντας ομως την αξιοπρεπεια του. δε μου ζητησε τσιγαρο, ηθελε να νιωθει οτι εχει αξιοπρεπεια. το τσιγαρο θα το ζητουσε απο αλλον. εκτιμησα που μου ζητησε μονο σπιρτα, αληθεια. κ σαν ενδειξη σεβασμου (αν μπορω να το πω ετσι), του εδωσα κ τα σπιρτα, κ το καινουριο πακετο απο τσιγαρα που ειχα αγορασει πριν.

"κρατησε τα, δε τα θελω" του ειπα
"οκι, οκι! μονο τα σπιρτα τελω" μου ειπε

αυτο με εκανε να πιστεψω περισσοτερο στην αξιοπρεπεια του. ζητησε μονο τα σπιρτα! επραξε, αυτο που σκεφτηκα.

τριστυχως ομως, η ...κακια η μοιρα χτυπησε κ εμενα! ναι, εμενα που απειχα απο ολα αυτα, λογω του πατερα μου κ του παππου μου. πως να καταλαβω ο καψερος, οτι ο τυπος με τα κουρελια που με πλησιασε, αυτος με τη παραξενη μυρωδια, με τα σπαστα Ελληνικα, αυτος που μου ζητησε μονο σπιρτα, τα ηθελε για να ...αυτοπυρποληθει λιγο μετα στη πλατεια??
εστω κ ετσι, αθελα μου συνεχισα τη παραδοση! πανω που πηγα να ασχοληθω με το τυπο, πανω που ηθελα εστω κ ετσι να τον βοηθησω δινοντας του σπιρτα, πανω που πηγα να κανω ενα μικρο καλο, τα ...μουτεψα!

δεν ασχολουμαι πλεον με τιποτα κ με κανεναν. ελπιζω μονο ο γιος μου να μη συνεχισει τη ...παραδοση! (μακαρι να παρει απο το σοι της μανας του, κ οχι απο το δικο μου!).

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

"ςητκυψαταΚ"

Σηκωθηκα χαραματα, ο πονοκεφαλος που χρονια εχω, εξακολουθουσε να μου τρυπαει το κεφαλι. παρολα αυτα, ειχα κοιμηθει μια χαρα. ειμαι μονος στο σπιτι, οπως μονος ειμαι κ στη ζωη γενικοτερα. πολλοι με λενε "παραξενο" αλλοι με λενε "τρελο". αρκετοι, αν οχι ολοι, με φοβουνται. δε ξερω το λογο. ξερω οτι κανουν λαθος, ξερω οτι εχω σωας τας φρενας μου. εξαλλου, ποιοι ειναι αυτοι που μπορουν να με κρινουν? ειναι μηπως τιποτα εναρετοι ανθρωποι? οχι! σαπιλα μυριζουν απο μακρυα, μα μεταξυ τους κοροιδευουν τους εαυτους τους, υποκρινομενοι οτι ειναι "καλοι ανθρωποι". μονο το γιατρο μου εμπιστευομαι. ειναι ο μονος που μου εχει πει πως το μικρο μου προβλημα, δε θα γινει μεγαλυτερο αρκει να πινω τα χαπια μου. ενα το πρωι, ενα το βραδυ. κατι που εδω κ μηνες τηρω με θρησκευτικη ευλαβεια. μπορει να μη θυμαμαι το προσωπο του γιατρου μου, να εχω θολη την εικονα του στο μυαλο μου, τα χαπια μου ομως δε τα ξεχνω.

προχωρησα κατευθειαν στη κουζινα, κ πιο συγκεκριμενα στο καταψυκτη. μεσα του, ειχα ενα πτωμα. το ειχα ηδη τρεις μερες εκει, χωρις να ξερω ακριβως το λογο. δε θυμαμαι γιατι σκοτωσα. ισως επειδη ειδα στην ακρη ενος ερημου δρομου ενα σωμα, χωρις κανεις να του δινει σημασια, ισως επειδη καποιος συναγερμος κτυπησε μεσα μου οταν το ειδα να κοιμαται στο κρυο. ηταν κατω απο χαρτονια στη προσπαθεια του να ζεσταθει. εβλεπα ποσο γρηγορα κτυπουσε η καρδια του, πως ανεβοκατεβαινε το στηθος του. η ουσια ειναι πως σκοτωσα, η ουσια ειναι πως πηρα την αποφαση που ηθελα να παρω. κ αλλη φορα πιστευω οτι εχω σκοτωσει. συμφωνα με το γιατρο μου ομως, αυτο ηταν απλως μια επιθυμια μου, που μου ειχε γινει καποτε εμμονη. τη διαδικασια που αφαιρεσα τη ζωη, τη πιο σημαντικη στιγμη δηλαδη, δε τη θυμαμαι. κριμα, γιατι αυτη η διαδικασια ειναι η πιο σημαντικη. ο φονος! ομως, μολις ειχα σκοτωσει, χωρις να νιωσω καμια ηδονη. παραξενη αισθηση, τη φανταζομουν εντελως ερωτικη, αντ' αυτου, ειχα ενα κενο κ μερικες λαμψεις στο μυαλο μου. τωρα ειχα το πτωμα στο καταψυκτη μου, χωρις να ξερω τι θα το κανω. στην αρχη ηθελα να σκαψω ενα λακκο κ να το θαψω, μα αυτο δε το εκανα. ο λογος ηταν, πως υποσυνειδητα, ειχα στο μυαλο μου ενα σχεδιο. θα εκανα κατι με το πτωμα, που μεχρι τωρα δεν ειχα κανει.

θα το μαγειρευα, κ θα το ετρωγα! ετσι απλα, χωρις να νιωσω καμια ενοχη. ειχα μαλιστα την εντυπωση πως θα μου αρεσε. δεν εμενε, παρα να δοκιμασω αυτη τη μικρη τελετη! την αποφαση μου, πρεπει να τη πηρα το προηγουμενο βραδυ, λιγο πριν κοιμηθω, μα δεν ειμαι σιγουρος. ισως την ειχα παρει καιρο πριν, σε καποια απο τις κρισεις που με επιαναν συχνα, μα παλι δε μπορω να πω με βεβαιοτητα.
αν μετανιωνω για τη πραξη μου? αν μετανιωνω που σκοτωσα? δε μετανιωνω, οχι, δε μετανιωνω! ποιος μπορει αλλωστε να με κρινει? κανενας! ακομα κ ο Θεος ο ιδιος δε μπορει να με κρινει! υπαρχουν τοσων ειδων φονοι καθημερινα, με τοσες πολλες μορφες, που, αν μη τι αλλο, η δικη μου πραξη ειχε μια εντιμοτητα. ναι, ετσι πιστευω. ο φονος που εκανα ηταν συνειδητος κ εντιμος! ζω σε μια ζουγκλα, αναμεσα σε θηρια. μονο ο πιο δυνατος επιβιωνει, αυτο εμαθα απο μικρος, αυτο εβλεπα γυρω μου. οσο για τους κανονες? τους κανονες, τους βαζω μονο ΕΓΩ!

εβγαλα το παγωμενο πτωμα απο το καταψυκτη, προσεκτικα το αφησα πανω στο τραπεζι. περιμενα να ξεπαγωσει πρωτα, κ μετα να συνεχισω. οση ωρα περιμενα, καπνιζα το ενα τσιγαρο μετα το αλλο. που κ που, σκεπτομουν το πτωμα. ηταν εκει, κοκκαλωμενο πανω στο τραπεζι.
αραγε, οικογενεια εχει? θα λειπει στους δικους του? ζουσε μοναχικη ζωη? θα υπαρχει κανεις να ανησυχει?
πηρα μια βαθια τζουρα καπνου, κ ρωτησα το πτωμα:

"καλημερα, πως αισθανεσαι? πονας πουθενα? κρυωνεις μηπως?" το πτωμα δε μου απαντησε. το ξαναρωτησα, μα παλι απαντηση δε πηρα. αρχισα να εκνευριζομαι.

"καλα, πες εστω μια κουβεντα! απο ευγενεια κ μονο, πες μια κουβεντα! τοσο αγενης εισαι? ε? τοσο?   εγω θελω να ειμαι ευγενικος μαζι σου, κ εσυ δεν απαντας????" του ειπα ουρλιαζοντας. το κεφαλι μου αρχισε παλι να με ποναει. σταματησα να του μιλω. το θεωρησα μεγαλη αγενεια εκ μερους του να μη μου πει εστω μια κουβεντα. απο τα νευρα μου, εριξα μια γροθια στο τοιχο. το χερι μου ματωσε.

"ειδες? ειδες τι εκανες? εισαι ευχαριστημενος τωρα? ε?" του ειπα νευριασμενα.

εκατσα στη καρεκλα κοιτωντας το πτωμα. αναμεσα στους ατελιωτους καπνους απο τα τσιγαρα, με το αιμα που ετρεχε απο το χερι μου, βυθισμενος σε ασπρομαυρες σκεψεις, κοιτουσα το αμιλητο πτωμα. δε ξερω γιατι, μα ηθελα να μου απαντησει.. να μου πει την αποψη του για τη ζωη, πριν βεβαια του την αφαιρεσω. φανταζομαι πως θα με εβριζε αν μπορουσε, η, ακομα χειροτερα θα με σκοτωνε! ομως ο νομος της ζουγκλας ειναι χειροτερος οταν υπαρχει ο ανθρωπινος παραγοντας στη μεση. ξερω, οι ανθρωποι ειναι το χειροτερο ειδος κ το πιο αιμοβορο. κ εγω, ειμαι ενας απο αυτους! ισως να ειμαι κ ο χειροτερος ολων, δε ξερω.

σηκωθηκα μετα απο ωρα. πλησιασα το τραπεζι που ειχα πανω το πτωμα. το κεφαλι του ηταν λιωμενο απο τα χτυπηματα που του εδωσα. ομως τα ματια του παρεμεναν ανοικτα, ποιος ξερει αν εβλεπαν τιποτα, αν καμια εικονα κρατουσε συντροφια στα ματια του! το στομα του επισης ηταν ανοικτο. ειχε μεινει ετσι απο οταν κτυπουσα με μανια τη μεγαλη πετρα στο κεφαλι του. τωρα, τις κραυγες του δε μπορουσε να ακουσει κανενας! οσο φωναξε, φωναξε! ακουμπησα το χερι μου ελαφρα στο δερμα του. ηταν εντελως κρυο, παροτι ο παγος υστερα απο τοση ωρα ειχε φυγει. επιασα τα ποδια του. ηταν κοκκαλωμενα, οπως ολο του το κορμι.

"ωραια λοιπον! ηρθε η ωρα" σκεφτηκα.

πηρα απο το συρταρι ενα μεγαλο κουζινομαχαιρο. το κρατησα σφιχτα στο χερι μου. ειδα την θολη μου εικονα στη λεπιδα του. σε λιγο, το μαχαιρι θα ηταν κοκκινο, βαμμενο απο το αιμα του πτωματος.
σε λιγο, το τραπεζι θα ηταν κοκκινο, βαμμενο κ αυτο απο το αιμα του.
αρχισα σιγα σιγα να το γδερνω. ενιωθα σα τους Ινδιανους οταν εκοβαν το σκαλπ των εχθρων τους. ηταν τοσο ομορφη αισθηση! δε θυμαμαι να ειχα νιωσει ποτε τοσο ομορφα, ουτε οταν του αφαιρουσα τη ζωη! του εγδαρα τα ποδια, κ οταν εφτασα στους αστραγαλους, πηρα ενα πριονι που εχω για τετοιες περιπτωσεις (ασχετα αν δε θυμαμαι να το εχω χρησιμοποιησει ποτε) τους εκοψα.κ τους πεταξα στη σακουλα που ειχα διπλα μου. συνεχισα με το μαχαιρι να καθαριζω τα ποδια. δεν ηθελα να φαω καμια τριχα. θα ηταν μεγαλη αηδια. μπορει να εκανα κ εμετο, δε ξερεις ποσο σιχαμερο ειναι να φας μια τριχα μεχρι να το παθεις. αφου καθαρισα καλα τα ποδια, χωρις να διστασω καθολου, καρφωσα το μαχαιρι στο στηθος του. αρχισα να το κατεβαζω σιγα σιγα, να ανοιγω μια μεγαλη τομη.

"διαολε! παραειναι δυσκολο" ειπα..

ομως συνεχισα, δε σταματησα. αφου του ανοιξα τη κοιλια, ειδα τη ακινητη καρδια του, αυτη που καποτε χτυπουσε δυνατα, αυτη που ειχε για να εκφραζει αυτα που μπορουσε να εκφρασει, να νιωσει οσα μπορουσε να νιωσει. ειδα το σηκωτι του, εβλεπα οσα το πτωμα ειχε μεσα του, χωρις εκεινο να μπορουσε ποτε να δει. ειχα ιδρωσει, ενιωθα να καιγομαι βλεποντας αυτο το θεαμα. ομως μου αρεσε! πολυ μου αρεσε! αυτοματα, αρχισα με τα γυμνα μου χερια, να ξεριζωνω οτι υπηρχε μεσα στη κοιλια του. τα εβγαζα με μανια, σα να ημουν Ιερεας σε καποια παραξενη τελετη. ορισμενα με δυσκολεψαν, απο καπου πρεπει να ηταν δεμενα, κ δεν εβγαιναν ευκολα. η λυσσα μου ηταν τοσο μεγαλη, που δε πτοηθηκα. ισα ισα, το βρηκα ενδιαφερον! εγω ορθιος μπροστα στο τραπεζι, το πτωμα ξαπλωμενο πανω με ανοικτη τη κοιλια, τα χερια μου μεσα του να ξεριζωνουν οσα οργανα ειχε. στο μυαλο μου ακουγα βιομηχανικο επαναλλαμβανομενο ηχο. ακριβως το ειδος της μουσικης που προτιμω σε τετοιες καταστασεις, ασχετα αν τη συγκεκριμενη κατασταση δε θυμαμαι να την εχω  ζησει παλι.

η σακουλα διπλα μου ειχε σχεδον γεμισει. εγω, ανυπομονουσα να φαω κρεας! ειχα μεγαλη αναγκη να δοκιμασω πως ειναι, να δω τη γευση του, να δω πως θα νιωσω! ηταν η πρωτη φορα που το εκανα, παροτι ξερω να μαγειρευω ειχα αγχος στο πως θα το μαγειρεψω. ειχα σκεφτει να το βαλω στη σουβλα, μα δεν ηθελα να με δουν οι γειτονες. ετσι, κατεληξα στη λυση της κατσαρολας.

εκοψα λοιπον κομματια απο το ποδι του, κομματια απο το στηθος του, κ τα εβαλα στη κατσαρολα. περιμενα με ανυπομονησια να ετοιμαστει το κρεας. η ωρα δε περνουσε, για να απασχοληθω απο τη μανια μου να φαω το πτωμα που μαγειρευα, πηρα τα κομματια που ειχα ριξει στη σακκουλα κ τα πηγα στο τζακι. αναψα μια φωτια με τα ξυλα. πανω στη φωτια πεταξα τα κομματια απο το πτωμα. τα ειδα να καιγονται, να γινονται σταχτη. τα μυρισα καθως η φωτια τα ελιωνε. τι ομορφη μυρωδια! απορω πως λενε ορισμενοι πως η μυρωδια καμμενης σαρκας ειναι ανυποφορη! ειναι απιστευτα ομορφη, ακομα κ αν εχει μεινει τρεις μερες στο καταψυκτη! μακαρι να μπορουσα να την ειχα κ σε αρωμα, θα ημουν πολυ χαρουμενος.
αφου καηκαν οι σαρκες κ τα εντοσθια, μαζεψα προσεκτικα τα κοκκαλα. αυτα, θα τα εθαβα κρυφα στο κηπο πισω απο το σπιτι μου. αυτη τη δουλεια θα την εκανα το βραδυ, οταν δε θα μπορουσε να με δει κανενας.

υστερα πηγα στη κουζινα να δω το κρεας στη κατσαρολα. η μυρωδια του μου ανοιγε περισσοτερο την ορεξη. σε λιγο θα το δοκιμαζα! σε λιγο θα ετρωγα το πτωμα που ειχα σκοτωσει!
μεχρι να ετοιμαστει, αρχισα να καθαριζω τη κουζινα. μαζεψα τα κομματια που δε μαγειρεψα, οπως το κεφαλι. που η αληθεια ειναι οτι δεν ηξερα αν ηθελα να το φαω, η, να φαω μονο το μυαλο του. αυτο, θα το αποφασιζα αλλη μερα, αν κ κατι μου ελεγε πως κατα βαθος, ηξερα πως θα το μαγειρεψω κ αυτο. τα εβαλα προσεκτικα στο καταψυκτη. απο πανω εβαλα κατι λαχανικα που ειχα, ωστε να μη φαινεται το κρεας.

σε λιγα λεπτα το φαγητο θα εχει ετοιμαστει. η κουζινα ειναι πεντακαθαρη. εχω βγαλει τα καλα μου μαχαιροπηρουνα, ενα πιατο που ειναι το αγαπημενο μου, κ φυσικα δε λειπει το ακριβο κοκκινο κρασι. πηγα γρηγορα στο υπνοδωματιο. φορεσα το καλο μου κοστουμι. εφτιαξα το μαλλι μου. κοιταχτηκα στο καθρεπτη για λιγο, μα δε μπορουσα να με δω καλα. δεν εδωσα σημασια. πηγα κατευθειαν στο σαλονι. εκλεισα καλα τα παραθυρα, ωστε να μη μπορει κανεις να κοιταξει μεσα στο σπιτι μου. μετα πηγα στη κουζινα. το κρεας ηταν ετοιμο. προσεκτικα το εβαλα στο πιατο. μυριζε τοσο ομορφα! θα εχω αρκετο κρεας να τρωω, σκεφτηκα κοιτωντας το καταψυκτη. πηρα το φαγητο στο σαλονι. εφτιαξα το τραπεζι ολα ηταν ετοιμα να ξεκινησω τη σεμνη τελετη. ελειπε μονο η μουσικη. στο πικαπ εβαλα το δισκο του Μπαχ: "κατα Ματθαιον Παθη". η καταλληλη μουσικη, με το καταλληλο φαγητο. λιγο πριν ξεκινησω να τρωω, εκανα μια προποση:

"Τουτο Εστι Το Σωμα Μου"


Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

"ιαμυοριαιΔ"

χωριζει η ψυχη
απο το σωμα
αντιστροφης πορειας
δρομοι τωρα.

μια αηχη κραυγη
μοναχα βγαζω:

"δεξου Κυριε
τον υπερηφανο Αφεντη διπλα Σου"

σκοτεινιαζει...
ολο κ πιο πολυ σκοτεινιαζει...
ντυνομαι νυχτα
χανομαι...


Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

"ησηνοΔ ηκιμσιεΣ ςηνεθσΑ"

οσο χρονο κανει μια Σκεψη μου να σβησει
       (Αντιστροφος χρονος )
οσο της Καρδιας μου ο αρρυθμος κτυπος διαρκει
       (παγωμενο Μηδεν)
οση η αποσταση ενος Βηματος μου απο τη καρεκλα
       (μια Σκια στο δωματιο)
οσο χρονο κανει το Βλεφαρο μου να ανοιγοκλεισει
       (χωρις Εικονα να δει)
οση η ζεστη στο Λαιμο μου
       (σε γραβατα  απο Σχοινι)
οσο χρονο κανει το Σωμα μου να αιωρειται
       (την ελευθερια Ζητα...)

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

"ηλισαΒ υοιγΑ υοτ ορωΔ οΤ"

ηταν ξημερωματα, παραμονη Πρωτοχρονιας. η πολη, ηταν στολισμενη με πολυχρωμα λαμπακια, με αστερια που αναβοσβηναν. φορουσε τα γιορτινα της, ετοιμη να υποδεχτει το νεο χρονο. λιγο πριν ο κοσμος αρχισει να κατεβαινει στην αγορα για τα Χριστουγεννιατικα ψωνια του, εξω απο ενα ορφανοτροφειο η σκια μιας νεαρης γυναικας εφτασε στην εξωπορτα. με το ενα της χερι κρατουσε ενα παιδι, με το αλλο μια καλαθουνα.

"λοιπον, εσυ περιμενε εδω, μεχρι να ερθει μια καλη κυρια να σας φροντισει. θελω να προσεχεις την αδερφη σου, παντα να τη προσεχεις" ειπε στο αγορι.

το μικρο αγορι, που μολις ειχε ξυπνησει δε καταλαβε ακριβως τι του ειπε η μητερα του. ενιωσε ομως τη ζεστασια της αγκαλιας της, καθως κ του φιλιου της. ενιωσε τα δακρυα στο προσωπο της μητερας του. μετα την ειδε να σκυβει στη καλαθουνα κ να φιλαει την αδερφη του. ηταν η τελευταια φορα που την εβλεπε. μονο την εικονα της να χανεται στο σκοταδι συγκρατησε εντονα. η μητερα απομακρυνθηκε γρηγορα, χωρις πισω να κοιταξει.
η καλαθουνα δεν ειχε τροφιμα για τα παιδια, μητε παιχνιδια. μεσα της ειχε τη μικρη Ν, που ηταν δυο ετων!. ο Κ (που ηταν τριων ετων) μολις εμεινε μονος αρχισε να κλαιει. αμεσως, αρχισε να κλαιει κ η μικρη του αδερφη.

το κλαμα των παιδιων ακουσε η διευθυντρια, νομισε πως ηταν κλαμα απο καποιο παιδι του ιδρυματος. προς μεγαλη της εκπληξη, οταν ανοιξε τη πορτα της αυλης, ειδε δυο μικρα παιδια. το ενα ηταν ορθιο κ εκλαιγε, το αλλο καθοταν στη καλαθουνα. μεσα στη τσεπη του μικρου αγοριου, βρηκε ενα σημειωμα που εγραφε:

" το αγορι το λενε Κ, την αδερφη του τη λενε Ν. σας παρακαλω πολυ, να τα προσεχετε"

η διευθυντρια αμεσως πηρε τα δυο μικρα παιδια μεσα. ειχε τοσα κ τοσα παιδια που μεγαλωναν εκει. τα περισσοτερα τα ειχαν εγκαταλειψει οι γονεις τους γιατι δε τα ηθελαν. ορισμενα απο τα παιδια ηταν στο ορφανοτροφειο λογω φτωχειας, οι γονεις τους δε μπορουσαν να τα μεγαλωσουν.

"κ ομως, υπαρχουν τετοιοι γονεις! αγνωστο πως βρισκουν τη δυναμη να αφησουν τα παιδια τους, ομως αυτο ειναι κατι που συμβαινει συχνα. οσο φτωχος ομως κ να εισαι, πρεπει να εισαι πολυ απελπισμενος για να κανεις κατι τετοιο! ο κοσμος δυστυχως, ετσι εχει μαθει να πραττει. αν υπαρχει Θεος, ας λογοδοτησουν σε Εκεινον οταν ερθει η ωρα" σκεφτηκε η διευθυντρια.

εκει μεσα λοιπον, μεγαλωσε ο Κ με τη μικρη του αδερφη, τη Ν. εν αντιθεσει με τα αλλα παιδια, ο Κ ηταν διαφορετικος. αγαπουσε υπερβολικα την αδερφη του, κ παντα τη προστατευε. ισως η ελλειψη των γονεων τους να τον εκανε υπερπροστατευτικο, εξαλλου ο Κ, δε θυμοταν καλα τους γονεις του. αμυδρα που κ που, σκορπιες εικονες περνουσαν απο το μυαλο του. εικονες, που αλλοτε εδειχναν μια γυναικεια μορφη, αλλοτε μια ανδρικη. δε μπορουσε ομως να διακρινει καλα τα χαρακτηριστικα τους. παντα αυτες οι εικονες ηταν μεσα σε ενα συννεφο ομιχλης. η αδερφη του η Ν, δεν ειχε καμια εικονα, αλλωστε ηταν πολυ μικρη οταν την αφησαν στο ορφανοτροφειο με τον αδερφο της.

ο καιρος περνουσε λοιπον, τα δυο αδερφια επαιζαν συνηθως μαζι, σπανια επαιζαν με τα υπολοιπα. η μικρη Ν, συχνα ρωτουσε τον αδερφο της που ηταν οι γονεις τους. εκεινος, χωρις να ξερει τι να της απαντησει, της ελεγε πως οι γονεις τους ειχαν πεταξει ψηλα στον ουρανο. ομως η μικρη Ν, οπως κ ο Κ, δε το πολυπιστευαν αυτο. ετσι κυλουσε η καθημερινοτητα τους, με το ερωτημα να παραμενει αλυτο.(μερικες φορες, ο σταυρος που κουβαλαμε δεν τελειωνει μονο με τη γεννηση μας. υπαρχουν τοσα κ τοσα πραγματα που μας πονανε, πραγματα που δυσκολα μπορουμε να αντιληφθουμε).

οταν ο Κ ηταν επτα χρονων, η πραγματικοτητα του, αλλαξε παλι. ηταν ξημερωματα παραμονης Πρωτοχρονιας, οταν η μικρη του αδερφη, η Ν, αγνωστο πως, ειχε βγει στο περβαζι του παραθυρου.  εξω εκανε πολυ κρυο. η αδυνατη φιγουρα της με το ασπρο νυκτικο,  βρισκοταν στο περβαζι τωρα κοιτωντας τον ουρανο. μετα απο λιγο, σηκωσε τα χερια της ψηλα, ενιωσε τον αερα να τη φυσαει στα μαυρα της μαλλια, καποια λογια ψυθυρισε, κατι σαν ευχη, εκλεισε  τα ματια, κ ...πεταξε!

ολοι ξυπνησαν απο το θορυβο που εκανε το κορμακι της Ν οταν επεσε στο εδαφος. ο Κ, βγηκε αμεσως στο παραθυρο. ειδε την αδερφη του, πανω στο κρυο τσιμεντο, μεσα σε ενα κοκκινο σεντονι, ακινητη, με τα ματια ανοικτα...

απο τοτε, ο Κ κλειστηκε στον εαυτο του. ολη μερα καθοταν μονος του. οι υπευθυνοι του ιδρυματος, εφεραν ειδικους ψυχολογους, μα κανεις τους δε μπορεσε να κανει καλα το μικρο Κ. για εναν ολοκληρο χρονο, δε μιλησε καθολου, δεν ειπε ουτε μια λεξη. πιο πολυ ζουσε μεσα στο μυαλο του με τα κατεστραμμενα του ονειρα, παρα στη πραγματικη ζωη. για εκεινον ηταν πολυ καλυτερα ετσι, κ ας μην ηθελε να διαλεξει αυτο το δρομο.

τωρα ηταν παλι παραμονη πρωτοχρονιας. ενας χρονος ακριβως απο τη μερα που η αδερφη του αποφασισε να πεταξει. η ατμοσφαιρα στο ιδρυμα ηταν γιορταστικη, τα παιδια ειχαν γραψει γραμματα στον Αγιο Βασιλη ζητωντας του δωρα. ο Κ, μεχρι τοτε δεν ειχε γραψει γραμμα στον Αγιο Βασιλη. ουτε καν για να φερει στην μικρη Ν καποιο δωρο. ισως επειδη αναγκαστηκε να ωριμασει πιο γρηγορα απο τα συνομηλικα παιδια, ισως επειδη αν δεν εχεις γονεις, αν μεγαλωνεις σα ξενος αναμεσα σε ξενους, το δωρο απο καποιον αγνωστο, να μην εχει καμια ιδιαιτερη αξια.

ουτε φετος εγραψε γραμμα, αλλα αγορασε μια κουκλα, την οποια τυλιξε για δωρο. θα την εδινε στον Αγιο Βασιλη, να τη κανει δωρο στην αδερφη του. οταν ολα τα παιδια επεσαν για υπνο, ο Κ, κατεβηκε στο σαλονι του ορφανοτροφειου. εκει, διπλα απο το στολισμενο δεντρο, με τα φωτακια να αναβοσβηνουν, με τις σκιες που εμφανιζονταν στους τοιχους ανα διαστηματα, εκατσε να περιμενει τον Αγιο Βασιλη. παροτι δε πιστευε, κατι μεσα του του ελεγε πως αποψε θα τον συναντουσε. ηθελε τοσο πολυ να του δωσει τη κουκλα για την αδερφη του, που μονο κ μονο αυτη η προσμονη, τον εκανε -εστω για αυτο το βραδυ- να πιστεψει!

καθως καθοταν μονος στο σαλονι, μια λαμψη ειδε εξω απο το παραθυρο. αμεσως πλησιασε να δει καλυτερα. ηταν μια λαμψη που ολοενα κ δυναμωνε. ηταν ο Αγιος Βασιλης! ναι, υπηρχε κ ερχοταν προς το μερος του! η χαρα του Κ -για πρωτη φορα υστερα απο ενα χρονο- ηταν μεγαλη! ειχε ξεχασει πως ειναι να χαιρεσαι! που κ που, πριν αποφασισει η αδερφη του να πεταξει, ειχε νιωσει καποιου ειδους χαρα, αλλα ποτε σα κ αυτη που ενιωθε τωρα! το φως δυναμωνε ολο κ πιο πολυ. καθως εφτασε μπροστα του, σταματησε. πηγε για λιγο προς τα δεξια, μετα λιγο αριστερα, κ υστερα ...χαθηκε! τα παντα σκοτεινιασαν! ο Κ, μονος τωρα στο σκοτεινο σαλονι, με τα λαμπακια απο το δεντρο σβηστα, αρχισε να κλαιει! κρατουσε σφιχτα το δωρο στην αγκαλια του, κ εκλαιγε!

υστερα απο λιγο ομως, το σαλονι φωτιστηκε! ενα δυνατο ασπρο φως, φωτισε τα παντα! μεσα σε αυτο το φως, ο εκπληκτος Κ, διεκρινε τη μορφη της αδερφης του! ναι, ηταν η μικρη Ν, που αδικα ειχε πεταξει ενα χρονο πριν! δακρυσμενος καθως ηταν, πηγε να την αγκαλιασει! ομως η μικρη Ν, του ειπε να μη πλησιασει. του ειπε οτι αυτο ηταν αδυνατο να γινει. ειχε ερθει για να του πει οτι ειναι καλα, οτι δε χρειαζεται να ανησυχει για εκεινη. επισης, του ειπε πως υστερα απο πολλα χρονια, θα συναντηθουνε ξανα! πως θα ειναι μετα, για παντα μαζι! τον παρακαλεσε μονο να μη στεναχωριεται για εκεινη. του ειπε, πως αν τον ενιωθε χαρουμενο, τοτε θα ηταν κ αυτη! ο Κ, συμφωνησε πως θα  προσπαθησει με ολες του τις δυναμεις. της ειπε συγκινημενος, πως της αγορασε μια κουκλα, κ κινησε να της την δωσει. ομως η Ν, του ειπε πως δε γινεται να μπει μαζι της στο φως. τα αδερφια, κοιταχτηκαν για λιγο. η εικονα τους αρχισε να γινεται θολη απο τα δακρυα. δεν ειπαν τιποτε αλλο, κ ας ηθελαν τοσα πολλα να πουν.

υστερα, η Ν, αφου χαμογελασε στο Κ, χαθηκε. το φως εσβησε, εμεινε μονο το σκοταδι που καλυπτε ολο το σαλονι. ο Κ ασυναισθητα κοιταξε εξω απο το παραθυρο. ειδε ενα ασπρο φως να απομακρυνεται γρηγορα, να χανεται αναμεσα στα αστερια! αυτο το φως, ηταν η μικρη του αδερφη! αναμεσα σε ολα τα αστερια, μακρυα απο τις νιφαδες του χιονιου που ειχε αρχισει να πεφτει, ζουσε η  αδερφη του, η μικρη Ν!

τα λαμπακια στο δεντρο ξαφνικα αναψαν μονα τους, αρχισαν παλι να σχηματιζουν τις ιδιες σκιες στους τοιχους. ο Κ, πηγε να παρει απο το τραπεζι το δωρο που ηθελε να δωσει στην αδερφη του, να το κρατησει μαζι του για παντα, κ οταν υστερα απο πολλα χρονια τη συναντουσε, να της το εδινε! ομως, πανω στο τραπεζι δεν υπηρχε κανενα δωρο. η μικρη Ν το ειχε παρει μαζι της!

"πω πω μπαμπα!!!! πολυ ομορφη ιστορια" ειπε η μικρη κοπελλα. "η Ν, εχει το ιδιο ονομα με εμενα, κ ο αδερφος της το ιδιο ονομα με εσενα!" συμπληρωσε εντελως αθωα.

εκεινος, τη σκεπασε καλα, κ αφου τη φιλησε στο μετωπο της ειπε:

 "κοιμησου κορη μου, κ αυριο ο Αγιος Βασιλης θα σου φερει κ εσενα ενα δωρο"

ο πατερας της, δε της ειπε πως εκεινος ηταν ο Κ!. ουτε πως η Ν ηταν η αδερφη του. δε της ειχε πει οτι μεγαλωσε σε ορφανοτροφειο. δε της ειπε βεβαια οτι αυτη η ιστορια ειναι αληθινη! κ οποτε η μικρη του κορη τον ρωτουσε για τον παππου κ τη γιαγια, εκεινος της ελεγε πως ειχαν πεταξει στον ουρανο οταν εκεινος ηταν πολυ μικρος... 

   

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

"ενιαβαιΔ ηχυΤ ςιεχΕ νΑ"

μισητο μου ημερολογιο καλημερα!
δυστυχως, πανω που τοσα χρονια δε πιστευα στη δεσποινις Τυχη (λογω Πανεπιστημιακης μορφωσης), σαν αθωος τη ...πατησα! ηταν πριν λιγες μερες, οταν καθως κοιμομουν ειδα ενα ονειρο(?). ηταν τοσο αληθινο, που δε ξερω αν ηταν απλα η φαντασια μου. ειδα λοιπον, ξαφνικα μεσα στο απολυτο σκοταδι να εμφανιζεται ενα φως! ενα ζεστο φως! αυτο μου εκανε ιδιαιτερη εντυπωση, οχι ομως τοση οσο η συνεχεια του ονειρου(?). μεσα απο αυτο το φως, ειδα τη μορφη του παππου μου (απο αυτον που κλασσικα πηρα κ το ονομα μου). ο παππους μου εχει πεθανει εδω κ χρονια, κ η αληθεια ειναι οτι τον αγαπουσα παρα πολυ. εμφανιστηκε λοιπον στο ονειρο(?) μου, με το κλασσικο μουστακι σα του Χιτλερ που ειχε (αν κ δε ξερω αν το μουστακι το ειχε απο συμπαθεια στο κυριο Αδολφο η ηταν απλως θεμα ...συμπτωσης!) κ με κοιταξε με αυτο το αθωο βλεμμα που με κοιτουσε οσο ηταν εν ζωη.
ολα ηταν τοσο εντονα, σα να ηταν αληθινα. βεβαια, ισως κ να ηταν. μου χαμογελασε, κ μου ειπε 5 αριθμους, συν 1 ακομα.

"ξερεις τι πρεπει να κανεις" μου ειπε, κ χαμογελαστος χαθηκε παλι!

αμεσως ξυπνησα! ηταν ονειρο? μηπως ηταν καποιο Θεικο σημαδι? δεν μπορουσα να καταλαβω! ασυναισθητα σημειωσα τους 5 + 1 αριθμους, κ αποκοιμηθηκα. την επομενη μερα, αφου ξυπνησα ετοιμαστηκα να κατεβω στη πολη. πριν φυγω, προσεξα πανω στο κομοδινο το χαρτι με τους 5 + 1 αριθμους! για καποιο αγνωστο λογο, το εβαλα στη τσεπη μου. προχωρωντας λοιπον στη πολη, σκεφτομουν τι να σημαιναν αυτοι οι αριθμοι. μηπως ηταν κωδικοποιημενη ημερομηνια για το τελος του κοσμου? μηπως, αν τους εκανα γραμματα μου εβγαζαν το ονομα της γιουναικας που θα παντρευτω? με αυτες τις σκεψεις κ διαφορες αλλες σουρεαλιστικες προχωρουσα. το ερωτημα ομως εξακολουθουσε να παραμενει. η αγωνια μου, εξακολουθουσε να παραμενει κ αυτη! καθως εστριψα στο κεντρικο δρομο, εξω απο ενα μαγαζι ειδα συγκεντρωμενο πολυ κοσμο. ποιος ξερει τι ηθελαν ολοι αυτοι εκει? σα κλασσικος (νεο)Ελληνας, πηγα κ εγω με τη σειρα μου να δω τι γινεται. ηταν ολοι μαζεμενοι εξω απο ενα πρακτορειο του ΟΠΑΠ!  τους ακουσα να μιλανε για την αποψινη κληρωση του Joker. το ποσο που μοιραζε, ειχε φτασει τα 7.000.000 ευρω! πολλα λεφτα, δε λεω! οπως; κ το "7" ειναι ο τυχερος μου αριθμος! (αυτο το ...λεω!). κινησα να φυγω, καθως οπως ειπα, η δεσποινις τυχη, ειναι αλλη μια κορασιδα που δυστυχως δε μου ...καθεται! ομως, τη τελευταια στιγμη, θυμηθηκα τους αριθμους που μου ειχε δωσει ο παππους μου το προηγουμενο βραδυ!

"λες να? μπα, αποκλειεται! κ αν? οχι, δε νομιζω! μα, δε χανω κ τιποτα στο κατω κατω" σκεφτηκα.

ετσι λοιπον, πηρα σειρα κ εγω να παιξω ενα δελτιο. οταν καταφερα να το συμπληρωσω (διοτι λογω συγκινησης το χερι μου ετρεμε, συν τα ματια μου που ηταν δακρυσμενα, αναγκαστηκα να γραψω 7 δελτια μεχρι να κατορθωσω να γραψω τους αριθμους χωρις λαθος!), εφυγα με μια παραξενη αισθηση! λες να ειμαι εγω ο τυχερος? παροτι δε πιστευα στη δεσποινις Τυχη, ομολογω οτι ολη τη μερα αυτο σκεφτομουν! μεχρι σε ποσα αυτοκινητα κ σε ποσες κορασιδες θα επενδυσω τα λεφτα μου σκεφτομουν! προσπαθουσα να διωξω τις σκεψεις απο το μυαλο μου, αφου κατα βαθος δε πιστευα(?). ομως, το ονειρο με το παππου μου ειχε αλλαξει τα ...πιστευω μου! ολη η μερα λοιπον συνεχιστηκε με τα ονειρα που εκανα, κ με τη (ματαιη) μαχη να τα διωξω κ να μην ασχολουμαι με αυτα!

το βραδυ λοιπον, η ωρα της κληρωσης με βρηκε μπροστα στη τηλεοραση, με το δελτιο στο χερι, που ειχα παιξει μονο μια στηλη. τους 5 + 1 αριθμους που μου ειχε δωσει ο παππους μου στο ονειρο μου! η κληρωση εγινε κανονικα, οι αριθμοι εμφανιστηκαν κανονικα, κ εγω, δεν ειχα κανεναν απο αυτους τους αριθμους ...κανονικα!!

οχι, δεν εβρισα τη μπουτανα τη Τυχη μου, αλλα μια πικρα την ειχα, δε λεω! ομως, η ιστορια εχει κ συνεχεια. παροτι σταματησα να ασχολουμαι με τους 5 + 1 αριθμους που μου ειχε δωσει απο τον αλλο κοσμο ο παππους μου,  το βραδυ, με το που κοιμηθηκα, ειδα παλι το ιδιο ονειρο! (σχεδον το ιδιο για την ακριβεια).

ειδα παλι λοιπον ενα φως μεσα στο σκοταδι να δυναμωνει! ειδα παλι τη μορφη του παππου μου! μονο που τωρα δεν ειχε την ιδια γαληνη στο προσωπο του. τα μαλλια του ηταν ακαταστατα, το βλεμμα του περιεργο! κατι εδειχνε να τον απασχολει, να του καιει τα σωθικα! ακουσα τη γεματη αγωνια φωνη του να μου λεει:

"τελικα τι εγινε? πιασαμε τιποτα????"