Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

"ςεδίλεΣ"

γυρισα τις σελιδες της ζωης
μου πισω.
ειδα τις ζωγραφιες μου
ξεθωριασμενες

"με ποιο ομορφο τραγουδι
σε πλανεψε η συνηθεια!"

ειδα τα ομορφα μου γραμματα
σβησμενα

"με ποιο ομορφο τραγουδι
σταματησε τον χρονο
οταν ξεκινουσες!"

μια εικονα τωρα με κοιτα
μια φωνη μου γελαει δυνατα
δεν απορω,
εγω ειμαι
παντα εγω ημουν
κ παντα εγω θα ειμαι.

τωρα,
κ αν αλλαξω το δερμα μου
ο θορυβος μεσα στο κεφαλι μου
ποτέ δεν θα φυγει...



Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

"ύολαΚ υοΤ ηθνΑ αΤ"

λενε πως η ζωη, ειναι ωραια. ισως να εχουν δικιο, ισως οχι.
εγω μπορω να μιλησω μονο για την δικη μου ζωη. την ζωη που ζω τωρα, κ που θα ζω για παντα. πολλοι συγχεουν την παρανοια με την πραγματικοτητα, βρισκονται μονιμως σε μια αλλοπροσαλη κατασταση αγχους κ ανασφαλειας. ποσο ομορφα θα ενιωθαν αν μπορουσαν να καταλαβουν την διαφορά!

δεν μπορω να πω οτι κ εγω τα καταφερα ευκολα. οχι, η αληθεια ειναι πως δυσκολευτηκα αρκετα. οπως λενε ομως, μετα την καταιγιδα βγαινει ο Ηλιος. αν κ αργησε σε μενα να βγει, η παρουσια του, το φως του αν θελετε, μου εδειξε τον σωστο δρομο, μου εδειξε πως η πραγματικοτητα ειναι αυτο που εχουμε μεσα μας.

τωρα λοιπον, περπατω στον δρομο. ειναι χειμωνας, περασμενα μεσανυχτα, μαζι μου εχω τις σκεψεις μου, καθως κ την λυση που κραταω σφιχτα στην τσεπη μου. ειναι η μονη που ηταν παντα δίπλα μου, παντα ετοιμη να με ακουσει, να μου δωσει τις συμβουλες της. τι κ αν διαφωνουσαμε συχνα? περασε αρκετος καιρος μεχρι να καταλαβω πως ειχε δικιο. πως παντα θα εχει δικιο.

φτανω στο κεντρο. κανείς δεν προσεχει εναν τυπο ντυμενο στα μαυρα, βασικα κανείς δεν προσεχει κανεναν. αναμεσα σε λούμπεν ατομα βαδιζω. αναμεσα σε πορνες, αναμεσα σε διάφορες φατσες, σε μεθυσμενους που τρεκλιζουν, κ αλλους που κοιμουνται στο πεζοδρομιο καλλυμενοι με χαρτονια.
νιωθω τοσο ανετα αναμεσα τους, παροτι δεν εχω καμία σχεση με αυτους. η δουλεια μου ειναι καθηγητης Πανεπιστημιου, διδασκω κοινωνιολογια. τι δουλεια εχω εγω με αυτους? αυτοι (οπως τους λενε) ειναι μιάσματα, δεν εχουν θεση δίπλα μου. κ ομως, αισθανομαι ανετα. με τις πορνες, τους περιθωριακους κ ολο αυτο το σιναφι, νιωθω καλυτερα κ απο το σπιτι μου, ειδικα αποψε!

στριβω στο πρωτο στενο που βρισκω. ειναι σχεδον ερημο. καθως προχωρω, βλεπω δεξια μου εναν τυπο κοντα εξηντα χρονων, να προσπαθει να κοιμηθει σε ενα αυτοσχεδιο κρεβατι απο κουρελια κ χαρτονια. φτανω δίπλα του. εκεινος με κοιταει με απορια, καθως το μισοσκοταδο δεν τον αφηνει να με δει καλα.

"τι κοιτας ρε?" μου λεει.

εγω απλά του χαμογελασα, δεν του ειπα κουβεντα. εβγαλα το χερι μου απο την καπαρντινα μου. ακομα θυμαμαι την εκφραση του προσωπου του, τα τελευταια του λογια καθως δεν με εβλεπε καλα: "φιλε μην! σε παρακαλω, μην!".

αταραχος συνεχισα τον δρομο μου. μολις του ειχα προσφερει την λυση στα προβληματα του. ηδη ενιωθα ακομα πιο ομορφα, ηδη ενιωθα την ζωη να μου γελα, να εχει μια θαλπωρη το γελιο της!
παρακατω βρηκα δύο νεαρα ατομα, καθισμενα σε ενα παγκακι, με το βλεμμα εστιασμενο στο απειρο. ηταν δύο ναρκομανεις. σταθηκα μπροστα τους. με κοιταξαν στα ματια, χωρις να μου πουν κουβεντα. ισως κ να μην μπορουσαν να με δουν. ομως, οταν εβγαλα το χερι μου απο την τσεπη, η ματιά τους αλλαξε.

"τι ειναι αυτο που κρατας ρε φιλε? τι πας να κάνεις?" μου ειπαν. εγω, απλά τους χαμογελασα.  αταραχος παλι, συνεχισα τον δρομο μου.

ποσο κριμα ειναι ομως! κάποτε ολοι αυτοι ηταν μωρα, κάποτε χαμογελασαν για πρωτη φορα, ειπαν την πρωτη τους λεξη, εκαναν τα πρωτα τους βηματα. ποιος ξερει πότε αλλαζουμε ή πότε βρισκουμε αυτο που πραγματικα ειμαστε? δεν νομιζω ο αστεγος, ή οι ναρκομανεις να ηθελαν να καταληξουν ετσι. καποια στιγμη στην πορεια της ζωης τους, κατι αλλαξε, κατι που δεν καταφεραν να αντιμετωπισουν. τωρα βεβαια ισως ειναι αργα, το μονο που ελπιζω να θυμουνται εντονα, ειναι εμενα ντυμενο στα μαυρα, να βγαζω απο την καπαρντινα μου το χερι. θα θυμουνται βεβαια κ την εκφραση του προσωπου τους, ελπιζω να την θυμουνται. αυτα αλλωστε δυσκολα ξεχνιουνται.

το κρυο ηταν τσουχτερο, προχωρουσα κ τα χνωτα μου θολωναν την ματια μου. ειχα αλλη μία επισκεψη να κανω. μια τελευταια επισκεψη. ηξερα που θα παω, κ ποιαν θα βρω. ηταν μια μελαχρινη κοπελα, περιπου δεκαεπτα ετων. την εβλεπα εδω κ καιρο στο ιδιο σημειο. την εβλεπα να μπαινει σε αυτοκινητα, κ μετα απο ωρα να επιστρεφει. αλλη μια χαμενη περιπτωση, αλλη μια που πηρε τον λαθος δρομο, ισως κ λογω δειλιας. ποιος ξερει τι ατομα ειχε γνωρισει, ποιος ξερει ποσοι ειχαν μπει μεσα της για λιγα λεπτα, πως της ειχαν μιλησει. κ αυτη, καθε βραδυ εκει, να περιμενει τον επομενο πελατη.

καθως την εφθασα, κοντοσταθηκα, ενιωσα αμηχανα. εκεινη, με το που με ειδε, μου χαμογελασε:
"δεκαπεντε ευρω το τεταρτο" μου ειπε. "βεβαια, μπορουμε να διαπραγματευθουμε σε ό,τι θες" συνεχισε.

ηθελα πολυ να την φιλησω, ηταν τοσο ομορφη, τοσο νεα! τα ματια της ελαμπαν καθως ο αερας χαλουσε το μαυρο της μαλλι. δεν της ειπα κουβεντα. στη τσεπη μου κρατουσα σφιχτα την πολυτιμη λυση. την κρατουσα σφιχτα, ζεσταινοντας την. ασυναισθητα, εβγαλα το χερι μου. το εβαλα μπροστα στο προσωπο της. εκεινη, πηρε μια παραξενη ματιά, οπως κ οι προηγουμενοι τρεις τυποι.
αμεσως εβαλε τα γελια. "για μενα ειναι αυτο?" με ρωτησε. κουνησα καταφατικα το κεφαλι. δεν ειπε κουβεντα, παρα μονο γελασε.

βιαστικά απομακρυνθηκα. ηδη, παροτι ενιωθα ομορφα, αρχισα να φοβαμαι. εφτασα στο διαμερισμα μου. αμεσως κλειδωσα την πορτα κ επεσα με τα ρουχα στο κρεβατι. η καρδια μου χτυπουσε δυνατα, φοβομουν οτι όποιος περνουσε απο εξω, θα μπορουσε να την ακουσει. κ ομως, δεν εκανα τιποτα ασχημο, τιποτα κακο. στα τεσσερα ατομα που συναντησα, τους εδειξα τον θανατο. τους εδειξα πως μεσα απο τον θανατο, βγαινει η ζωη, η ζωη που ειναι τοσο ομορφη. προσπαθησα να κοιμηθω, στο μυαλο μου ερχοταν οι εκφρασεις των προσωπων τους καθως εβγαζα το χερι μου απο την καπαρντινα μου. θα καταλαβαν αραγε την κινηση μου?

ελπιζω να την καταλαβαν, το ελπιζω πολυ! ελπιζω να ενιωσαν την δυναμη που ειχαν τα λιγα λουλουδια που εκοψα για να τους προσφερω...


Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

"αιθάκγΑ"

περπατησα
τους δρομους που διαβηκες
συναντησα
τα προσωπα που αφησες

τα δαχτυλα σου
ματωσαν
στα αγκαθια
που σου εδωσα

στο μαυρο των ματιων σου
κολυμπω
μακρυνη η απεναντι οχθη
κ εγω,
κ εγω θα πνιγω

τωρα,
τα ρουχα σου φορεσα
μες την βροχη σου
χαθηκα κ πονεσα
με μια ανασα σε φτανω
κ ομως τωρα,
κ ομως τωρα σε χανω

σου δινω το χερι
κοιτας ενα αστερι
αποψε
θελω να μεινουμε μονοι
εσυ κ εγω
να γινουμε ενα
αποψε
θα κοιμηθω με εμενα.

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

"ονόρΧ νοτΣ αιτνάνΕ αριενΟ"

παραξενα παιχνιδια παιζει η ζωη. πολλοι αδυνατουν να την καταλαβουν, καποιοι, πιο τυχεροι, προσαρμοζονται, κ ευκολα ή δυσκολα γευονται τη χαρα της. καποιοι αλλοι ωστοσο, ειναι διαφορετικοι. οπως ο Κ.

ο Κ, δεν θυμαται τιποτα απο τα επτα πρωτα χρονια της ζωης του. ουτε τους γονεις του, ουτε τα παιδικα του χρονια, ουτε καν το περιβαλλον που μεγαλωσε. ειναι σα να γεννηθηκε επτα χρονων. δεν ηξερε κατα ποσο τον πειραζε αυτο, ισως η συνηθεια μερικες φορες δεν επουλωνει μονο τα τραυματα, αλλά τα εξαφανιζει. οπως εγινε με τον Κ.

ολες οι αναμνησεις του, ολη του η ζωη ξεκινησε ...πιο αργα. παρολα αυτα, αν κ ορφανος, δεν ειχε παραπονο. τωρα, λιγο πριν κλεισει τα ματια του, αναπολουσε το παρελθον του. ηταν ομορφο, φυσιολογικο θα μπορουσε να πει κανείς. σπουδασε, εγινε ενας επιτυχημενος γιατρος. εκανε μια ευτυχισμενη οικογενεια. ακομα θυμοταν το πρωτο του φιλι με την γυναικα του, τη γεννηση του Γ κ της Ν που λατρευε οσο τιποτε αλλο. η αληθινη ευτυχια ολα αυτα τα χρονια, του ειχε φερθει απλοχερα.

πολλοι θα τον ζηλευαν. τι κ αν ειχε μια "μικρη" απωλεια μνημης των πρωτων επτα του χρονων? η συνεχεια του ηταν ιδανικη. παρολα αυτα, παρολες τις ομορφες αναμνησεις, αυτο που πληγωνε τον Κ, ηταν ενα μαχαιρι που του εκοβε λιγο λιγο την καρδια του, που κουβαλουσε πολλα χρονια. οχι, δεν ηταν η απωλεια μνημης των πρωτων επτα χρονων. τι σημασια θα ειχε αλλωστε? η πορεια που κανουμε στο χρονο μετραει, μονο αυτη.

αυτο που εκαιγε την ψυχη του Κ, ηταν οτι ...δεν ηξερε τι ηταν αυτο. ηταν ιδεα του? ηταν καποιος φοβος του ή τιποτα αλλο? τοσα χρονια δεν το ειχε εντοπισει, τοσα χρονια ομως ενιωθε σαν να πεθαινε καθε μερα. ισως αυτο να ειναι το τιμημα της ευτυχιας, ισως ετσι να του εδειχνε ο Θεος πως πρεπει να ειμαστε παντα ταπεινοι κ ευγνωμονες. ο Κ ηταν ταπεινος,.ολη του τη ζωη ηταν. αλλά ο Θεος ξερει καλυτερα. μπροστα του ολοι ειμαστε μικροι, ελαχιστοι, πιο ελαφριοι ακομα κ απο μια σκεψη. τωρα που ζυγωνε η ωρα να συναντησει τον Κυριο του, ο Κ δεν φοβοταν. δεν ειχε λογο. μονο την απορια που του ετρωγε καθημερινα τη ζωη ειχε. τι ηταν αυτο το μαχαιρι στην καρδια του, που σαν ισκιος τον ακολουθουσε παντα.

σιγα σιγα ενιωθε την ανασα του να λιγοστευει. λεπτο με λεπτο γινοταν ολο κ πιο αδυναμη. ηταν θεμα λιγων στιγμων μονο. σε λιγο θα ειχε φυγει. η μονη του σκεψη ηταν να του λυθει η απορια που ειχε τοσα χρονια. ισως ο Θεος να ειχε την λυση.

ο Κ, ενιωσε το σκοταδι να πυκνωνει, ενιωσε την τελευταια του ανασα να φευγει, τα μάτια του να κλεινουν για παντα. ενιωσε κ ενα τελευταιο χαμογελο στο προσωπο του.



αμεσως οι γονεις του αρχιζαν να κλαινε. τα αδερφια του το ιδιο. οι γιατροι εκαναν προσπαθειες να τον επαναφερουν στη ζωη, ομως ηταν ηδη αργα. ο Κ, ειχε φυγει για παντα πανω σε ενα κρεβατι νοσοκομειου. ηταν η δευτερη φορα που εφευγε. η πρωτη ηταν οταν απροσεκτα βγηκε στον δρομο με το ποδηλατο του κ χτυπηθηκε απο διερχομενο αυτοκινητο επτα μηνες πριν. η δευτερη ηταν τωρα.
 οι γονεις του κ τα αδερφια του απαρηγορητοι εβλεπαν τον Κ να φευγει. υστερα απο επτα μηνες που περασε με το ποδηλατο του το δρομο, υστερα απο επτα μηνες σε κωμα, ο Κ εφυγε οριστικα.

παραξενο ποσα πολλα μπορεις να ζησεις σε λιγους μηνες. μπορεις να ζησεις την ζωη σου, κ ακομα περισσοτερα....

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

".Κ υοτ ήωΖ Η"

μεσα στο μισοσκοτεινο δωματιο, κατω απο το φως ενος κεριου, ο Κ εκατσε στο γραφειο του. δεν ηξερε τι ακριβως ηθελε να κανει, μαλλον ηθελε απλά να παρει μια ανασα κ υστερα να ξεφυσηξει δυνατα. τοσο δυνατα, που να χαθει ο κοσμος γυρω του.

αντ'αυτου ομως, πηρε το μολυβι του κ αρχισε να γραφει. σαν μηχανη το χερι του εγραφε, σαν καποια αγνωστη δυναμη να εβγαζε τις πληγες της ψυχης του πανω στο χαρτι.
εγραψε για αρκετη ωρα, μεχρι που χαθηκε ο χρονος, μεχρι που κουραστηκε. υστερα δειλά αποφασισε να δει τι ειχαν τα φυλλα απο χαρτι επανω, τι ειχε γραψει τοσην ωρα το χερι του. τα εριξε ολα στο πατωμα, σαν ενα χαλί ηταν τωρα. σκεφτηκε να του βαλει φωτια, να το καψει να μην μεινει τιποτα. ομως δειλιασε, δειλιασε αρκετα. κοιταξε τα χαρτια αλλά δεν μπορεσε να διαβασει τα γραμματα, ουτε νοημα να βγαλει.

σταθηκε ορθιος, με μια βουτια επεσε μεσα τους. κολυμπησε αρκετα, παλεψε με τα δαιμονισμενα κυματα, πολλες φορες κοντεψε να πνιγει. ενιωσε τα ρουχα του να καιγονται, τα κοκκαλα του να παγωνουν, ακουσε γελια, ακουσε φωνες να κραυγαζουν σε βοηθεια. ειδε προσωπα αγνωστα σε αυτον, μα κ συναμα γνωστα, να τον κοιτανε μεσα στα μάτια. ειδε πολλα χρωματα που ποτέ του δεν ειχε δει. υστερα απο ωρα, κουρασμενος μα κ γυμνος, στεκοταν ορθιος. παραξενο, μα μια φωτια μεσα του ενιωθε να σβηνει. ηταν η ιδια φωτια που τοσα χρονια τον εκαιγε.

ξαπλωσε στο πατωμα πανω στις σελιδες, σαν νεογεννητο μωρο διπλωθηκε, κ αρχισε να κλαιει...


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

"άτπεΛ ούΔ"

η μουσικη μεσα στο club επαιζε δυνατα. σχεδον οσοι ηταν μεσα χορευαν ακαταπαυστα. ορισμενοι, (αναμεσα τους κ εγω) απλά κοιτουσαν τους υπολοιπους.
ειναι η εβδομη φορα που ερχομαι σε αυτο το μερος. δεν ερχομαι για την μουσικη που παιζει, την θεωρω αποκρουστικη. ουτε για τα ατομα που βρισκονται μεσα, τα θεωρω κ αυτα αποκρουστικα. αλλος ειναι ο λογος που εδω κ λιγο καιρο με φερνει σε ενα μερος τοσο αποκρουστικο.

ο λογος βρισκεται στην πιστα τωρα, κ χορευει. χορευει τοσο ομορφα, που ολοι θελοντας κ μη, την κοιτανε. εκεινη το ξερει αυτο, προφανως της αρεσει. η κοπελα θα πρεπει να ειναι περιπου δεκαεπτα χρονων, μελαχρινη με ισιο μαλλι. δεν μπορω να σταματησω να την κοιτω. ειναι τοσο πολυ ομορφη, που ειναι εγκλημα για τους γυρω της. θελω πολυ να την γνωρισω, οχι ομως να της μιλησω. θελω να την γνωρισω με τον τροπο μου. εγω, δεν ειμαι σαν τους αλλους, ειμαι διαφορετικος. ακομα κ μεσα σε τοσα ατομα, αμφιβαλλω αν με εχει προσεξει ποτέ κανείς. αυτο ειναι το πλεονεκτημα μου. καθως η μουσικη παιζει δυνατα, καθως τα φωτα με τυφλωνουν, οι κτυποι της καρδιας μου γινονται ολο κ πιο γρηγοροι. περιμενω την καταλληλη στιγμη. ελπιζω αποψε να ειμαι τυχερος.

πραγματι, μετα απο λιγο η κοπελα κατευθυνεται προς τις τουαλετες. διακριτικα την ακολουθω. προσεξα μονο μηπως με εβλεπε κανείς, γιατι τοτε θα σταματουσα. ομως, οσοι την κοιτουσαν ολη την ωρα καθως χορευε, τωρα απλά την περιμενουν να επιστρεψει στον χορο της.
φτανω εξω απο τις τουαλετες. η κοπελα ειναι μεσα μονη της. ανοιγω την πορτα, κ την κοιτω καθως φτιαχνει τα καταμαυρα μαλλια της.

"τι κάνεις εσυ εδω? αυτες ειναι οι γυναικειες" μου ειπε.

εκλεισα την πορτα χωρις να πω κουβεντα. περασα αναμεσα απο το ιδρωμενο πληθος, απαρατηρητος οπως ειχα μπει. βγηκα εξω στο παγωμενο αερα. περιεργο ποσο εντονα χτυπουσε ακομα η καρδια μου. περιεργο που εστω κ για λιγο, η κοπελα που με ειχε τρελλανει μου μιλησε. καθολου περιεργο που στα δύο λεπτα που εμεινα μαζι της δεν ειπε κουβεντα. καθολου περιεργο που σε λιγο καποιοι θα την εβρισκαν στραγγαλισμενη.

ο αερας εξακολουθουσε να ειναι παγωμενος, η καρδια μου ομως μεσα μου με εκαιγε.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

".πΜ .Ν"

σε τραπουλα
σημαδεμενη
το λαθος χαρτι
ζητησες.
θα εχανες,
το ηξερες,
μα το ζητησες

ποσες φορες
το μακρυνο
το ειχες κοντα σου?
ποσες φορες
το εντονο φως
τυφλωσε
την ματιά σου?

μονος τωρα
κάνεις ευχες απο ψηλα
τα λαθη σου
να μην τα κανουν αλλοι

...καλο ταξιδι θειε...


Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

"άκιΝ-ωκραΝ ςίρωΧ ςίεναΚ-οκραΝ"

δυο διψασμενες καρδιες
τα χερια μου
διψανε ασπρο αιμα

μικρα σημαδια
τα πνευμονια μου
να φτασουν θελουν
ως το τερμα

θα καψω την ανασα μου
μακρυα να ταξιδεψω
απο ψηλα να σας κοιτω
κ να σας κοροιδεψω

ενα ακριβο εισιτηριο
χαραξα στο κορμι μου
να παω στον παραδεισο
εγω κ η ηδονη μου

αυτη ειναι η διαθηκη μου
τιποτα δεν αφηνω
τον κοσμο που μου δωσατε
πισω μου τον αφηνω

μην ψαξετε τα πλουτη μου
χρυσαφι δεν σας δινω
παγο ειχα στην ψυχη
κ μαραμενο κρινο.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

"ατρόΠ"

υπαρχει μια πορτα δίπλα στην ντουλαπα μου. μια πορτα που εδω κ ενα μηνα που ζω σε αυτη τη γκαρσονιερα, δεν εχω ανοιξει ποτέ. ισως να μην την ειχα προσεξει, κατα βαθος ομως ηξερα οτι αυτη η πορτα ηταν παντα εκει. παντα περιμενε να την ανοιξω.

καθε μερα ακουω θορυβους πισω απο την πορτα αυτη. θορυβοι σαν ενα πριονι να κοβει ενα συρμα, αλλες φορες ακουω το κλαμα μικρου παιδιου. καποιες αλλες φορες ακουω το φτερουγισμα των γλαρων. δεν ξερω πως, αλλά το ακουω.

θελω να ανοιξω αυτη την πορτα, αλλά δισταζω, φοβαμαι. φοβαμαι τι μπορει να αντικρυσω.
τωρα ομως θα την ανοιξω. ό,τι κ να γινει θα την ανοιξω. φοβαμαι, αλλά πισω δεν κανω. απλωνω το χερι, ακουμπαω το χερουλι. ειναι παγωμενο. σταματαω, ο φοβος με κυριευει παλι. μια απαισια μυρωδια ερχεται μεσα απο την πορτα, τοσο δυνατη που μου ερχεται εμετος.

πρεπει να την ανοιξω, πρεπει! απλωνω παλι το ιδρωμενο μου χερι στο παγωμενο χερουλι. τα δαχτυλα μου εχουν κοκκαλωσει. προσπαθω να ανοιξω λιγο την πορτα, κ αμεσως εντρομος κανω πισω. βλεπω μονο σκοταδι, τιποτα αλλο. θελω να μπω να δω τι βρισκεται μεσα. προσπαθω να προχωρησω, ομως στεκομαι ακινητος. μονο την απαισια μυρωδια νιωθω να μου τρυπαει την μυτη, να μου λιωνει το μυαλο.

ξαφνικα οι θορυβοι γινονται δυνατοι, πολυ δυνατοι! η πορτα γινεται κομματια. βλεπω ενα δυνατο ασπρο φως. απο μεσα βγαινουν κατι τυποι με παραξενες στολες. τους βλεπω να με κοιτανε κατευθειαν στα μάτια.

προλαβα μονο να ακουσω καποιον απο αυτους να λεει: "αυτος, ειναι νεκρος τουλαχιστον ενα μηνα". 


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

"ήμορδαιΔ ήτσεΖ"

σε ενα σου δακρυ
κολυμπησα
μεχρι να πεσει στο χωμα
πνιγηκα
το χωμα ποτισα
κ υστερα χαθηκα
εστω κ ετσι
για λιγο εζησα
εστω κ ετσι
για λιγο σε ενιωσα...

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

"...αίφοΣ..."

ποιος κοσμος
κρυβεται πισω
απο τα ματια σου?
εχει Ηλιο
να σε φωτιζει?
εχει χωρο
σε μια μικρη σκια
να κρυφτω?
δωσε μου
το χερι σου
φυσαει δυνατα
δωσε μου
το χερι σου
ο αερας
με παιρνει μακρυα
μην με αφησεις
να χαθω...


Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

"...νΗ ήχρΑ νΕ"

"ε, εσυ! ελα εδω" ειπε ο Θεος προς το μερος μας. εμεις τον κοιταξαμε με απορια. "ποιος απο ολους μας?" ρωτησαμε. "εσυ με το μουσι" ειπε δειχνοντας προς το μερος μου. αμεσως σηκωθηκα κ πηγα δίπλα του. ο Θεος καθοταν μπροστα στον υπολογιστη, καπνιζοντας. "λοιπον, ηρθε η σειρα σου. ετοιμασου να φυγεις" μου ειπε πινοντας μια γουλια απο τον φραπε του.
"εμμμ, μηπως μπορω να μαθω που ακριβως θα παω?" ειπα διστακτικα
"παιζει ρολο?" μου απαντησε.
"οχι, κανεναν, απο ...λεπτοτητα ρωτησα" ειπα προσπαθωντας να δειξω ανετος.
"να, κοιτα εδω την οθονη. βλεπεις αυτο το ζευγαρι? σε λιγο θα κανουν ερωτα, κ σε εννια μηνες θα γεννηθεις" μου ειπε.
κοιταξα προσεκτικα την οθονη. ηταν ενα νεο ζευγαρι, η γυναικα ηταν ξαπλωμενη στο κρεβατι, κ ο αντρας της ετοιμαζοταν να ξαπλωσει πλάι της.
δίπλα στην οθονη ειχες διάφορες πληροφοριες, οπως "οικονομικη κατασταση" "υγεια" κλπ.
διστακτικα ρωτησα τον Θεο: "εμμμ, τι τυποι ειναι αυτοι, αν μπορω να ρωτησω φυσικα"
ο Θεος με κοιταξε απορημενος. "ειναι ενα ζευγαρι που αγαπιεται, γιατι ρωτας?"
"απλά ρωταω, δεν υπαρχει λογος" ειπα. ομως ηθελα να μαθω Μερισσοτερα, ηθελα να δω ποιοι θα ειναι οι γονεις μου. δηθεν αδιάφορα ρωτησα τον Θεο αν μπορω να δω την ...οικονομικη κατασταση του ζευγαριου. ευτυχως, Εκεινος χωρις να δωσει μεγαλη σημασια ανοιξε τον σχετικο φακελο. "ομορφα!! ο πατερας σου ειναι εφοπλιστης, κ εσυ θα εισαι το μονοχοπαιδι τους" μου ειπε αναβοντας δευτερο τσιγαρο. ομολογω οτι στο ακουσμα της λεξης "εφοπλιστης" ενα ριγος συγκινησης διαπερασε το κορμι μου. κοιταξα παλι την οθονη. ο μελλοντικος μου πατερας μολις ειχε αγκαλλιασει την μελλοντικη μου μητερα!
ομως ξαφνικα, η μητερα μου του ειπε: "οχι τωρα, σε παρακαλω. εχω πονοκεφαλο".
"γαμωτο" ειπα εγω κ ο Θεος ταυτοχρονα. ο μελλοντικος μου πατερας εκατσε στην μερια του χωρις να πει κουβεντα.
"τωρα?? τωρα τι γινεται?" ειπα εντρομος στον Θεο.
"κερατο μου, αυτο δεν το ειχα προβλεψει" ειπε Εκεινος. "Μεριμενε ομως, οπως σου ειπα ηρθε η σειρα σου".
αρχισε να ψαχνει στον υπολογιστη Του, κ μετα απο λιγα δεπτερολεπτα βρηκε ενα αλλο ζεςυγαρι. με ρωτησε αν μου ...κανουν. απαντησα πως δεν εχω πΛοβρημα, αλλά ελεγα ψεμματα. ηθελα ο πατερας μου να εχει πολλα λεφτα. τι διαολο? μια φορα γεννιεται κανείς, ειναι κριμα να μην εχει το πιο βασικο συστατικο της ...ευτυχιας! δηθεν αδιαφορα ζητησα απο τον Θεο να δω την οικονομικη τους κατασταση. ευτυχως δεν καταλαβε ποσο πολυ με ενοιαζε το θεμα, κ ανοιξε την καρτελα. το ζευγαρι αυτο ομως ...δεν ειχε λεφτα!! ενας κρυος ιδρωτας με ελουσε. δεν ηταν δυνατον να γεννηθω φτωχος! αλί αλί κ τρισαλί ειπα απο μεσα μου. καπως επρεπε να το αναβαλλω.
"καλε Θεουλη, αυτος ο ανθρωπος, παροτι νεος, δειχνει πως σε λιγα χρονια θα εχει καραφλιασει. δεν ειναι κριμα να εχω καραφλα?" τον ρωτησα. ξερω, καπως μηδεν λογος ηταν αυτος, αλλά δεν μπορεσα να σκεφτω κατι καλυτερο.
"δικιο εχεις, ας βρουμε κανενα αλλο ζευγαρι" ειπε ο Θεος. αρχισε παλι να ψαχνει στον υπολογιστη Του. μου εδειξε ενα ζευγαρι, φαινοταν ομως οτι κ αυτοι ηταν φτωχοι. "γαμω την Μπουτανα μου" ειπα
απο μεσα μου. παλι επρεπε να βρω μια δικαιολογια!
"καλε Θεουλη, δεν μοιαζω με κανεναν απο τους γονεις μου" του ειπα
"ε, κ??" με ρωτησε απορημενος
"κριμα δεν ειναι με το που γεννηθω να αρχισει ο ...ψευτης κ αδικος ντουνιάς να λεει διάφορα?" του απαντησα.
"καλα λες, θα βρουμε αλλο ζευγαρι" μου απαντησε ο Θεος. υστερα απο λιγο μου εδειξε ενα αλλο ζευγαρι. ηταν κ οι δύο ομορφοι, κ μαλιστα εμοιαζα του ...μελλοντικου μου πατερα! αθωα(!!) παλι ρωτησα τον Θεο για την οικονομικη τους κατασταση. πραγματι, ο πατερας μου ηταν μεγαλοεργολαβος κ θα εφτιαχνε μεγαλη περιουσια! ενα δακρυ συγκινησης κυλισε στο μαγουλο μου (...τρομαρα μου!).
"δεχομαι!!" απαντησα φωναχτα! ο Θεος με κοιταξε στραβωμενος, "τι δεχεσαι?" με ρωτησε
"εννοω πως ναι, αυτοι πρεπει να ειναι οι γονεις μου. εξαλλου μοιαζω του μελλοντικου μου πατερα" ειπα οσο πιο φυσιολογικα μπορουσα. ο Θεος κοιταξε την οθονη, κοιταξε μετα εμενα κ ...συμφωνησε.
ειδα τον μελλοντικο μου πατερα να αγκαλλιαζει την μητερα μου, αλλά ξαφνικα η μητερα μου του ειπε πως εχει ...πονοκεφαλο!!
"διαολε!!' ειπα μαζι με τον Θεο. ευτυχως, αμεσως μετα ακουσα την μελλοντικη μου μητερα να λεει στον μελλοντικο μου πατερα "ελα, δεν πειραζει, μην στεναχωριεσαι! θα σου ...κατσω! μια ψυχη που ειναι να βγει, ας βγει" του ειπε!
"γιούπιιιι" ειπα παλι μαζι με τον Θεο!!
αμεσως ετοιμασα τις ...βαλιτσες μου! μία πλουσια ζωη με Μεριμενε! ομορφος ημουν, λεφτα ειχα, ε, τι αλλο ηθελα! ηδη στο ενα μου ματι καθρεπτιζονταν κορασσιδες κ στο αλλο μου ματι ...Λοδαρια! τι χαρα!
ευχαριστησα τον Θεο, κ ξεκινησα τις ετοιμασιες της γεννησης μου. εννια μηνες ηταν, οσο ανυπομονος κ να ημουν, ε, του μπουστη, γρηγορα θα περνουσαν!

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

"ςωεσήρΧ ςείγηδΟ"

προχωρα
μην σταματας
τα απλωμενα χερια προσεχε
αυτα
που φορανε χρυσα κοσμηματα
αυτα
που εχουν σκελετωμενα δακτυλα
οσα σε σταματησουν
οσα σου σκισουν τα ρουχα
με το σπαθι σου κοφτα
προχωρα
μην σταματας
το τελος ειναι κοντα
εχεις μια ζωη
μα ισως δεν σου φτασει
προχωρα
το φως θα σβησει
μην σταματας...

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

"αρτσώτοκσογυΜ"

επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
...ενος ανθρωπου το πρωτο
δακρυ, η πρωτη ουλή

επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
...σκουπιδια στον διαβα μου
λερωνουν τα παπουτσια μου

επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
...ηχοι ματωμενων στοματων
μάτια χωρις εικονα

επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
...ηπια απο τις καρδιες σας
το πικρο σας αιμα

επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
...με αγαπη, το εφτυσα
στους ταφους σας

επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
επτα επι δύο,
κ υστερα παλι επι επτα
...ο ευρων αμοιφθησεται.

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

"(?)ςυολέΤ ιρχέΜ ηχάΜ"

μεσα στην καυτη ερημο, εκει που δεν υπηρχε  τιποτα, παρα μονο αμμος, ο Κ, συναντησε την δεσποινις Θλιψη. αλλη μια φορα ακομα που τον επισκεφθηκε, χωρις ποτέ ομως να τον εχει αφησει οριστικα. δεν ειπαν κουβεντα. απλά κοιταχτηκαν. μεσα στην ερημο του πουθενα, κατω απο τον καυτο Ηλιο, ο Κ κοιτουσε στα ματια την δεσποινις Θλιψη. θα μπορουσε να πει καποιος οτι θα της μιλουσε, οτι θα την εδιωχνε απο κοντα του. ομως ο Κ δεν ειπε λεξη. βουβος την κοιτουσε, οταν ξαφνικα ακουστηκε μια πολεμικη ιαχή (...ή κατι τετοιο).

"Αχάιιιιιιιι"

αναμεσα τους, με ενα σαλτο βρεθηκε ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει).
κ οι δύο, εμειναν εκθαμβοι, δεν αρθρωσαν λεξη.

"στον τοπο" ειπε με αυστηρη φωνη ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) στην δεσποινις Θλιψη.
"κανε πισω κανάγια!" του απαντησε εκεινη. ο Κ, τους κοιτουσε με απορια. τι μηδεν ατακες ειπαν κ οι δύο, σκεφτηκε. η πρωτη ατακα ακουστηκε στα αυτια του Κ σαν να ηταν βγαλμενη απο παλια ελληνικη ταινια, ενω η δευτερη, σαν να ηταν βγαλμενη απο εικονογραφημενα περιοδικα, κατι σαν το Μπλεκ δηλαδη.

"ωραια λοιπον! εσυ το θελησες" ειπε ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) στην δεσποινις Θλιψη. με μια κινηση καρατε, εστριψε το ποδι του χτυπωντας την στο προσωπο. ομως η δεσποινις Θλιψη (παροτι κορασιδα, κ μαλιστα χοτ) με μια επιδεξια κινηση απεφυγε το χτυπημα. αμεσως αντεπιτεθηκε. η μαχη ηταν σκληρη κ συντομη. πολλες κινησεις καρατε ελαβαν χωρα, χωρις καμια να βρει τον αντιπαλο. ηταν κατι σαν μπαλετο, χωρις την αρμονια του χορου, με μια πιο ...επιθετικη διαθεση. ο Κ τους κοιτουσε αμηχανος οσο εκεινοι παλευαν (...ή προσπαθουσαν να παλεψουν!). μετα απο λιγη ωρα, ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) σταθηκε στο ενα του ποδι. ειχε σηκωσει ελαφρια προς τα πλαγια το αλλο του ποδι, καθως κ τα χερια του. δεν υπηρχε αμφιβολια, αυτη ηταν η καλυτερη κινηση που ετοιμαζε, η πιο θανατηφορα. κοιταξε την δεσποινις Θλιψη στα ματια. της γελασε ειρωνικα. ηταν σαν να την προκαλουσε να του επιτεθει, να γευτει την νεα του πολεμικη κινηση, που μονος του ειχε ανακαλυψει, οντως ιδιαιτερα περηφανος.
η δεσποινις Θλιψη ομως, δεν φοβηθηκε. ειχε κατσει σχεδον γονατιστη με τα χερια απλωμενα. κατι σαν πανθηρας, λιγο πριν κανει την τελικη του επιθεση.
κοιταχθηκαν για λιγο, κ μετα επιτεθηκαν. ομως δυστυχως, οι κινησεις τους απεδειχθησαν ματαιες. καμια δεν βρηκε τον στοχο. εξαντλημενοι κ οι δύο, σταθηκαν απεναντι βαριανασαινοντας, χωρις να πουν κουβεντα . το ιδιο κ ο Κ, που ηδη ειχε κουραστει. βρηκε μια καρεκλα (παροτι στην μεση της ερημου), κ εκατσε να δει την συνεχεια.

"θα σε νικουσα ανετα, αλλά εχε χαρη που εχτες παραεφαγα, κ ακομα να χωνεψω" της ειπε ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει).
"χα! ας γελασω! εγω θα σε νικουσα ευκολα, αλλά εχε χαρη που ακομα να ξεμεθυσω απο το χθεσινο ξενυχτι" του απαντησε.


κανείς δεν ηξερε με τι τροπο θα συνεχιζοταν η μαχη. ηδη, οι πολεμικες τους τεχνες, δεν εφεραν αποτελεσμα.
τοτε, η δεσποινις Θλιψη, αρχισε να χορευει φλαμενκο (...ή κατι τετοιο ). εκανε τις (γεματες χαρη) φιγουρες της, κοιταζοντας τον καλο Θεουλη (που ομως δεν υπαρχει). εκεινος, ειχε ηδη παραξενευτει πολυ. ομως δεν τα εχασε, με βιρτουοζικες κινησεις, εκανε κ αυτος το δικο του κομματι. η μαχη λοιπον, συνεχιστηκε με άλλα μεσα, πιο ανωδυνα. ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) ητο εξαιρετος χορευτης. οι κινησεις του πηγαζαν απο μεσα του. τις ζουσε εντονα! μαλιστα οταν τελειωνε τις φιγουρες του, χτυπουσε το ποδι στο εδαφος, εκανε συγχρονως μια κινηση με το χερι του, κ σηκωνοντας ελαφρια το κεφαλι του, φωναζε δυνατα "ολέ!!".

παρολα αυτα, νικητης παλι δεν υπηρξε. αποκαμωμενοι κ οι δύο, κοιταζονταν βουβα. ποιος ξερει τι αλλο θα επακολουθουσε! ο Κ, ηδη βαριοταν. ειχε κατσει σταυροποδι, καπνιζε το τσιγαρο του χαζευοντας τους.
τοτε, ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) εκανε κατι που δεν το περιμενε η δεσποινις Θλιψη. αρχισε να της επιτιθεται λεκτικα. με οπλο του την σατιρα κ τον σαρκασμο, εκανε απαξιοτικα σχολια σε εκεινη. η δεσποινις Θλιψη ομως, ητο πολυ γενναια. οχι μονο δεν φοβηθηκε, αλλά περασε στην αντεπιθεση. αρχισε να κανει κ εκεινη παρομοια σχολια.
ο Κ, ειδε οτι η σατιρα κ ο σαρκασμος που εξαπελυαν ο ενας στον αλλον, δεν ειχε κανενα ενδιαφερον. πενταχρονα παιδια, θα εκαναν πιο εξυπνους χαρακτηρισμους. ηδη, οχι μονο ειχε βαρεθει, αλλά συχνα κοιτουσε το ρολόι του να δει τι ωρα ειναι. ευτυχως, μετα απο λιγο καταλαβαν οτι δεν ηταν δυνατον με αυτο τον τροπο να νικησει καποιος. η κουραση τους ειχε καταβαλλει. ο ηλιος της ερημου, τους εκαιγε. ομως, καποιος επρεπε να κερδισει, καποιος επρεπε να χασει! οπότε ...βρηκαν την λυση!

εκατσαν μπροστα σε ενα τραπεζι, αποφασισαν να μονομαχησουν με bras de fer! ακουμπησαν λοιπον τους αγκωνες τους στο τραπεζι, πιανοντας ο ενας την παλαμη του αλλου. όποιος κατεβαζε το χερι του αντιπαλου, θα ηταν ο μεγαλος νικητης! πραγματι ο αγωνας ηταν συναρπαστικος! συναρπαστικος μεν, βαρετος δε! πότε κατεβαζε λιγο το χερι του αντιπαλου ο ενας, πότε ο αλλος. κανείς τους ομως δεν κατορθωνε να ακουμπησει την παλαμη του αλλου στο τραπεζι. τι βογκητα ακουστηκαν, τι προσωπα κοκκινησαν, η ωρα περνουσε αδιάφορα. ο Κ, ειχε βαρεθει πολυ. οχι μονο κοιτουσε το ρολόι του να δει τι ωρα ειναι, αλλά το εβαζε στο αυτι του να δει αν ειχε σταματησει!
πανω στην αγρια αυτη μονομαχια λοιπον, ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) ρωτησε την δεσποινις Θλιψη γιατι επιμενει τοσο πολυ να κανει κακο στον Κ. εκεινη τον κοιταξε με απορία!

"κ ποιος σου ειπε οτι ασχολουμαι με ...δαύτον?" του απαντησε! ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) την κοιταξε απορημενος!
"μα, σας ειδα που κοιταζοσασταν αγρια" της ειπε
"κάνεις λαθος! ουτε που με νοιαζει ποιος ειναι ...εκεινος" του απαντησε
"αληθεια? μα, νομισα οτι..."   
 "να μην νομιζεις!" τον διεκοψε αμεσως η δεσποινις Θλιψη. "εσυ για να τον υπερασπιστεις ηρθες?" τον ρωτησε με απορια. ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει) εδειξε να ξαφνιαζεται.
"εμμμ, να, δηλαδη ...δεν ξερω! αληθεια δεν ξερω! αλλη ορεξη δεν ειχα παρα να ασχοληθω με τον Κ!" της απαντησε.
"ε τοτε, προς τι η μαχη?" τον ρωτησε η δεσποινις Θλιψη
"ελα μου ντε!" της απαντησε ο καλος Θεουλης (που ομως δεν υπαρχει).
"τι λες, παμε να πιουμε κανενα μπυρονι? τον ρωτησε η δεσποινις Θλιψη.
" κ δεν παμε! αδικα χασαμε την ωρα μας με ...δαυτον" της απαντησε!

ο Κ, απορημενος ακουσε τον Λιαδογο τους. δυστυχως, ηταν το μονο μερος που ειχε ενδιαφερον στην ολη μαχη, κ τριστυχως ηταν εναντιον του! βουβος τους ειδε να φευγουν μαζι, αφηνοντας τον μονο του στην ερημο. προλαβε μονο να δει την δεσποινις Θλιψη, να τον κοιταει με ειρωνια λιγο πριν φυγει!


Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

"αμώρΧ υοΜ ςήχυΨ ςηΤ οφρομΟ οΤ"

ο χρονος
κυλισε αθορυβα
τα βηματα της
χαθηκαν στον ερημο δρομο
η ανασα μου
σιγα σιγα εσβησε

...σε μια ταπετσαρια τοιχου πνιγηκα...


Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

"νεθακένΑ"

ειμαι ενα
αγκαθινο στεφανι
όποιος με φορεσει
αιμα θα βγαλει

ειμαι ενα
ηλεκτροφορο συρμα
όποιος με ακουμπησει
σταχτη θα γινει

ειμαι η σφαιρα
στη θαλάμη,
ενα κενο
στο απεραντο τιποτα

ειμαι ο κλεφτης
της ζωης σας
μεσα στο σκοταδι σας
ειμαι το φως μου...

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

"ςόνατνωΖ άκινιλΚ"

μια φωνη
βγαινει απο τα κοκκαλα μου
μια φωνη
ταξιδευει στο αιμα μου
χτυπαει στο κορμι μου
απελπισμενα ψαχνει να ελευθερωθει
μια φωνη
ακουω δυνατα
μια φωνη
που μου φωναζει "Φυγε..."


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

"!ςίατφ ύσΕ !ιχο- !ςίατφ ύσΕ-"

η ατμοσφαιρα μεσα στην αιθουσα αρχισε να βαραινει. καποιοι αρχισαν να δυσανασχετουν. ενας τυπος με δασυτριχο στηθος κ παχυ μουστακι κουνουσε νευρικα το ποδι του. ενας Ιερεας, σηκωθηκε κ πηγε στον πισω τοιχο. σχεδον κολλησε το προσωπο του πανω, κ αρχισε να μουρμουραει. μια χοντρη κυρια (κοντα εξηντα χρονων) εκανε αερα στο προσωπο της με την βενταλια. αλλος, κοιτουσε το ρολοι του, καποιοι, ελυναν τις γραβατες τους. ολοι ηταν ανησυχοι. ηταν θεμα λεπτων να γινει η εκρηξη, να ξεσηκωθουν ολοι κ να αρχισουν να φωναζουν.
πραγματι, ξαφνικα σηκωθηκε καποιος κ αρχισε να φωναζει:

"σταματηστε επιτελους!! σταματηστε!!! σας βαρεθηκα! το ακουτε??? σας βαρεθηκα, δεν αντεχω αλλο!! νομιζετε οτι ηθελα να γινω αυτο που εγινα? ε? αυτο νομιζετε??? λαθος!! η ζωη τα εφερε ετσι κ καταντησα αυτο που καταντησα!! εγω ηθελα να ημουν στο χωριο μου, να σπαιρνω τα χωραφια μου!! το ακουτε??? ε??? δεν ηθελα να ειμαι εδω, να ασχολουμαι με τυπους σαν κ εσας!! δεν αντεχω αλλο, δεν αντεχω αλλοοοο" ειπε κ ετρεξε προς την πορτα.

μαζι του αρχισε να τρεχει κ ο υπολοιπος κοσμος. οσοι εβγαιναν, ετρεχαν σαν τρελοι να φυγουν μακρυα! ασχετα που θα πηγαιναν, δεν τους ενοιαζε, αρκει να φυγουν μακρυα!! καποιοι τραυματιστηκαν στον συνωστισμο, ομως δεν τα παρατησαν. αλλοι, πηδουσαν επανω απο το πληθος, μηπως βγουν εξω πιο γρηγορα. καποιος, προσπαθουσε να βγει εξω με την πλατη (αγνωστο γιατι). ο Ιερεας εξακολουθουσε να μουρμουραει στον τοιχο, ολο κ πιο γρηγορα, ολο κ πιο γρηγορα!
μεσα σε λιγα δεπτερολεπτα, η αιθουσα αδειασε! την αρχη ειχε κανει ο προεδρος του Δικαστηριου, που εσπασε πρωτος, κ τους φωναξε να σταματησουν πριν το σκασει (πιθανως για να παει να σπειρει τα χωραφια του) απο την πορτα.
τωρα, στην αιθουσα του Δικαστηριου ειχε μεινει το ζευγαρι, που εκδικαζοταν η αιτηση διαζυγιου τους λογω ασυμφωνιας χαρακτηρων, κ ο Ιερεας που μουρμουρουσε στον τοιχο, ολο κ πιο γρηγορα!

το ζευγαρι, κατορθωσε μεσα σε μιση ωρα, να προκαλεσει πανικο! μονο οταν ολοι ξεσηκωθηκαν σταματησε να μιλαει! αφου εφυγαν ολοι, κ ειχαν μεινει μονοι τους (μαζι με τον Ιερεα που μουρμουρουσε στον τοιχο) συνεχισαν...

-εσυ φταις!
-οχι, εσυ φταις!
-σταματα!! εσυ φταις!!
-μπα? τι μας λες μωρε? εσυ φταις!!

...κ ο Ιερεας μουρμουρουσε ακαταπαυστα στον τοιχο!


Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

"ατίραγραΜ"

-ελα, μην παραπονιεσαι, παρε αυτη την μαργαριτα
-να την κανω τι?
-να την θαυμασεις, κ αν μπορεις να νιωσεις το αρωμα της
-μα οι μαργαριτες δεν εχουν αρωμα, ειναι απλά λουλουδια
-εχουν αρωμα, απλά εσυ δεν μπορεις να το νιωσεις
-δεν μπορω, διοτι δεν εχουν!
-κ ομως καλε μου, παροτι γεννηθηκαμε μαζι, παροτι θα φυγουμε μαζι, παροτι ζουμε στο ιδιο σωμα,  παντα θα ειμαστε ξενοι. διοτι εσυ εισαι το Μυαλο, ενω εγω ειμαι η Καρδια.


Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

"ίεασΕ"

το μυρμηγκι
εξακολουθουσε
να πολεμαει το λιονταρι.
οχι για να νικησει
ουτε για να ηττηθει
πολεμουσε μονο
για να δειξει
οτι ειναι ζωντανο


Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

"υομόρΤ ςανώγΑ"

λιγα μέτρα τον χωριζαν απο τον τερματισμο. για πρωτη φορα στη ζωη του θα τερματιζε πρωτος. η ασπρη κορδελα τον περιμενε να νιωσει το ιδρωμενο του κορμι για λιγα δεπτερολεπτα. την εβλεπε καθαρα, καθως τον περιμενε. ακουγε τις επευφημιες του κοσμου, τα χειροκροτηματα. χαρουμενα προσωπα του φωναζαν "κουραγιο". η ασπρη κορδελα ερχοταν ολο κ πιο κοντα, ολο κ πιο κοντα. λιγα μέτρα ηθελε. ειχε ακομα δυναμεις, λιγοστες μεν, αλλά αρκετες για να τερματησει πρωτος. το βαρυτιμο τροπαιο τον περιμενε, ηταν ο νικητης!

κανείς δεν καταλαβε γιατι σταματησε. γιατι αφησε να τον περασουν οι υπολοιποι. κανείς δεν καταλαβε γιατι γυρισε, κ αρχισε να τρεχει με οσες δυναμεις ειχε προς την αφετηρια.


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

(2) "οίερταιχυΨ οτσ ηκίλΑ Η"

"ςηκίλΑ ςητ ηλίΦ Η"
-------------------

η Αλικη σηκωθηκε πρωι απο το κρεβατι της. αλλη μια βαρετη μερα την περιμενε. σημερα, δεν θα εβγαινε απο το θαλαμο της, οι γιατροι της το ειχαν απαγορεψει. δεν την ενοιαζε κ τοσο, οσο οτι θα εμενε μεσα παρά τη θεληση της. καθως σηκωθηκε, προχωρησε προς την πορτα. θα εκανε παλι την συνηθισμενη της διαδρομη: τοιχος-πορτα κ το αντιστροφο.
δεν προλαβε να φτασει στη πορτα του θαλαμου της, οταν ειδε δεξια της μια κοπελα. την κοιταξε για λιγο απορημενη, κ υστερα τη ρωτησε ποια ειναι.

-"δεν εχω ονομα" της απαντησε η αλλη χαμογελωντας. "εσενα πως σε λενε?" τη ρωτησε.
η Αλικη ξαφνιαστηκε, δεν την ειχαν ρωτησει ποτέ πως την λενε, ή τουλαχιστον δεν το θυμοταν. παντως, δεν θελησε να της πει πως το ονομα της.
-"ουτε εγω εχω ονομα" της ειπε.
-"θελεις να παιξουμε?" τη ρωτησε. η Αλικη διστασε να απαντησει. πως εφεραν μια κοπελα στο θαλαμο της χωρις να τη ρωτησουν? με ποιο δικαιωμα? αυτος ηταν ο δικος της θαλαμος, κανενος αλλου! τελικα, αφου το σκεφτηκε λιγο, της απαντησε -"ναι, γιατι οχι? αν κ ξερεις, δεν εχω παιχνιδια εδω"
-"μα δεν πειραζει, θα φτιαξουμε μονες μας" της απαντησε η αλλη.
-"ωραια, ελα προς τη μερια μου, ο Ηλιος φωτιζει καλυτερα εκει"
-"θα το ηθελα, αλλά δεν μπορω να φυγω απο εδω"
-"γιατι δεν μπορεις? απο ο,τι βλεπω, δεν εισαι δεμενη στο κρεβατι"
-"δεν γινεται να φυγω απο εδω. μονο εδω υπαρχω. αν θες, ελα να παιξουμε στη μερια μου, κ ας μην ειναι τοσο φωτεινη" της απαντησε χαμογελωντας η κοπελα.

η Αλικη λοιπον, εκατσε μαζι με τη νεα της φιλη κ αρχισαν να ζωγραφιζουν αορατες ζωγραφιες στον αερα. τους φανηκε τοσο αστειο αυτο που εκαναν, που γελουσαν δυνατα. γελουσαν τοσο δυνατα, που ενας γιατρος που ακουσε τα γελια τους, ανοιξε το μικρο παραθυρο της πορτας απορημενος. δεν ξαφνιαστηκε ομως. δεν ξαφνιαστηκε που ειδε την Αλικη μπροστα στο καθρεπτη να κουναει τα χερια της κ να γελαει...


"ςηκίλΑ ςητ ησαρδόπΑ Η"
-------------------------

την Αλικη την κλειδωσαν στο θαλαμο της. υστερα απο λιγα λεπτα εσβησαν τα φωτα. μονο το λιγοστο φως του φεγγαριου εμπαινε στο θαλαμο της, κ αυτο δειλα, καθως τα συννεφα το εκρυβαν. χαρουμενη η Αλικη, σηκωθηκε γρηγορα. πηγε στη γωνια του δωματιου της, εσκυψε κ εβγαλε ενα κομματι απο το τοιχο. τις τελευταιες μερες το εκανε παντα αυτο. εβγαζε το κομματι, κ εμπαινε μεσα στο τοιχο. εκει την περιμεναν καθε βραδυ οι φιλες της. επαιζαν μαζι, γελουσαν, τραγουδουσαν...


"ςηκίλΑ ςητ ησητνάνυΣ Η"
--------------------------

η Αλικη, υστερα απο πολυ καιρο, βρισκοταν εξω στο προαυλιο. δεν μιλουσε με καμία αλλη τροφιμο οσες φορες ηταν εξω. συνηθιζε να κοιταει τα λουλουδια ωρες ολοκληρες, να εισπνεει δυνατα τον αερα, να νιωθει τον Ηλιο να της καιει το κορμι. καθως κοιτουσε προσεχτικα τα λουλουδια, ακουσε πισω της μία φωνη. καποια την φωναζε με το ονομα της. γυρισε κ ειδε μια γρια γυναικα. μια γυναικα που εμοιαζε πολυ στη μητερα της οταν ηταν νεα. μονο που αυτη η γρια, ειχε κατι το απαισιο πανω της, κατι το αποκρουστικο. μαλλον ηταν η ματιά της γριας τοσο σκληρη, που η Αλικη δεν αντεχε να κοιτα. οχι, αποκλειεται να ειναι η μητερα μου σκεφτηκε. μα κ αν ηταν? η μητερα της ειχε αυτοκτονησει οταν ηταν σαραντα χρονων, αλλά για την Αλικη ηταν παντα ζωντανη, κ ας μην την ειχε δει ποτέ αφοτου πεθανε.

-"ποια εισαι?" τη ρωτησε σχεδον βουρκωμενη.
-"δεν με γνωριζεις? δεν ξερεις ποια ειμαι?" της απαντησε η γρια.
-"μηπως εισαι η μητερα μου?" της ειπε η Αλικη σχεδον κλαιγοντας
 -"οχι μικρη μου Αλικη, δεν ειμαι η μητερα σου"
-"κ τότε, ποια εισαι?" την ρωτησε γεματη απορια
-"ειμαι καποια που ξερεις πολυ καλα, αλλά που δεν θα δεις ποτέ" της απαντησε
-"δεν σε καταλαβαινω, ποια εισαι? κ γιατι δεν θα σε δω ποτέ, αφου ηδη σε βλεπω τωρα?" ρωτησε η Αλικη
-"δεν θα με δεις ποτέ, γιατι δεν θα φτασεις στην ηλικια μου" της απαντησε η γρια
-"ποια εισαι? πες μου σε παρακαλω" της ειπε η Αλικη. η γρια γελασε δυνατα, δειχνοντας το χωρις δοντια στομα της.
-"ειμαι εσυ Αλικη!! ειμαι ΕΣΥ!!" της ειπε...


"ςηκίλΑ ςητ αμώρΧ οΤ"
-----------------------

 η Αλικη εδω κ δεκα μερες, βγαινει καθε μερα στο προαύλιο. ο καιρος ειναι καλος, κ η Αλικη θελει να απολαύσει τη βολτα της. ομως, εδω κ τρεις μερες. ειναι καποια που την ακολουθει οπου παει. όποτε βγαινει εξω, η αλλη βρισκεται δίπλα της, πισω της ή κ μπροστα της. την ενοχλει καθως περπαταει, δεν την αφηνει να παει πουθενα μονη της. στην αρχη η Αλικη δεν της ειχε πει τιποτα, ομως τωρα ηταν η τέταρτη μερα, κ αυτη, που ουτε καν ηξερε ποια ειναι, συνεχιζε να περπαταει μαζι της.

"μπορεις να σταματησεις να με ακολουθεις? μπορεις να πας να κατσεις με τις αλλες σε παρακαλω? θελω να μεινω μονη μου" της ειπε η Αλικη.

η αλλη δεν ειπε κουβεντα. στεκοταν ακινητη, χωρις να της μιλησει. καθως συνεχισε τη βολτα της η Αλικη, η αλλη παλι συνεχισε να την ακολουθει. η Αλικη νευριασε, ηθελε να την αποφυγει. μα οσο κ να αλλαζε το βηματισμο της, οπου κ να πηγαινε, η αλλη την ακολουθουσε.

"σε παρακαλω σταματα!! με ακους?? σταματα!! φυγε, χασου απο τα μάτια μου επιτελους!! δεν σε θελω δίπλα μου" της ειπε η Αλικη φωναζοντας. η αλλη τοτε, αρχισε να κουναει παραξενα τα χερια κ τα ποδια της χωρις να της πει κουβεντα.

ενας νοσοκομος που ηταν στο προαύλιο, κοιταξε την Αλικη. ηταν η πρωτη του μερα που δουλευε, κ του εκανε αμεσως εντυπωση η Αλικη. ρωτησε εναν συναδελφο του, τι γινεται με αυτην την κοπελα. ο αλλος του γελασε ειρωνικα κ του ειπε πως ηταν η Αλικη. χρονια ασθενης, χωρις καμια βελτιωση. οταν τον ρωτησε τι κανει τωρα η Αλικη κ σε ποιον φωναζει, ο αλλος του απαντησε πως η Αλικη, τωρα μαλλον τσακωνεται με τη σκια της...


Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

"αρτπόιΔ"

ο Κ, με γρηγορο ρυθμο ανεβηκε στη ταρατσα του κτιριου. στα χερια του κρατουσε σφιχτα μια βαλιτσα. μεσα της ειχε τη λυση των προβληματων του. σταθηκε ακριβως στην ακρη, κ κοιτουσε το κοσμο που περνουσε απο κατω. ο Ηλιος τον εκαιγε στο κορμι του, ομως δεν εδωσε σημασια. ουτως ή αλλως, ειτε μερα ηταν ειτε νυχτα, ο Ηλιος παντα τον εκαιγε.

ανοιξε τη βαλιτσα, κ εβγαλε ενα οπλο. τοποθετησε πανω του την αγαπημενη του διοπτρα, αυτη που τον εκανε να βλεπει τη πραγματικοτητα πιο ωμη απο οτι ηταν, πιο αληθινη.
ξαπλωσε στην ακρη της ταρατσας, κ μεσα απο τη διοπτρα, παρατηρουσε τους περαστικους. καποιοι ισως ελεγαν πως ο Κ κρατουσε το οπλο απο λαθος σημειο, ομως εκεινος ηξερε οτι ετσι ηταν σωστο.

στην αρχη παρατηρησε εναν ο οποίος ειχε πολυ μεγαλο κεφαλι, δυσαναλογο με το σωμα του. το σωμα του εγερνε μπρος πισω καθως προσπαθουσε να κρατησει ισορροπια. θα μπορουσε καλλιστα να ηταν μεθυσμενος ετσι που περπατουσε αν δεν ειχε τοσο μεγαλο κεφαλι. τον κοιταξε για λιγο πριν ρωτησει τη διοπτρα:

-"αυτος ειναι?"
-"οχι" του απαντησε εκεινη.

συνεχισε να κοιτα, προσεξε εναν τυπο που περπατουσε με μπαστουνι. καθολου απιθανο δεν του φανηκε οτι δεν ειχε ποδια, οτι στεκοταν στον αερα, κ παρολα αυτα περπατουσε. ισα ισα, εδειχνε να αιωρειται με ιδιαιτερη χαρη. ηταν σαν να τον εσπρωχνε ο ανεμος, τοσο ομορφα προχωρουσε!

-"μηπως ειναι αυτος?" ξαναρωτησε
-"οχι, ουτε αυτος ειναι. περιμενε κ θα φανει" του απαντησε η διοπτρα.

τωρα προσεξε τη γυναικα σαρανταποδαρουσα, που εσπρωχνε το παιδικο καροτσακι. το παιδι της ηταν ενα ασπρο φαντασμα. προσπαθουσε να παει γρηγορα, μα τα πόδια της μπερδευονταν κ ολο επεφτε κατω. ουτε αυτο του εκανε εντυπωση, παρολα αυτα, ξαναρωτησε τη διοπτρα:

-"μηπως ειναι αυτη?"
-"οχι" του απαντησε ξερα εκεινη.

υστερα ειδε τον ανθρωπο ελατηριο. πηδουσε ολη την ωρα, κ αντι για ποδια κ χερια, ειχε ελατηρια. εκανε παραξενες τουμπες, επαιρνε παραξενες στροφες. εδειχνε να του αρεσει, αν κ η πίκρα του δεν μπορουσε να γινει ευκολα ορατη οπως πηδουσε δεξια κ αριστερα.

-"οχι, δεν ειναι αυτος" τον προλαβε η διοπτρα. "σε λιγο θα τον δεις, θα τον καταλαβεις."

προσεξε επισης, οτι ολοι αυτοι ενω προχωρουσαν, δεν εφευγαν απο εκεινο το μερος. σαν κατι αορατο να τους σταματουσε. ξαφνικα, ειδε ενα τυπο ντυμενο στα μαυρα να περπατα. περπατουσε προς τα πισω ομως, σαν να ηταν κατι φυσιολογικο. κανείς δεν του εδωσε σημασια, ουτε ο ανθρωπος με το τεραστιο κεφαλι, ουτε ο τυπος χωρις ποδια, ουτε η γυναικα σαρανταποδαρουσα, κ ουτε βεβαια ο ανθρωπος ελατηριο.

-"αυτος ειναι ε?" την ρωτησε ανυπομονα
-"αυτος ειναι, περιμενε μονο τη καταλληλη στιγμη. μη βιαστεις" του απαντησε η διοπτρα.

ο τυπος λοιπον που περπατουσε προς τα πισω, ξαφνικα σταματησε. γυρισε προς το μερος του Κ. μολις τον ειδε ο Κ, σαστισε για λιγο. ηταν ιδιος αυτος, ηταν σαν διδυμος αδερφος του.

τοτε εκεινος, ανοιξε τα χερια του, χαμογελωντας κατ'ευθειαν στον Κ. οι τυποι γυρω του, που δεν ειχαν καταφερει να απομακρυνθουν, με ταχυτητα ο ενας μετα τον αλλον, αρχισαν να πεφτουν πανω του. ο τυπος αταραχος, τους απορροφουσε. τα κορμια τους χανοταν μεσα στο δικο του. εκεινος, με τα χερια απλωμενα σε σχημα Σταυρού, εξακολουθυσε να κοιτα χαμογελωντας περιεργα τον Κ.

υστερα, το προσωπο του τυπου πηρε μια αλλη εκφραση. η ματιά του εγινε σκληρη. ακομα κ μεσα απο τη διοπτρα, ο Κ ενιωθε τη ματιά του τυπου να τον διαπερνα σε ολο του το σωμα. απαλά τοτε, ο Κ χάιδεψε τη σκανδαλη, νιωθοντας την κανη του οπλου στο στηθος του να τον πιεζει. ο τυπος, με το παραξενο βλεμμα τον περιμενε.

μια αστραπη εκοψε τον ουρανο στα δύο. ο Κ επεσε κατω νεκρος. το οπλο το κρατουσε στη σωστη θεση τελικα, κ ας ελεγαν καποιοι πως το κρατουσε αναποδα. ο Κ ειναι νεκρος τωρα, στη ταρατσα ενος κτιριου το οποίο ειχε γκρεμιστει ενα μηνα πριν.

ουτε καν μπαζα δεν υπηρχαν πλεον. ηταν ενα κενο, οπως κ η ζωη πολλων απο εσας...


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

"αυρκάΔ"

-"καφε θες?" ρωτησε ψυχρά η Μ τον Κ.
-"βαλε" της απαντησε εκεινος

σημερα ειναι Κυριακη. για τον Κ κ την Μ, ειναι απλά μια μερα σαν ολες τις αλλες. τιποτα διαφορετικο, τιποτα ιδιαιτερο. ο Κ κ η Μ, ειναι μαζι τεσσερα χρονια. απο τις πρωτες μερες τις γνωριμιας τους αποφασισαν να συζησουν. η αγαπη τους ηταν μοναδικη. ποτέ δεν ειχαν τσακωθει, ακομα κ στα προβληματα της καθημερινοτητας, ειχαν το τροπο τους κ τα περνουσαν μαζι. μαζι κ αγκαλιασμενοι. θα ελεγε κανείς πως η αγαπη τους δε μπορουσε να γινει πιο εντονη, πιο δυνατη. κ ομως, πριν δύο περιπου χρονια, οταν η Μ ειπε στον Κ οτι ειναι εγκυος, η αγαπη τους ξεπερασε τον ουρανο. ταξιδεψε στο διαστημα, τοσο μεγαλη ηταν.

πριν ενα χρονο ομως, τα πραγματα αλλαξαν. ζουσαν μαζι, αλλά οι μονες κ ελαχιστες κουβεντες που ελεγαν ηταν τυπικες. μαλιστα, ολο αυτο το διαστημα οι ματιές τους δεν ειχαν συναντηθει ποτέ. η αγαπη τους δεν εσβησε, εξακολουθουσαν να λατρευουν ο ενας τον αλλον. τι κ αν λενε πως η αγαπη νικαει τα παντα? ο Κ κ η Μ πλεον ηταν σαν δύο ξενοι.

ολα αρχισαν, οταν ο δύο μηνων γιος τους, πεθανε στον υπνο του. ετσι ξαφνικα. χωρις κανεναν λογο.

"συμβαινουν αυτα, κουραγιο" αυτες οι λεξεις του γιατρου δεν ειχαν φυγει ποτέ απο το μυαλο τους. ειχαν ριζωσει στη ψυχη τους, οπως κ ο χαμος του γιου τους.

η Μ εβαλε το καφε στο τραπεζι. εκατσε απεναντι απο τον Κ. καθε μερα η ιδια διαδικασια. καθε μερα βουβοι, χωρις να αλλαξουν ουτε μία ματιά. ο καθενας τους, πενθουσε με αυτο το τροπο. πλεον ομως, η αποσταση τους δεν ηταν οση το τραπεζι της κουζινας που τους χωριζε. η αποσταση τους δε μπορουσε να μετρηθει. θα ελεγε κανείς πως ηταν τοσο μεγαλη, σα να ταξιδευαν στο διαστημα σε αντιθετες πορειες.

ο Κ απο τοτε, ποτέ του δε μπηκε στο παιδικο δωματιο. αντιθετα η Μ, καθε μερα καθοταν στο αδειο παιδικο δωματιο. τα παιχνιδια πλεον ηταν μονα. τα παραμυθια, δεν ειχαν κανεναν να τους διηγηθουν τις ομορφες ιστοριες τους.


ετσι, καθως επιναν το καφε τους κ καπνιζαν τα τσιγαρα τους, η ατμοσφαιρα στη κουζινα ειχε γινει θολή. οπως η σχεση τους. ο καπνος δεν ανεβαινε στο ταβανι. δεν εφευγε απο το παραθυρο. καθοταν αναμεσα τους, μη μπορωντας ο ενας να διακρινει τον αλλον. κ ομως, μεσα σε αυτο το συννεφο καπνου, οι ματιές τους συναντηθηκαν! υστερα απο ενα χρονο περιπου, για πρωτη φορα ο Κ κοιταξε την Μ στα μάτια.
κοιταχτηκαν για αρκετη ωρα, χωρις να πουν κουβεντα. ποιος ξερει πως να ενοιωσαν? τι να σκεφτηκαν?
τοτε ο Κ, ζητησε απο τη Μ να ερθει κοντα του. εκεινη σηκωθηκε κ πηγε δίπλα του. της επιασε τα χερια. ποσο του ειχε λειψει αυτο! ποσο ομορφα ενιωθε! το ιδιο κ η Μ.

"ελα, κατσε λιγο στα πόδια μου" της ειπε.
η Μ χωρις να πει λεξη, εκατσε στα πόδια του Κ.

"δε νομιζεις οτι πρεπει να κανουμε μια νεα αρχη?" τη ρωτησε.

ξαφνικα ο καπνος χαθηκε. η Μ αγκαλιασε τον Κ κ αρχισε να κλαιει. αρχισαν να φιλιουνται, τα χειλη τους ειχαν γινει παλι ενα. τα δακρυα τους ειχαν γινει για πρωτη φορα ενα.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

"οίερταιχυΨ οτσ ηκίλΑ Η"


"ςηκίλΑ ςητ ςεβόΓ ιΟ"
------------------------

η Αλικη ειδε ενα περιεργο ονειρο το προηγουμενο βραδυ. ειδε πως για πρωτη φορα στη ζωη της φορουσε γοβες. εκπληκτη οταν ξυπνησε, ειδε πως δεν ηταν ονειρο. στα ποδια της φορουσε δύο ομορφες ασπρες γοβες! με δυσκολια σηκωθηκε απο το κρεβατι. οι γοβες την στενευαν στα ποδια. προσπαθησε να προχωρησει, ομως ο πονος ηταν αβασταχτος. αποφασισε να βγαλει τις γοβες της, ομως ηταν δυσκολο. προσπαθησε με ολη της τη δυναμη. ματωσε τα χερια της κ τα ποδια της. αρχισε να ουρλιαζει. χτυπουσε τα ποδια της δυνατα στο τοιχο για να βγαλει τις γοβες της. υστερα επεσε λιποθυμη.
οι γιατροι την εδεσαν στο κρεβατι. οι νεες της γοβες, θα εμεναν για πολυ καιρο στα ποδια της.



"ςηκίλΑ ςητ ςολίΦ Ο"
-----------------------

αφου νυχτωσε, η Αλικη εβγαλε απο τη τσεπη της το νεο της φιλο. τον ειχε γνωρισει πριν ενα μηνα, κ περνουσε μαζι του τις περισσοτερες ωρες της ημερας, αλλά κυριως της νυχτας. μονη στο θαλαμο της καθως ηταν, ο φιλος της ηταν η μονη της παρηγορια. τον εβαλε πανω στη παλαμη της. με το φως του φεγγαριου που εμπαινε απο το ψηλο παραθυρο τον εβλεπε καθως προσπαθουσε να ξυπνησει.

"ελα, ξυπνα τεμπελη" του ειπε
"μα δεν ειμαι τεμπελης, απλά νυσταζω. ολο το βραδυ μου μιλουσες κ δεν καταφερα να κοιμηθω" της  απαντησε
"εισαι τεμπελακος" του ειπε εκεινη χαμογελωντας του παραξενα.
"οχι, δεν ειμαι" της απαντησε εκεινος. "τελικα, με τη χαρη που σου ζητησα, τι αποφασισες?" τη ρωτησε.
"εισαι τυχερος" του ειπε η Αλικη. "θα σε αφησω να πας σπιτι σου, να δεις την οικογενεια σου"
"αληθεια?" ειπε ο φιλος της με μεγαλη χαρα
"αληθεια" του απαντησε η Αλικη

τον αφησε λοιπον στο πατωμα. εκεινος, αρχισε να τρεχει χαρουμενος που επιτελους ηταν ελευθερος! δεν προλαβε να παει μακρυα. η γυμνη πατουσα της Αλικης τον ελιωσε.



"ςηκίλΑ ςητ αιλθένεΓ αΤ"
---------------------------

ηταν ακριβως δωδεκα χρονια πριν. ιδια ακριβως μερα. η Αλικη χαρουμενη πηγαινε στο σπιτι της. αποψε θα εκανε παρτυ για τα δεκατα ογδοα γενεθλια της. θα εσβηνε τα κερια με την οικογενεια της, κ υστερα θα εβγαινε με τις φιλες της να διασκεδασει.
δεν καταλαβε τι ηταν αυτη η λαμψη που ειδε. δεν ενιωσε το κορμι της στο παγωμενο δρομο. δεν ειδε ποτέ τους γιατρους να της κανουν ενεσεις σε ολο της το κορμι. που κ που μονο, ακουγε φωνες, χωρις να καταλαβαινει τι ελεγαν. στο νεο της κοσμο, η Αλικη ηταν χαρουμενη, κ ας μην γιορτασε τα γενεθλια της.



"ςύοσηΙ ο κ ηκίλΑ Η"
-----------------------

η Αλικη εκατσε στο κρεβατι της. ηταν μονη στο θαλαμο της, χρονια τωρα. πολλες φορες εβρισκε τροπους να "δραπετευει", μα τωρα, εδω κ καιρο δεν μπορουσε να βρει κανεναν. βυθισμενη στις σκεψεις της, παρατηρησε για πρωτη φορα πως στο τοιχο, ηταν κρεμασμενη η εικονα του Ιησου. σταθηκε μπροστα στην εικονα. παρακαλεσε τον Ιησου να τη παρει απο αυτο το μερος, να την ελευθερωσει. τοτε, η εικονα του Ιησου μεγαλωσε, κ καταπιε την Αλικη. στο τοιχο πλεον βρισκεται η εικονα της Αλικης. ελευθερη πλεον, αλλά αιχμαλωτη στον ιδιο θαλαμο.



"ςηκίλΑ ςητ αμμάρΓ οΤ"
--------------------------

"αγαπητημουΜητερααγαπητημουΜητερααγαπητημουΜητερααγαπητημουΜητερααγαπητημουΜητερα"

το κορμι της Αλικης ειχε γεμισει αιματα. λιγο πριν λιποθυμησει το ξυραφακι επεσε απο το χερι της. η μητερα της Αλικης ειχε πεθανει λιγα χρονια πριν. η Αλικη, δεν καταφερε να της δωσει το γραμμα. τη τελευταια στιγμη, οι γιατροι της εσωσαν τη ζωη.



"ςηκίλΑ ςητ ήγυΦ Η"
----------------------

"αν ηταν ζωη, θα ηταν το χωμα. αν ηταν χαρα, θα ηταν οι πετρες. αν ηταν αγαπη, θα ηταν τα φυλλα των λουλουδιων" ειπε η Αλικη.
τα εβαλε ολα μεσα στο κουτι. αυτα ηταν η τουρτα για τα δεκατα ογδοα γενεθλια της. αντι για κερια, εβαλε πανω ενα κομματι ξυλο. τη τελευταια τουφα απο τα μαλλια της την εβαλε για να αναψει το ξυλινο κερι. με χαρα διαπιστωσε πως μετα απο τοσες προσπαθειες, το ξυλινο κερι αναψε.
"μου ευχομαι χρονια μου πολλα" ειπε η Αλικη κ φυσηξε δυνατα.

εδω κ δωδεκα χρονια, η Αλικη προσπαθουσε να γιορτασει τα δεκατα ογδοα γενεθλια της. κλεισμενη σχεδον ολη μερα στο θαλαμο της, τελικα τα καταφερε. υστερα επεσε για υπνο. δεν ξυπνησε ποτέ, οπως ποτέ δεν εφυγε το πρωτο κ μοναδικο χαμογελο απο τα χειλη της.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

"νέδηΜ ςονόρΧ"

η σφαιρα εφυγε με ταχυτητα απο το οπλο.
διεσχισε απιστευτα γρηγορα το δρομο. περασε ξυστα απο ενα περαστικο. με εναν ελιγμο, απεφυγε μια κυρια που εσπρωχνε το παιδικο καροτσι. στη διαδρομη της περασε μεσα απο τα ανοικτα παραθυρα ενος αυτοκινητου. με μια επιδεξια κινηση περασε πανω απο το πουλμαν που μετεφερε τουριστες. στο τελος της συντομης διαδρομης της, καρφωθηκε στο μετωπο ενος τυπου που περιμενε το λεωφορειο.
εκεινος, επεσε κατω με τα ματια ανοικτα. τα μυαλα του χυθηκαν στο πεζοδρομιο. το ιδιο κ το αιμα του. οσοι περιμεναν το λεωφορειο -μαζι κ διάφοροι περαστικοι- βοηθησαν το πεσμενο στο πεζοδρομιο τυπο. οχι, δεν φωναξαν βοηθεια ουτε του εκλεισαν τα ματια. με προσεκτικες κινησεις, εβαλαν τα μυαλα του τυπου μεσα στο κεφαλι. εκεινος, σηκωθηκε σα να μη συνεβη τιποτε. οι γυρω του, συνεχισαν αταραχοι να περιμενουν το λεωφορειο. οι περαστικοι αταραχοι συνεχισαν το δρομο τους.
καθε μερα εδω κ πολυ καιρο, την ιδια παντα ωρα, ο τυπος δεχοταν μια σφαιρα στο κεφαλι του. παντα επεφτε κατω, παντα οι περαστικοι τον βοηθουσαν. ετσι κ τωρα, ετσι κ αυριο κ μεθαυριο. ετσι θα γινοταν παντα, μεχρι ο τυπος να αποφασιζε τελικα να επιβιβαστει στο λεωφορειο.


Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

"ςονόΜ υδάρΒ οτώρΠ"

αποψε
θα φτιαξω ενα κολιε
με τις αναμνησεις μας

αποψε
θα κοιμηθω κατω απο το ταβανι

αποψε
θα κοιμηθω στον αερα

...κ αν εφυγες για παντα μακρυα
   δεν θα σε αφησω ποτέ μονη...


Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

(2/2) "υοΜ ασεΜ ςοάΧ οΤ"

...ομως παλι εκανα λαθος! μεγαλο, κ σύνηθες λαθος! γιατι, μια γυναικεια φωνη με επανεφερε στη πραγματικοτητα:

"Κ, παλι δε προσεχεις στο μαθημα? αν δε τα μαθεις τωρα, δε θα τα μαθεις ποτέ!"

ειναι η δασκαλα μου! μια κοντη γυναικα, με τα μαλλια παντα κοτσιδα, χωρις καθολου θυληκοτητα.

"συγγνωμη κυρια" ειπα

ειμαι στη πρωτη ταξη του δημοτικου. ειμαι ενα παιδι, αλλά οχι οπως τα άλλα. η μητερα μου, ειχε ενημερωσει τη δασκαλα οτι ειμαι λιγο ...διαφορετικος. την ειχα ακουσει να της το λεει, καθως η παροτρυνση της μητερας μου να παω στην αυλη να παιξω με τους συμμαθητες μου, ηταν ικανη μονο μεχρι να βγω απο την αιθουσα κ να ακουω (στα κρυφα) τι ελεγαν. ηταν μια ασχημη στιγμη για εμενα. αισθανομουν οτι με εβλεπαν σα ζωο που ζητουσε βοηθεια. ομως εγω δεν ειμαι ζωο, κ πανω απο ολα, δε ζηταω βοηθεια απο κανεναν. πρωτη φορα ενιωσα μίσος στη ζωη μου. μίσος για τη μητερα μου, αλλά περισσοτερο για τη δασκαλα μου. μαλιστα, ειχα φτιαξει σχεδιο να σκοτωσω τη δασκαλα μου. τελειο σχεδιο, εκτος απο μια λεπτομερεια: δεν ειχα υπολογισει ποσο δειλος ειμαι! δυστυχως δειλιασα! ομως ακομα δεν εχω ξεπερασει τη πικρα μου.
καθησα λοιπον κ ακουγα τη δασκαλα να μας μιλαει για αδιαφορα πραγματα, εβλεπα τους συμμαθητες μου αδιαφορα, μεχρι που βαρεθηκα! αποφασισα λοιπον να κανω κατι που εκανα συχνα: να δραπετευσω! με το δικο μου τροπο ομως! ετσι, ανοιξα τα χερια μου, κ αρχισα να πεταω! πεταξα πανω
απο τα κεφαλια των συμμαθητων μου, πανω απο τη δασκαλα! κανείς δε μου εδωσε σημασια, ομως εγω πετουσα! εκατσα για λιγο στη γωνια του ταβανιου κ τους κοιτουσα. τι ομορφο θεαμα! ποσο μικροι εδειχναν στα μάτια μου! βαρεθηκα γρηγορα ομως, κ κατεβηκα κατω. πηγα μεχρι το καθρεπτη που εχουμε στη ταξη. με κοιταξα. εχω μαυρο σγουρο μαλλι, κ γενικα ειμαι συμπαθητικο παιδι! εκλεισα τα μάτια μου κ τα ανοιξα  παλι. τωρα ειδα μπροστα μου ενα τυπο κοντα τριαντα χρονων με μουσια! αρχισα να κλεινω τα μάτια μου, κ καθε λιγο εβλεπα αλλο προσωπο στο καθρεπτη! ποσο αστειο το βρηκα! ποσο πολυ γελασα!

ομως το γελιο μου δε κρατησε πολυ. ειδα τη πορτα να ανοιγει. ειδα ενα τυπο ντυμενο στα ασπρα να με πλησιαζει. να σκυβει πανω μου, να βαζει τα χερια του γυρω μου, να με σηκωνει! ναι, με εβαλε σε καροτσι! σε αναπηρικο καροτσι! στο δικο μου καροτσι! με πηγε σε ενα μερος κ με αφησε εκει για ωρα. ή μαλλον ...για ωρες! ή μηπως για ...μερες? δε μπορουσα να καταλαβω. εβλεπα το απολυτο κενο, εβλεπα σχηματα κ χρωματα, αυτο θυμαμαι! οπως επισης θυμαμαι, οτι το περιβαλλον γυρω μου
σκοτεινιαζε σιγα σιγα! οτι εγιναν ολα μαυρα! δε φοβηθηκα, απλά μου εκανε εντυπωση. οπως μου εκανε εντυπωση οτι ημουν μεσα σε νερο! σε ζεστο νερο! μου αρεσε αυτη η αισθηση, δε την ειχα ζησει ποτέ ως τωρα. προσεξα οτι στο απεραντο σκοταδι, υπηρχε ενα αστερι. ενα μικρο αστερι, που οσο το κοιτουσα, τοσο εσβηνε. αρχισα να το κοιταζω με την ακρη του ματιου μου. δεν ηξερα γιατι, αλλά αρχισα να το φοβαμαι! το φως του ομως, ολο δυναμωνε! το κρυο, επισης δυναμωνε! αρχισα να μη νιωθω καλα, αρχισα να φοβαμαι, να φοβαμαι πολυ! μεχρι που φωτιστηκα ολοκληρος! αρχισα να κλαιω δυνατα! με οση δυναμη ειχα εκλαιγα! δεν ηθελα να βγω απο το ζεστο μερος που ημουν, δεν ηθελα!

"αυτο ηταν! μολις γεννησατε ενα αγορακι!" ...ειπε ο γιατρος στη μητερα μου!

με εβαλε αμεσως στην αγκαλια της, ενιωσα τα χερια της να με αγκαλιαζουν! ηρεμησα, σταματησα να κλαιω, ενιωθα ομορφα! η μητερα μου εμεινε στο νοσοκομειο δεκαπεντε μερες. η τομη της καισαρικης, παρουσιασε προβληματα. ευτυχως για εκεινη, δεν ηταν σοβαρο. σοβαρη ομως ηταν η περιπτωση μου, διοτι απο τότε δε μιλησα παλι! μαλιστα, δε περπατησα καν! δε ξερω τι απεγινε η μητερα μου. δεν εχω καμια αναμνηση απο εκεινη. ισως κ εκεινη δεν εχει καμια αναμνηση απο εμενα. καμια δε θα ηθελε ενα παιδι που δε μιλαει κ δε περπατα. ομως, ακομα κ ετσι, ειμαι ζωντανος. μπορει οχι με το δικο σας τροπο, μα ειμαι ζωντανος! ζω αναμεσα σε ανθρωπους που δε γνωριζω. σε ανθρωπους, που τις περισσοτερες φορες μου ειναι αγνωστοι. που ελαχιστες φορες, μου φαινεται πως ισως τους εχω δει παλι. ζω αναμεσα στα χρωματα μου, στις εικονες μου κ στις μουσικες μου. ζω, στο κοσμο που εφτιαξα μεσα μου, οχι στο δικο σας κοσμο, κ ας μη τον εχω γνωρισει σχεδον καθολου.

αποφασισα ομως οτι αυτο πρεπει να τελειωσει. πως η όποια δυναμη μου, δεν ειναι πλεον αρκετη. ειμαι ηδη κουρασμενος. ηδη, επρεπε να ειχα φυγει εδω κ καιρο! ετσι λοιπον, ενα πρωι, ενα απο τα συνηθισμενα μου κ εντελως ιδια πρωινα μου, ανοιξα τα χερια μου! αρχισα να πεταω! παλι!
πετουσα σα να ηταν η πρωτη μου φορα, ηξερα ομως οτι ηταν η τελευταια μου! πεταξα πανω απο ολους σας. οταν περπατουσατε, οταν δουλευατε, εγω πετουσα πανω απο τα κεφαλια σας! ακομα κ οταν κοιμοσαστε, πεταξα πανω απο τα κεφαλια σας! ειδα τις ζωες σας απο τη γεννηση σας, μεχρι το
θανατο σας! δε ξερω ποσο κρατησε αυτο. ισως κρατησε μια ζωη, ισως κρατησε οσο χρονο κανει το βλεφαρο να ανοιγοκλεισει. πεταξα λοιπον μακρυα, χαθηκα στα αστερια. εκει, εζησα τη ζωη μου οπως ακριβως ηθελα!

την αλλη μερα, ο νοσοκομος ηρθε να με παρει απο το δωματιο μου. βρηκε το καροτσι αδειο! εψαξαν ολο το μερος, αλλά δε με βρηκαν! εγω, απο ψηλα τους κοιτουσα κ γελουσα!

"μα ουτε το σωμα μου δε τους αφησα!!" ελεγα γελωντας!

τα ρολογια, σε ολα τα μερη του κοσμου εδειχναν 12:00 ακριβως! δε ξαναδουλεψε κανενα ρολόι απο τότε! ο χρονος ειχε σταματησει για ολους! για ολους, εκτος απο εμενα! για εμενα ο χρονος δε θα τελειωνε ποτέ!

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

(1/2) "υοΜ ασεΜ ςοάΧ οΤ"

βρισκομαι καθισμενος σε ενα τραπεζι.
διπλα μου, καθεται μια γυναικα. ειναι περιπου τριαντα χρονων, μελαχρινη. εχει ισια μαυρα μαλλια που φτανουν μεχρι τη μεση της. τα ματια της ειναι κ αυτα μαυρα, μου φαινεται γνωστη, αλλά δε ξερω απο που. βλεπω μονο οτι ειναι ομορφη.
διπλα της καθεται ενα παιδι. αγορι ειναι απο οτι βλεπω. μελαχρινο κ αυτο, μονο που εχει σγουρα μαλλια. πρεπει να ειναι περιπου δύο χρονων. κ αυτο γνωστο μου φαινεται, αλλά παλι δε ξερω απο που. εκεινη το ταιζει. τους κοιτω διακριτικα, καθως τρωω το φαγητο μου. καθομαστε στο ιδιο τραπεζι, μεσα στο σαλονι ενος σπιτιου, αγνωστο σε εμενα. την ακουω να του λεει ιστοριες για να φαει. εκεινο, την ακουει προσεκτικα καθως τρωει μπουκια μπουκια το φαγητο του.

η φωνη της ερχεται απο το βαθος, δε καταλαβαινω τι λεει. μερικες φορες την ακουω με παρασιτα, σα να ειναι μεταδοση απο ραδιο χωρις καλο σημα. κ ομως, ειναι διπλα μου. προσπαθω να θυμηθω απο που τους ξερω, αλλά δε μπορω.
εκεινη γυριζει προς το μερος μου, με ρωταει αν μου αρεσει το φαγητο. με λεει μαλιστα κ "αγαπη μου"!
τυπικα κουναω καταφατικα το κεφαλι μου. προσπαθω παλι να τη θυμηθω, αλλά δε τα καταφερνω.

δε ξερω πως βρεθηκα εδω. για την ακριβεια, δε ξερω καν ποιος ειμαι! αρχιζω κ φοβαμαι. ολα γυρω μου ειναι φυσιολογικα, μα νιωθω σα ξενος! σα παρεισακτος! δε ξερω καν πως ειμαι στο προσωπο!
κοιταω το κορμι μου. ειμαι αδυνατος, κ φοραω μαυρα ρουχα. αν κρινω απο τα χερια μου, πρεπει να ειμαι κ εγω κοντα τριαντα χρονων. τα δαχτυλα μου ειναι απαλα, τα νυχια μου περιποιημενα. αρα, (προσπαθωντας να σκεφτω ηρεμα παρολο το φοβο μου) υποψιαζομαι οτι πρεπει να μην εχω χειρονακτικη δουλεια. ισως δουλευω σε γραφειο, ισως ειμαι συγγραφεας, δε μπορω να σκεφτω. συνεχιζω τις σκεψεις μου, για να αποφυγω αυτη τη ξαφνικη απωλεια μνημης. το μυαλο μου ομως, ολο εκει γυριζει. κοιταω γυρω μου, δε βλεπω κανενα καθρεπτη.
αισθανομαι ενα πονο στο αριστερο μου ποδι. ισως καπου το εχω χτυπησει, σκεφτομαι, κ δε δινω περισσοτερη σημασια. σημασια εχει πως θελω να με δω, να δω πως ειμαι! θελω να θυμηθω ποιος ειμαι!
συνεχιζω να τρωω, συνεχιζω να δειχνω ηρεμος, ομως η αγωνια με πεθαινει.

βαζω το χερι μου στο προσωπο μου, ειναι το μονο που μπορω να κανω τωρα. ειναι το μονο, πριν σηκωθω ορθιος κ αρχιζω να φωναζω. πιανω τα μαγουλα μου, εχω τριχες στα μαγουλα μου. συνεχιζω διακριτικα να ψαχουλευω το προσωπο μου, κ διαπιστωνω οτι εχω μουσια! πολλα μουσια!
γαμωτο, μηπως ειμαι ιερεας? αποκλειεται, αυτο το ξερω σιγουρα. ολα μπορει να ειμαι, αλλά ιερεας οχι! θελω να κοιταξω τον εαυτο μου. να δω ποιος ειμαι. εχω ιδρωσει, κ φοβαμαι! φοβαμαι πολυ! αν ειχα παθει τιποτα, δε θα μπορουσα να καθομαι τωρα στο τραπεζι σκεφτομαι. προσωρινη απωλεια μνημης ειναι, λεω για να ησυχασω τον εαυτο μου! αλλά ο φοβος μου παραμενει! ο ιδρωτας συνεχιζει να κυλαει σε ολο μου το σωμα! θελω να σηκωθω, να βρω ενα καθρεπτη! θελω να με δω!

καθως τρωμε, προσεχω την ωρα στο ρολόι μου: 11:59.
το ρολόι στο τοιχο, δειχνει κ αυτο την ιδια ωρα.

η γυναικα διπλα μου μου λεει πως θα βαλει το μικρο για υπνο, κ πως θα ερθει μεσα να ξαπλωσουμε.
κουναω καταφατικα το κεφαλι. σηκωνεται παιρνει το μικρο αγκαλια, κ του λεει:" πες καληνυχτα στο μπαμπα". ξαφνιαστηκα! μπαμπας?? ειμαι εγω ο μπαμπας του παιδιου? πως εγινε αυτο? γιατι δε θυμαμαι τιποτα? ο μικρος μου γελασε, κ μηχανικα του γελασα κ εγω. ειχα αρχισει να απελπιζομαι ολο κ πιο πολυ!

μετα απο λιγο σηκωνομαι, πηγαινω γρηγορα στο μπανιο. εκει, σιγουρα θα εχει καθρεπτη!
η πρωτη πορτα που ανοιγω ομως, ειναι η εξωπορτα. "γαμωτο!" λεω. γυριζω πισω, πηγαινω προς το χωλ. εκει βλεπω μια πορτα. ακουω τη γυναικα να μιλαει στο παιδι, του λεει παραμυθι. την ανοιγω λιγο κ τους κοιταω. ποσο τρυφερα μιλαει στο γιο της! ποσο χαρουμενοι δειχνουν κ οι δύο τους! ζηλεψα λιγο. ή μαλλον, ζηλεψα αρκετα! εκλεισα ελαφρα τη πορτα, μη κανω θορυβο κ με καταλαβουν.

επρεπε να βρω καθρεπτη ομως! κ γρηγορα! απεναντι, βλεπω αλλη μια πορτα. την ανοιγω. ειναι το μπανιο. επιτελους! καθως στεκομαι, διπλα μου ειναι το επιπλο με το νιπτηρα. "ωραια, εδω εχει σιγουρα καθρεπτη" λεω! δισταζω! δισταζω να κοιταξω! φοβαμαι! φοβαμαι να με δω! πρεπει ομως! πρεπει! κλεινω τα ματια, κ καθομαι μπροστα στο καθρεπτη!
παιρνω βαθιες ανασες πριν τα ανοιξω. ελπιζω, μολις με δω, να με θυμηθω. να θυμηθω ποιος ειμαι!
ανοιγω ξαφνικα τα ματια, κ ...ο καθρεπτης λειπει! δεν ειναι εκει! δεν εχει καθρεπτη! μονο ενα σημειωμα στο τοιχο που γραφει: "αγαπη μου, πότε θα φερεις το καθρεπτη?"
"διαολε!" λεω σφιγγοντας τα χειλη μου! ο ιδρωτας ηδη πεφτει στα ματια μου! η καρδια μου χτυπαει δυνατα! ο φοβος, με εχει παγωσει!

"στο υπνοδωματιο!" λεω! εκει σιγουρα θα υπαρχει καθρεπτης! βγαινω εξω κ παω στη μονη πορτα που δεν ανοιξα, εκτος απο αυτην που ειναι το δωματιο του μικρου. την ανοιγω γρηγορα, κ ναι, ειναι το υπνοδωματιο! βλεπω μαλιστα κ το καθρεπτη! επιτελους, κοντευω να τρελαθω! τωρα, δε χρειαζεται παρα να κατσω μπροστα, κ να με δω! απλό ειναι, αν κ ξερω πως θα με δυσκολεψει! πηγαινω μπροστα στο καθρεπτη, με τη πλατη γυρισμενη.κλεινω παλι τα ματια μου.
παλι ακουω τη καρδια μου να χτυπα δυνατα! παλι φοβαμαι! ομως τωρα, το εχω παρει αποφαση! γυριζω με τα ματια κλειστα, κ στεκομαι με το προσωπο μου στο καθρεπτη. επιτελους! σε λιγο θα με δω! οσο κ αν με φοβιζει αυτο, προτιμω να με δω, παρα να πεθανω απο το φοβο του πως μοιαζω! ειμαι ετοιμος να ανοιξω τα ματια! μετραω απο μεσα μου: "τρια....δυο..."

ξαφνικα, ακουω μια γυναικεια φωνη!

"Γιατρε? ειστε καλα?"

κοιταω γυρω μου. ειμαι σε χειρουργειο! αναμεσα σε τυπους με χειρουργικες μασκες, ειμαι κ εγω! μπροστα μου, στο χειρουργικο τραπεζι, ενας ασθενης σε ναρκωση. στα χερια μου φοραω γαντια, κραταω ενα χειρουργικο εργαλειο! το κεφαλι του ασθενη, εχει ενα κοκκινο σημαδι στο κροταφο! προσπαθωντας να κρατησω τη ψυχραιμια μου της λεω:

"ενταξει ειμαι, σκουπισε μου λιγο τον ιδρωτα σε παρακαλω"

δε ξερω πως βρεθηκα τωρα εδω! ξερω πως πριν, ενιωθα ξενος σε ενα οικειο περιβαλλον, κ πως εδω, νιωθω οικεια σε ενα ξενο περιβαλλον! ξερω πως ειμαι γιατρος! προσπαθω να μη σκεφτομαι τιποτα τωρα. δεν ακουω τιποτα. ουτε το θορυβο που κανουν τα μηχανηματα, ουτε τους αλλους γιατρους. συνεχιζω με επιδεξιες κινησεις να κανω τη δουλεια μου. τωρα μου φαινονται ολα απλά. δε νιωθω ξενος.
οι κινησεις μου ειναι μηχανικες, μα εχουν τοση ομορφια! αισθανομαι σα μαεστρος! σα συνθετης ενος τελειου εργου μου! σα να το παρουσιαζω για πρωτη φορα στο κοινο! ειμαι σε εξαψη! αυτη τη φορα ο ιδρωτας, ειναι απο ικανοποιηση! με προσεκτικες κινησεις, αφαιρω απο το κεφαλι του ασθενη ενα μεταλλικο αντικειμενο. ειναι μια σφαιρα!
την αφηνω στο πλατυ πιατο που μου φερνει η νοσοκομα, κ υστερα, αρχιζω να περιποιουμαι το τραυμα. ολα ειναι ενταξει. αναλαμβανει αλλος γιατρος να κανει τα ραμματα. η δουλεια μου τελιωσε.
λιγο πριν αποχωρησω, κοιταω τον ασθενη. δε τον βλεπω καλα, τα σωληνακια, με εποδιζουν να δω το προσωπο του.

φευγω κ παω στο μπανιο να πλυθω. ειμαι γεματος αιματα, το δεξι μου ποδι με ποναει πολυ.απο την ορθοστασια ειναι σκεφτομαι. καθως προχωρω κουτσαινωντας, με πιανει παλι εκεινος ο παραξενος φοβος! ο διαδρομος στενευει. πνιγομαι παλι!

"ποιος ειμαι?" αναρρωτιεμαι.

ανοιγω γρηγορα τη πορτα. επιτελους! εδω εχει καθρεπτες! τωρα θα με δω! με χαμηλωμενο το βλεμμα, φτανω μπροστα στο καθρεπτη. παλι η καρδια μου χτυπαει δυνατα! παλι ο φοβος με εχει κυριευσει! ομως τωρα, ειμαι αποφασισμενος! τωρα θα με δω, οτι κ να γινει! τρεμαμενος σηκωνω το κεφαλι! μετραω παλι απο μεσα μου: "τρια...δυο...ενα"!!!

ανοιγω τα ματια μου ...κ με βλεπω! επιτελους με βλεπω! βλεπω το προσωπο μου!
ειμαι γυρω στα εξηντα, εχω κοντο ασπρο μαλλι, τα χαρακτηριστικα του προσωπου μου, ειναι απαλα. δεν εχω ρυτιδες, μονο κατι εχει το βλεμμα μου, αλλά δε μπορω να καταλαβω τι. δειχνω ομορφος παντως, ασχετα αν ακομα μου φαινομαι ξενος. πλενω τα χερια μου, ριχνω λιγο νερο στο προσωπο μου κ με ξανακοιτω.
ομως ...ειμαι αλλος τωρα! ειμαι αλλος!

η εικονα μου εχει αλλαξει! δεν ειμαι αυτος που ειδα πριν! ειμαι καποιος αλλος! ξαναριχνω νερο στο προσωπο μου, πιο πολυ αυτη τη φορα. προσπαθω πλενοντας το προσωπο μου να το καθαρισω. να το καθαρισω απο τις εικονες που ειδα. να βγει η κανονικη μου εικονα! ξανακοιτω το καθρεπτη, κ ...τωρα ειμαι παλι καποιος αλλος! καποιος που παλι μου φαινεται ξενος!
ο φοβος τωρα με εχει παραλυσει. εχει μουδιασει ολο μου το σωμα! με οση δυναμη καταφερα να βρω, ριχνω μια μπουνια στο καθρεπτη. ματωνει το χερι μου, αλλά δε δινω σημασια. προσεχω μονο τα κομματια που εχουν πεσει. εκει, σε καθε κομματι ξεχωριστα, βλεπω κ απο ενα διαφορετικο προσωπο! δε συγκρατω χαρακτηριστικα, βλεπω μονο πως καποιες εικονες στα κομματια γελανε! καποιες φωναζουν! αλλες κλαινε!

το ρολόι στο χερι μου, δειχνει παλι την ιδια ωρα: 11:59.

στεκομαι ακινητος, ο φοβος με εχει παραλυσει παλι! "ωστε λοιπον, τρελαθηκα?" σκεφτομαι.
δε ξερω ποιος ειμαι, δε ξερω τι ειμαι. ειμαι ενας αγνωστος αναμεσα σε ανθρωπους που δε ξερω, ή που δε θυμαμαι αν τους ξερω!

ξανα ακουω την ιδια φωνη να μου μιλαει!

"κυριε Εισαγγελεα, η σειρα σας. εχετε τιποτα να ρωτησετε το κατηγορουμενο?"

βρισκομαι στα εδρανα του δικαστηριου τωρα! η φωνη που ακουσα, ειναι της προεδρου. απεναντι μου εχω εναν κρατουμενο. αμεσως μου ερχονται ολα στο μυαλο. δικαζουμε το κατηγορουμενο διοτι σκοτωσε τη γυναικα του κ το παιδι του!
βεβαια! τωρα πραγματικα θυμαμαι! θυμαμαι ολη την υποθεση του, το φριχτο του εγκλημα.
θυμαμαι τις αντιδρασεις του κοσμου, ολα τα θυμαμαι! μεσα μου χαιρομαι! χαιρομαι διοτι αυτα που "εζησα" ως τωρα, ηταν απο το αγχος της δίκης. θυμαμαι που κατι παρομοιο ειχε παθει ο καθηγητης μας, οπως μας ειχε πει, οταν ημουν φοιτητης. ενιωσα σα να φευγει ενα τεραστιο βαρος απο πανω μου! η καρδια μου τωρα, χτυπουσε κανονικα, δεν ειχα ιδρωσει καθολου!
κοιταξα ελαφρα την εικονα του Ιησου πισω στο τοιχο, κ απο μεσα μου τον ευχαριστησα. πιστευα πως με ειχε σωσει απο τον εφιαλτη που περασα. ημουν πραγματι χαρουμενος!

"δεν εχω να προσθεσω τιποτα! ο κατηγορουμενος, δε μας επεισε για τη δηθεν απωλεια μνημης του" ειπα.

στο αριστερο μου χερι, ενιωσα ενα δυνατο πονο. δεν εδωσα σημασια. ημουν χαρουμενος γιατι πιστευα πως πλεον ηξερα ποιος ειμαι. προσπαθησα να κοιταξω καλυτερα το κατηγορουμενο, δε ξερω γιατι. η εικονα του ηταν θολη. για μια στιγμη, με επιασε ενας πανικος, αλλά αμεσως προσεξα οτι
κρατουσα στα χερια μου τα γυαλια μου. ανακουφιστηκα, δε θα αντεχα να συνεχιστει αυτος ο εφιαλτης. φορεσα λοιπον τα γυαλια μου, κ κοιταξα το κατηγορουμενο.

ομως, παλι δε μπορουσα να τον δω! η εικονα του παρεμεινε θολη! καθαρισα τα γυαλια μου, κ τα φορεσα βιαστικα. παλι η εικονα του ηταν θολη!
κοιταξα γυρω μου, ειδα τη προεδρο, τους δικηγορους, ακομα κ οσους καθοταν στις πισω θεσεις απεναντι μου.τους εβλεπα καθαρα! ξανακοιταξα το κατηγορουμενο, αλλά η εικονα του παρεμεινε θολη!

τωρα αρχισα να τρεμω! ο φοβος μου πλεον με εκαιγε! ηθελα να ουρλιαξω! να ουρλιαξω δυνατα! να διωξω ετσι αυτον τον εφιαλτη. δεν αντεχα αλλο. ηθελα ακομα κ να βαλω τα κλαμματα! να κλαψω δυνατα, να κλαψω με λυγμους! επιασα το κεφαλι μου με τα δυο μου χερια. η αιθουσα, ερχοταν απειλητικα κατα πανω μου. ο κοσμος το ιδιο. ακουω φωνες, γελια, κλαμματα! παλι!

η προεδρος του δικαστηριου ανακοινωνει τη ποινη. κατι σα δις ισοβια αν ακουσα καλα. δε με ενοιαζε ομως, δε με ενοιαζε καθολου! κατω απο τις επιδοκιμασιες του κοσμου για τη σωστη μας αποφαση, κατευθηνθηκαμε προς το πισω δωματιο. εριξα παλι μια ματια στο κατηγορουμενο, καθως τον επαιρναν οι αστυνομικοι. προσεξα οτι ειχε το κεφαλι του σκυμμενο, κ οτι δεν ειπε κουβεντα. κ φυσικα, το προσωπο του παρεμενε θωλο!

ασυναισθητα κοιτα το ρολόι στο τοιχο. καθολου δε ξαφνιαστηκα που εδειχνε την ιδια ωρα με το δικο μου. καθολου δε ξαφνιαστηκα που παλι εδειχνε 11:59!

στο δωματιο, εκατσα αμεσως στη πρωτη καρεκλα που βρηκα. ακουγα τους γυρω μου να μιλανε για το εγκλημα, για το ποσο φριχτο ηταν. δεν εδωσα βαση. επιασα παλι το κεφαλι μου με τα δυο μου χερια, προσπαθωντας να κρυφτω. δε ξερω απο τι, ξερω μονο οτι δεν ηθελα να δω κανεναν! να μην ακουω τιποτα πλεον!

γυρω μου τωρα σιγη. μια παγωμενη σιγη, που εκαιγε ομως τα κοκκαλα μου. προσπαθησα να ηρεμησω. οχι για πολυ ομως! γιατι παλι ακουσα μια φωνη να μου μιλαει! μια αντρικη φωνη!

"τελικα τι εγινε ρε φιλε?"

κοιταξα γυρω μου. ημουν κλεισμενος σε ενα κελι! μονος, χωρις κανεναν γυρω μου!

"ποιος μιλησε?" ρωτησα.

"εγω μιλησα, τι επαθες παλι?" μου ειπε η φωνη.

κοιταξα καλυτερα, απο το παραθυρακι της πορτας ειδα το δεσμοφυλακα. ενας τυπος λιγο πριν τη συνταξη φαινοταν, με παχυ μουστακι κ αδιαφορο βλεμμα.

"τιποτα δεν εγινε, μπορεις να με αφησεις ησυχο σε παρακαλω?" του ειπα.
εκεινος, μουρμουριζοντας, προχωρησε πιο περα.

εμεινα παλι μονος, παλι σε ενα περιβαλλον που δεν ηξερα πως βρεθηκα εκει, που παλι, δεν ηξερα ποιος ειμαι! πιθανον να ειμαι ο κατηγορουμενος σκεφτηκα. αυτος που σκοτωσε τη γυναικα του κ το παιδι του. αυτο πρεπει να ειναι, δε βρισκω αλλη εξηγηση. καποιας μορφης παρανοια με επισκευθηκε, αγνωστο γιατι, κ οσα ζω τωρα ειναι δικο της αποτελεσμα. προφανως ειχα παρανοησει, καπου, καπως, ειχα χασει τον ελεγχο της ζωης μου. συνηθως λενε οτι οι τρελοι δεν εχουν αισθηματα, ζουν σε ενα εντελως δικο τους κοσμο, σε μια δικη τους πραγματικοτητα. ετσι ενιωθα κ εγω, μονος, αναμεσα σε ζωες τριτων.

ξαπλωσα στο πατωμα. ηταν παγωμενο, αλλά δε με ενοιαζε. με ενοχλουσε μονο ο ξαφνικος πονος στο δεξι μου χερι. κ, αν κ ηταν δυνατος ο πονος, δεν αγχωθηκα καθολου. ειχα άλλα πραγματα, πιο σημαντικα να ασχοληθω.
εκλεισα τα ματια προσπαθωντας να θυμηθω. δε ξερω γιατι ηθελα να θυμηθω, ισως επειδη δεν ειχα τιποτα καλυτερο να κανω, ή ισως, επειδη δεν ενιωθα καμια ενοχη. μπορει ομως, κ να ηθελα να θυμηθω, μηπως ετσι περιορισω τις κρισεις φοβίας μου με πιανουν συχνα εδω κ λιγη ωρα. ή εδω κ...πολυ ωρα? ή μηπως ...μερες? πολλες μερες?
απωλεια αισθησης χρονου λοιπον! αλλο ενα συμπτωμα οτι καποια στιγμη (αγνωστο πότε) εκανα μια μεγαλη στροφη. δυσαρεστη βεβαια, ειδικα αν πραγματι εχω κανει αυτα που φαινεται πως εχω κανει. εγω, δε ξερω τιποτα παντως. εξακολουθω να μη ξερω τιποτα!

καθως ειχα ξαπλωσει στο κρυο πατωμα, βυθισμενος στις σκεψεις μου, μη μπορωντας να τις βαλω σε μία σειρα, το εδαφος αρχισε να με ρουφαει! να με καταπινει! πριν καταλαβω τι γινοταν, βρεθηκα σε ενα δρομο. το κρυο πατωμα, τωρα ηταν ενας δρομος. οχι συνηθισμενος δρομος, αλλά ενας ερημος σκοτεινος δρομος, με ψηλα κτιρια, κ με πολυ ...βλαπτηση!
τεραστια δενδρα κ φυτα ηταν γυρω μου, τα πιο πολλα εφταναν μεχρι τις κορυφες των κτιριων.
σηκωθηκα βιαστικα, ημουν πολυ τρομαγμενος. ενιωθα οτι εκανε κρυο. πολυ κρυο.
αρχισα να περπατω αναμεσα στα φυτα ξυπολυτος, τα ποδια μου αρχισαν να ματωνουν. δεν ηξερα που πηγαινα. ηθελα απλως να φυγω απο εκεινο το σημειο. ο φοβος μου ηταν οδηγος μου, κατι το οποίο δε με προβληματισε καθολου αφου ηδη ειχα ξεκινησει να απομακρυνομαι. καθως βαδιζα με δυσκολια απο τις πληγες στα ποδια μου κ στο σωμα μου, ακουσα παλι μία φωνη να μου λεει:

"συνεχισε το δρομο σου, κοντευεις να φτασεις"

γυρισα πισω να κοιταξω, αλλά δεν ειδα κανεναν. κοιταξα δεξια κ αριστερα, κ παλι δεν ειδα κανεναν. ομως, ενιωσα ενα παραξενο συναισθημα, κατι που οσο κ να φαινεται παραξενο, δεν ειχα ζησει ποτέ στο παρελθον. κ αυτο το συναισθημα, μου εφερε (αγνωστο για ποιο λογο) ανακουφιση. μεγαλη ανακουφιση! τι ενιωσα? αδιαφορία! μια τεραστια αδιαφορία! μαλλον μηχανικα ειχα γυρισει να δω ποιος μου μιλησε. αν ξανα ακουσω οποιαδηποτε φωνη, δε θα δωσω καμια σημασια. τωρα πλεον, εχω καταλαβει που πηγαινω. ποιος ειναι ο προορισμος μου. ειναι αυτο το αχνο οσο κ ζεστο φως στο τελος του δρομου. εκει πηγαινω.
δε ξερω τι ειναι εκει, δε με ενδιαφερει καθολου. σε λιγο θα εχω φτασει, αυτο μου αρκει!

καθως προχωρουσα, ενας πολυ δυνατος πονος με επιασε στο αριστερο μου ποδι. αβασταχτος πονος! αρχισα να ουρλιαζω με οση δυναμη ειχα. ζητουσα βοηθεια (αν κ απο οτι μπορω να θυμηθω δεν εχω ζητησει ποτέ μου βοηθεια για κανενα λογο). ματαια ομως. ημουν μονος. ο πονος χειροτερευε, δε μπορουσα να τον αντεξω. προφανως θα πεθαινα ουρλιαζωντας! κοιταξα το ποδι μου, ηταν γεματο αιματα, κ ...κομμενο! ακρωτηριασμενο απο το γοφο κ κατω! οχι, δε λιποθυμησα, αν κ δε θα ηταν ασχημη λυση αυτη. απλως το κοιταξα καθως ηταν πεσμενο πανω στα χορτα. κοιταξα το κοκκαλο ποσο ασπρο ηταν.
ενα κομμενο ποδι. ενα κομμενο ποδι γεματο αιματα, αναμεσα στη πυκνη βλαπτηση! το δικο μου ποδι!
φοβηθηκα οσο ποτέ δεν εχω φοβηθει στη ζωη μου ...αλλά συνεχισα να περπατω. με το ενα ποδι κ ακουμπωντας πανω στα δεντρα, συνεχισα. το φως ειχε αρχισει να δυναμωνει, ηθελα να το προλαβω. πιστευα οτι εκει θα βρω τις λυσεις που με απασχολουσαν, στο τι μου ειχε συμβει. κ δε με ενοιαζε καθολου τι κοστος θα πληρωνα!

κ βεβαια, δεν ηταν τοσο ευκολο οσο πιστευα! διοτι ξαφνικα, κ ενω εφτανα κοντα στο φως στην ακρη του δρομου, ενιωσα τον ιδιο πονο κ στο δεξι μου ποδι! επεσα κατω απο την ενταση του πονου.
παλι ουρλιαξα με ολη μου τη δυναμη! παλι δε με ακουσε κανεις φυσικα, μονο που αυτη τη φορα, φοβηθηκα περισσοτερο. φοβηθηκα να κοιταξω το ποδι μου. δεν ηθελα να δω αν κ αυτο ειχε ακρωτηριαστει!
κ ομως, κ αυτο ειχε πεσει διπλα, ανεξαρτητο πλεον απο το υπολοιπο σωμα μου!

αρχισα να πηγαινω ερπωντας με τα δυο μου χερια προς το φως. τωρα το ενιωθα, ηταν ζεστο, το ενιωθα πολυ οικειο. εφτανα! σε λιγο θα ημουν εκει! αυτο μονο με ενοιαζε τωρα, τιποτα αλλο!
σιγα σιγα, σα φιδι προχωρουσα. τα φυτα με εγδερναν στο προσωπο, ειχα γεμισει παντου αιματα. ομως σε λιγο θα εφτανα! πριν χαρω ομως, ενιωσα τον ιδιο πονο στο αριστερο μου χερι! παλι αυτος ο απιστευτος πονος! παλι ουρλιαξα, αν κ πιο πολυ ουρλιαξα γιατι πιστεψα οτι δε θα εφτανα στο φως! ηταν πιο πολυ απελπισια η κραυγη μου, παρα πονος. το αριστερο μου χερι ομως, μολις ειχε ακρωτηριαστει!
εστω κ με το ενα χερι, συνεχισα. ακομα πιο δυσκολα τωρα, μα συνεχιζα το δρομο μου. δεν ηθελα παρα ελαχιστα μετρα για να βρω αυτο που πιστευα πως ηταν η αληθεια μου. αυτο που κατα καποιο τροπο θα με ελευθερωνε, κ θα με εξαγνιζε.

λιγο πριν φτασω στο φως, ενα μετρο περιπου πριν, ενιωσα τον ιδιο πονο στο δεξι μου χερι! αρχισα να φωναζω. οχι επειδη πονουσα, αλλά επειδη ελαχιστα εκατοστα πριν φτασω, ακρωτηριαστηκε κ το δεξι μου χερι! για λιγα εκατοστα μονο! πανω που θα μπορουσα να λουστω με το φως, πανω που θα εβλεπα επιτελους κατι που πρωτη φορα στη ζωη μου ειχα λαχταρησει τοσο, κ ας μην ηξερα το λογο που το λαχταρουσα, δε τα καταφερα! εμεινα εκει, ενα σωμα χωρις χερια κ χωρις ποδια! εμεινα εκει να κλαιω σα μικρο παιδι! δεν εκλαιγα απο το πονο, αλλά απο στεναχωρια! απο λυπη κ απο απελπισια!

το ρολόι, στο πεσμενο στα χορτα δεξι μου χερι, εδειχνε 11:59
σε λιγα δεπτερολεπτα, η ωρα θα ηταν 12:00 ακριβως, κ εγω, δε θα ημουν πουθενα...

(συνεχιζεται...)

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

"ςείκοδσορΠ"

ειμαι το
τελευταιο φυλλο
αρνουμαι
να πεσω
να γινω χωμα
αρνουμαι
να αναστηθω παλι.
ψηλα θα πεταξω
να γινω αστερι
να φωτιζω
τον κοσμο σας
απο αποσταση.
αυτο θελω...

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

"ιενώρεμηΞ"


σε λιγο θα ξημερωσει. απο το μικρο παραθυρο, ο ηλιος θα μπει για τελευταια φορα στο δωματιο μου.
σε λιγο θα μου κανει παρεα, οχι πως θελω βεβαια, αλλά δε με χαλαει κιολας.
καθε πρωι παρολα αυτα, ανεβαινω στη καρεκλα, κ αφηνω τις ακτινες του να με ζεστανουν ελαφρα στο προσωπο. ισως, κ να θελω να με καψουν ...ισως ομως.
σημερα, δε θα το κανω. υστερα απο τοσες πολλες φορες, απο τοσα πολλα πρωινα, δε θα το κανω.

καθομαι στη καρεκλα, κ βαζω τα χερια μου στο κεφαλι. προσπαθω να γυρισω το χρονο πισω,
να δω τι ακριβως εγινε. ο χρονος δε γιατρευει καμια πληγη, ουτε καν τη ξεθωριαζει, ετσι νιωθω.
ετσι νιωθω, για αυτο που ειχα κανει λιγα χρονια πριν.
τοτε που ειχα νιωσει ποθο! εντονο ποθο! κ ζηλεια, πολυ ζηλεια! χωρις να καταλαβω τι εκανα, ειχα αφησει τα αισθηματα μου ελευθερα. το ποθο κ τη ζηλεια.

η ελευθερια τους, εγινε η σκλαβια μου. ουτε λυτρωση, ουτε τιποτα. μονο σκλαβια. ποιος θα μπορουσε να το φανταστει? εγω παντως, οχι!
απο μικρος ειχα μαθει να κρυβω τα αισθηματα μου, δε πιστευα ποτέ ομως, οτι θα γινοταν εκρηξη μεσα μου. ισως ηταν καλυτερα τωρα. ισως ομως.

γυρισα το κεφαλι μου διπλα, ειδα δύο ματια να με κοιτανε επιμονα, να μου διαπερνουν το κεφαλι, να μου τρυπανε το μυαλο.

-ξερεις τι? ατυχημα ηταν ...ειπα.
-αστα αυτα, επιτελους πες την αληθεια ...ειπε ο αλλος φωναζοντας δυνατα
-αληθεια λεω, καθομουν στην ακτη οταν την ειδα ξαφνικα μονη στη θαλασσα.
 προσπαθησα να τη σωσω.
-επιτελους! σταματησε να λες ψεμματα, σταματησε! μου ξαναειπε
-δε λεω ψεμματα, δε λεω., ηταν με τους γονεις της πριν, επαιζε με την αμμο. κατι προσπαθουσε να     φτιαξει, δε ξερω τι. δε καταλαβαν πως την εχασαν απο τα ματια τους
-ακομα κ τωρα αμετανοητος εισαι λοιπον?
-αληθεια λεω, πιστεψε με, σε παρακαλω!
-τοτε γιατι βρισκεσαι εδω? ε?? γιατι??? με ρωτησε εξαλλος
-δε ξερω, καποιο λαθος θα εχει γινει, καποιο λαθος...  κ μη φωναζεις σε παρακαλω, μη φωναζεις, ολα εγιναν τοσο γρηγορα, δε μπορω να θυμηθω
-μπορεις! μου απαντησε, μπορεις! θυμησου λοιπον! ...ειπε νευριασμενα.
-δε μπορω, δεν εχω δυναμη πλεον, ξερω μονο οτι με φυσουσε ο αερας δυνατα, οτι ο ηλιος εκαιγε τα σωθικα μου, δε ξερω τιποτα αλλο
-εχεις καταλαβει οτι σε λιγο ξημερωνει? οτι δε θα με ξαναδεις ποτέ? ...μου ειπε με ενα περιεργο τονο στη φωνη του.
-ναι, το εχω καταλαβει, κ χαιρομαι για αυτο. καθε βραδυ η παρεα σου εχει γινει πολυ κουραστικη. τουλαχιστον θα απαλλαγω απο εσενα.

ο αλλος γελασε. εριξα μια γροθια στο καθρεπτη, κ διεκοψα το διαλογο.

εμεινα παλι μονος. παλι μονος στην ησυχια μου.

πηρα ενα μικρο κουτι που ειχα φυλαγμενο. εβγαλα μια σελιδα χαρτι, κ ζωγραφισα ενα τριανταφυλλο.
ενα τριανταφυλλο που της εμοιαζε τοσο πολυ! σα να την εβλεπα μπροστα μου! ειχε τα χρωματα της, την αισθηση της! τη φιλησα νοερα πανω στα φυλλα της. μπορουσα να τη μυρισω! μπορουσα! δε της μιλησα, δε της ειπα κουβεντα. απλως τη κοιταξα για λιγο,
κ μετα ...εσκισα το χαρτι σε πολλά κομματια.

ανεβηκα παλι στη καρεκλα. κοιταξα εξω, δεν ειχε ξημερωσει. μονο ενα χελιδονι εκανε κυκλους στον ουρανο
"τι τυχερο" σκεφτηκα. "μπορει κ πεταει! ειναι ελευθερο!" το κοιταξα, μεχρι να χαθει μακρυα.

υστερα, αρχισα να ετοιμαζομαι, σε λιγο θα με εβλεπε κοσμος, κ ηθελα να δειχνω ομορφος. εφτιαξα τα ρουχα μου, κ οπως καθε ξημερωμα, καθαρισα το χωμα απο τα παπουτσια μου. ποτέ μου δε καταλαβα απο που ερχοταν το χωμα. ολη μερα ημουν κλεισμενος μεσα, δε πηγαινα πουθενα.

εβγαλα το ρολοι απο το χερι μου κ το αφησα στο κρεβατι. σταματημενο εδω κ χρονια, εδειχνε παντα την ιδια ωρα.
ηπια  τη τελευταια γουλια απο το γαλα μου. χρονια συνηθεια. μου θυμιζε τη μανα μου, που με κυνηγουσε να το πιω.
τωρα το επινα μονος μου, ισως για να της δειξω οτι εχω μεγαλωσει πλεον. ισως ομως.

ξαφνικα, ακουσα το κλειδι να ξεκλειδωνει τη σιδερενια πορτα. την ειδα να ανοιγει.
ειδα παλι τα προσωπα που αντιπαθουσα.

-εισαι ετοιμος? μου ειπαν
-ετοιμος ειμαι, ετοιμος απο καιρο ...αποκριθηκα

εριξα μια τελευταια ματια στο χωρο μου. ειχα αφησει τα λιγοστα μου υπαρχοντα εκει, ειχα αφησει τον εαυτο μου εκει, τον διαλογο που εκανα με εμενα καθε βραδυ, τον ειχα αφησει εκει.

τωρα, με περιμενε κοσμος. πολυς κοσμος...
τωρα, με περιμεναν να μου φωναξουν δυνατα, να μου δειξουν οτι δε με εχουν ξεχασει...
τωρα, με περιμενε η ηλεκτρικη καρεκλα...

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

"ατλόΒ υοΤ ητώρΠ Η"

ο Κ μπηκε γρηγορα μεσα στο δωματιο. πηρε αμεσως στην αγκαλια του τον επτα μηνων γιο του, τον Γ. τον τυλιξε καλα με μια κουβερτα για να μη κρυωσει. υστερα εφτασε στο αυτοκινητο του. εβαλε προσεκτικα το μικρο Γ στο παιδικο καθισμα. παροτι εξω εκανε κρυο, ο Κ ειχε ιδρωσει. καθως οδηγουσε, μιλουσε στο γιο του. του εδειχνε τη φυση, τα λουλουδια. του ελεγε ποσο ομορφα ηταν, ποσο ωραια καποια λουλουδια μυριζουν.
ο μικρος Γ κοιτουσε εκπληκτος με τα ορθανοικτα ματακια του, τις εικονες εξω απο το παραθυρο. μετα απο λιγο, ο Κ σταματησε εξω απο μια παιδικη χαρα.

"κοιτα γιε μου, κοιτα ποσο ομορφα παιζουν τα παιδακια! εδω θα ερχεσαι κ εσυ σε λιγες μερες. θα κανεις κουνια, θα κανεις τσουληθρα, θα παιζεις με τα άλλα παιδακια"

ο μικρος Γ, κοιτουσε τα παιδακια που επαιζαν. γελουσαν, φωναζαν δυνατα, ηταν χαρουμενα.
υστερα, ο Κ ειπε στο γιο του: "παμε τωρα παρακατω, θελω να σου δειξω κ κατι αλλο."

πραγματι, μετα απο λιγα λεπτα, εφτασαν εξω απο κατι μεγαλα κτιρια. ο Κ, γυρισε στο γιο του. τον κοιταξε στα ματια κ του ειπε:

"βλεπεις αυτα τα κτιρια? αυτα τα κτιρια ειναι σχολεια. το πρωτο κτιριο ειναι το νηπιαγωγειο κ το δημοτικο. εδω θα ερχεσαι σε λιγα χρονια, να μαθεις γραμματα, να γινεις καλος ανθρωπος! τα δίπλα κτιρια, ειναι το γυμνασιο κ το λυκειο. εκει θα πας μολις τελιωσεις το δημοτικο. εκει θα γνωρισεις κ τον πρωτο σου ερωτα"

ο μικρος Γ εξακολουθουσε να κοιταει εξω. δε μπορουσε να καταλαβει πολλα. οπως δεν μπορουσε να καταλαβει γιατι ο πατερας του ειχε ιδρωσει τοσο πολυ.

"παμε, παμε τωρα να σου δειξω το σπιτι μας" του ειπε. μετα απο λιγο, εφτασαν εξω απο μια παλια μονοκατοικια. ο Κ, πηρε στην αγκαλια του τον Γ, μπηκαν μεσα στην αυλη κ κοντοσταθηκε
"βλεπεις? βλεπεις λατρεμενο μου παιδι? αυτη ειναι η αυλη μας. εδω θα παιζουμε. εδω θα σε μαθω ποδοσφαιρο. να, κοιτα, σου πηραμε κ το πρωτο σου ποδηλατο! σε κοκκινο χρωμα, που πιστευουμε να σου αρεσει"
ο μικρος Γ κοιτουσε με τα ορθανοικτα ματακια του το χωρο.

"παμε τωρα να σου δειξω το σπιτι μας. να σου δειξω το δωματιο σου" του ειπε. μολις μπηκαν μεσα, τον πηγε στο δωματιο που του ειχαν ετοιμασει.
"κοιτα, δεν ειναι ομορφο? κοιτα τη κουνια σου, κοιτα τα παιχνιδια σου! αυτο ειναι το δωματιο σου γιε μου. εδω θα κανεις ονειρα για το μελλον σου"

ο Κ τωρα ειχε ιδρωσει πολυ. οι εικονες θολωναν, το προσωπο του μικρου Γ το εβλεπε θολα. ο κοσμος του ειχε αλλαξει. ο ερχομος του γιου του, εφερε μαζι του το θανατο της γυναικας του. ειχαν μεινει μονο οι δύο τους τωρα. ολη του η ζωη, ηταν ο μικρος του Γ.

"ελα αγαπημενο μου παιδι να σε βαλω στη κουνια. θα εχεις κουραστει".

εβαλε τον μικρο Γ στη κουνια, τον σκεπασε προσεκτικα να μην κρυωσει. εκατσε για λιγο κοιτωντας το γιο του στα ματια. υστερα εβαλε τα κλαμματα. εκλαιγε με λυγμους.

ξαφνικα, η εξωπορτα εσπασε απο ενα δυνατο θορυβο. αμεσως αστυνομικοι περικυκλωσαν τον Κ.
"ακινητος! μην κουνηθεις" του ειπαν. ο Κ δεν εκανε καμια κινηση, του περασαν τις χειροπεδες σφιχτα. βγαζοντας τον απο το δωματιο, το μονο που ψιθυρισε ηταν:

"σας παρακαλω, προσεξτε μη ξυπνησετε το γιο μου"

ο Κ μετα απο επτα ημερες, βρεθηκε κρεμασμενος στο δωματιο του γιου του.  οι γιατροι του ειπαν πως παροτι εκαναν ο,τι ηταν δυνατον, ο γιος του δυστυχως εχασε τη μαχη με τη ζωη. αποφασισε λοιπον να τον παρει απο την εντατικη του νοσοκομειου που ηταν απο τη γεννηση του εως τωρα, να του δειξει το κοσμο, εστω για λιγη ωρα, εστω για λιγες στιγμες.



Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

"ασσαλάΘ ηρύαΜ"

ποιο χερι
εκλεψε τα ονειρα
της μικρης Αφροδιτης?

ποιο χερι λερωσε
το καθαρο της φορεμα?

στα ποδια της πανω
μαυρη θαλασσα,
στα χερια της
μια μαργαριτα

κ εκεινη να μονολογει:

"με αγαπω? δε με αγαπω?
 με αγαπω? δε με αγαπω...
 δε με αγαπω...
 δε με αγαπω...

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

"ινόλαπΜ ονικκόΚ"

ανοιξα το παραθυρο. σταθηκα κ κοιτουσα τον κοσμο που περπατουσε κατω στο δρομο. ποσο μικροι δειχνουν ολοι απο ψηλα! ισα ισα μπορουσα να διακρινω τα χαρακτηριστικα τους. ολοι περπατουν με στρατιωτικο βηματισμο, χαμενοι σε μια καθημερινοτητα που καθε μερα τους πνιγει πιο πολυ. το βλεμμα μου επεσε πανω σε μια κυρια. προχωρουσε κρατωντας απο το χερι, την μικρη της κορη. πηγα μεσα να παρω το τηλεφακο. τωρα τις
κοιτουσα καλυτερα. η μανα, θα ηταν περιπου 30 χρονων, η κορη της, θα πρεπει να ηταν περιπου 5 ετων. ειχε σταματησει κ κοιτουσε μια βιτρινα, ενω η κορη της, θαυμαζε το κοκκινο μπαλονι που μολις ειχε αγορασει. το κοριτσακι γελουσε ανεμελα κοιτωντας το μπαλονι. ποσο αθωα ειναι! τι ομορφο γελιο δειχνει πως εχει!

ξαφνικα, ενιωσα ενα καψιμο στο δεικτη του δεξιου μου χεριου. ξαφνικα, ειδα το μικρο κοριτσι να ξαπλωνει κατω. ειδα το πεζοδρομιο να γινεται κοκκινο απο το αιμα της μικρης. ειδα την μητερα της να φωναζει. τον κοσμο να τρεχει να δει τι εγινε. ολοι μαζευτηκαν πανω απο την μικρη. τωρα, δεν μπορουσα να δω τι εκαναν. ειδα μονο το κοκκινο μπαλονι να χανεται ψηλα στον ουρανο. απογοητευμενος που δεν μπορουσα να δω το μικρο κοριτσι, μπηκα παλι μεσα. το οπλο που κρατουσα το εκρυψα στην ντουλαπα.

"χμμμ!! αυτη δεν ειναι εκθεση για ενα παιδι του δημοτικου οπως εισαι εσυ Κ! αυριο να ερθεις στο σχολειο με τον κηδεμονα σου" ειπε η δασκαλα.

η δασκαλα, δεν ηξερε οτι ειχα γραψει για αυτην. δεν ηξερε, πως καθε μερα την εβλεπα να περπαταει με την κορη της στο δρομο. ουτε μπορουσε να καταλαβει πως η εκθεση που εγραψα, την επομενη μερα θα ηταν πραγματικοτητα.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

"αταμωλεφεΝ"

-Μαμα, τι ειναι η Ζωη Μου?

-η Ζωη Σου ειναι ο Ηλιος

-κ γιατι δεν Τον βλεπω?

-γιατι Τον κρυβουν τα Συννεφα

-κ τι ειναι τα Συννεφα Μαμα?

-Συννεφα ειναι τα Ονειρα Σου Υιε Μου...

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

"...T ...I ...M"


-φυγε σε παρακαλω
-γιατι θες να φυγω?
-διοτι απλα δεν σε αντεχω αλλο
-τι ακριβως δεν αντεχεις αγαπημενε μου Κ?
-εσενα, εσενα δεν αντεχω αλλο
-τοτε γιατι μου μιλας? γιατι καθε λιγο με σκεφτεσαι?
-δε ξερω, αληθεια δε ξερω. ομως θελω να φυγεις δε μπορω να σε βλεπω αλλο
-μα αγαπημενε μου Κ, δεν με εχεις δει καθολου!
-κ ουτε θελω να σε δω! φυγε σε παρακαλω
-σιγουρα δε θες να με δεις?
-σιγουρα! εξαλλου, πως μπορω να σε δω?
-ειναι απλο αγαπημενε μου Κ, κλεισε τα ματια σου κ θα με δεις
-δε θελω να σε δω, καταλαβαινεις?
-ηρεμησε, ειμαι σιγουρη πως θες να με δεις! οσο τιποτα θες να με δεις! ομως φοβασαι, φοβασαι           υπερβολικα!
-φοβαμαι? τι ειναι αυτα που λες?
-φοβασαι εσενα, αυτο λεω
-δεν με φοβαμαι, ενταξει? δεν με φοβαμαι!
-κλεισε τα ματια σου λοιπον! κλειστα!
-οχι, δεν θελω. σε παρακαλω, αφησε με ησυχο
-θα σε αφησω αγαπημενε μου Κ, μολις κλεισεις τα ματια σου. μολις με δεις, θα φυγω.
-αφου δεν εισαι αληθινη, πως θα σε δω?
-κλεισε τα ματια σου. κλειστα τωρα!
-τα εκλεισα. δε βλεπω τιποτα. μονο σκοταδι βλεπω
-αυτο το σκοταδι ειμαι ΕΓΩ αγαπημενε μου Κ, αυτο το σκοταδι εισαι ΕΣΥ!


Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

"ορετυλαΚ οτσ οκαΚ οτ οπΑ"

δε λεω, μερικες φορες τα φαινομενα απατουν. αλλες φορες ομως οχι. σπανια μπορεις να προβλεψεις το μελλον, κ οσο κ να κοιτας το παρελθον, τα λαθη εξακολουθουν να συνεχιζονται. η ουσια ειναι να μαθαινεις απο τα λαθη σου, κατι που εγω δε καταφερα τελικα.

ολα αρχισαν με τη πρωτη κοπελα που αγαπησα. ειμασταν κ οι δυο τοτε δεκαεπτα χρονων. δε ξερω αν
ηταν κεραυνοβολος ερωτας, ξερω μονο πως την αγαπησα, την αγαπησα πολυ. απο τη πρωτη μερα ετυχε(?) να μεινουμε μαζι. προσωπικα δε με χαλασε καθολου αυτο, οπως δε χαλασε κ την αγαπημενη μου. μονο τα πρωινα που δουλευα δε την εβλεπα. ολη την υπολοιπη μερα, για εναν ολοκληρο χρονο
που κρατησε η σχεση μας, ειμασταν μαζι.

υστερα ομως απο τους επτα πρωτους μηνες, η σχεση μας κλονιστηκε. δυστυχως, δε καταλαβα ποτε μου το λογο. ξεκινησαν καποιες (ανοητες απο τη μερια μου) ανασφαλειες της, οι οποιες δυναμωναν ολο κ πιο πολυ. φτασαμε σε σημειο να τσακωνομαστε, χωρις να ξερω το λογο. παντα ημουν συζητησιμος ανθρωπος, αν κ οπως απεδειχθη, αυτο δε με βοηθησε. οτιδηποτε της ελεγα, με οσο καλο τροπο της το ελεγα, την ενοχλουσε. εξηγηση σοβαρη απο τη μερια της, δε μου εδινε ομως. μονο φωναζε. φωναζε οτι δε με αντεχει αλλο, οτι ειμαι ανυποφορος κ διαφορα συναφη. παντα απο τη μερια μου προσπαθουσα να της εξηγησω το λογο, ζητωντας της παραλληλα να μου αιτιολογησει τους δικους της λογους. φευ ομως, ουτε μια φορα δε μου απαντησε σοβαρα. μονο πως δε με αντεχει ελεγε, πως η ζωη της διπλα μου ηταν μαρτυριο. εγω, εξακολουθουσα να μη καταλαβαινω το λογο, εκεινη εξακολουθουσε να μη μου τον λεει.

λιγες μερες λοιπον πριν συμπληρωσουμε ενα χρονο μαζι (για την ακριβεια επτα χαρουμενους μηνες, κ σχεδον πεντε ανυποφορους μηνες) της ειχα παρει ενα δωρο για την επετειο μας. ειχα φτασει νωριτερα σπιτι, για να το κρυψω κ να της κανω εκπληξη σε λιγες μερες, οταν θα κλειναμε χρονο. καθως εφτασα σπιτι, εκεινη ελειπε βεβαια, εκρυψα το δωρο της στο σαλονι. φανταστηκα οτι το δωρο θα την ηρεμουσε καπως, αν κ οφειλω να ομολογησω οτι δεν ειμαι τυπος που κανει δωρα. θεωρω οτι τετοιες πραξεις, σε τετοιες καταστασεις, καλυπτουν το υπαρκτο προβλημα. αφου λοιπον εκρυψα καλα το δωρο της, πηγα στο υπνοδωματιο.

δυστυχως, μολις ανοιξα τη πορτα ειδα την αγαπημενη μου ...κρεμασμενη απο το ταβανι! το σοκ μου ηταν μεγαλο, ο λιγος χρονος που περασε μεχρι να συνειδειτοποιησω τι ειχε γινει, φανηκε αιωνας. ομως η αγαπημενη μου αιωρουταν κρεμασμενη απο το ταβανι.

δε προκειται να το ξεχασω αυτο οσο ζω, οπως δε προκειται να ξεχασω το σημειωμα που μου ειχε αφησει στο κομοδινο: "φευγω γιατι δε σε αντεχω αλλο". ναι, αυτη ακριβως τη φραση ειχε γραψει! δε μου εξηγησε ποτε το λογο, ποτε! ακομα κ τωρα, ενα αοριστο οσο κ ασαφες σημειωμα αφησε! δε ξερω τι μπορει να ειχα κανει λαθος. την αγαπουσα υπερβολικα, δεν ημουν απαιτητικος τυπος, το αντιθετο. παντα ηθελα να λεμε οτιδηποτε μας απασχολει. τωρα, τι εγινε κ τους τελευταιους πεντε
μηνες δεν με αντεχε, δεν εχω καταλαβει, κ δε προκειται να καταλαβω. ευτυχως που η αγαπημενη μου ηταν ορφανη. αν ειχε συγγενεις, κ ειδικα αν μαθαιναν για το "γραμμα" που μου αφησε, θα ειχα μεγαλα μπλεξιματα. η ουσια ομως, ειναι πως εκεινη ειχε αυτοκτονησει, ενω εγω ημουν ζωντανος, να με τρωνε οι τυψεις κ η μη κατανοηση της αιτιας. μετα το γεγονος αυτο, αποφασισα να μην ερωτευθω παλι. να μεινω μονος μου για παντα. ναι, δεν ηθελα πλεον αγαπες, ετσι κ αλλιως, αυτη που αγαπησα
αποφασισε να "φυγει" με αυτο τον ασχημο τροπο. ουτε καν να με χωρισει δε μπορουσε, κατι που οσο να με πειραζε, θα το δεχομουν. να αυτοκτονησει ομως? ποιος νους μπορει να το δεχθει? κ μαλιστα χωρις να ξερει το λογο? εγω παντως, δε μπορουσα κ δε μπορω να το καταλαβω. ετσι λοιπον, αποφασισα να πορευτω μονος στη ζωη μου.

ομως οπως πολυ σοφα λενε, η ζωη  ειναι πουτανα. στη δικη μου περιπτωση υστερα απο ενα χρονο, στα δεκαεννια μου για την ακριβεια, εφερε(!) μπροστα μου μια αλλη κοπελα. οχι, δεν ειχα ξεπερασει τη πρωτη μου αγαπη, οχι, δεν ηθελα να ερωτευθω. κ ομως! την ερωτευθηκα! κ μαλιστα πολυ! το ιδιο κ εκεινη. χωρις να καταλαβω πως κ τι, μειναμε μαζι απο τις πρωτες μερες. η σχεση μας πηγαινε απο το καλο στο καλυτερο. εγω, παρολη τη φοβια που ειχα απο τη προηγουμενη σχεση, προσπαθουσα κ ημουν αψογος. ημουν ο εαυτος μου, το ιδιο ηταν κ εκεινη. ειμασταν ευτυχισμενοι λοιπον!

 ...σχεδον δηλαδη. σχεδον, διοτι κ αυτη η σχεση μου κρατησε κοντα ενα χρονο. ενω ημουν οσο πιο προσεκτικος μπορουσα (λογω του παρελθοντος) ενω ημουν παλι ειλικρινης, τους τελευταιους μηνες η σχεση μας πηγαινε πολυ ασχημα. παλι δε μπορουσα να καταλαβω το λογο, παλι εκεινη δε μου εξηγουσε το γιατι. κ δυστυχως, παλι ακουγα τα ιδια λογια, οτι δε με αντεχει, οτι θελει να φυγει κλπ. περα απο το φοβο μου μη συμβουν τα ιδια πραγματα, προσπαθουσα (ματαια ομως) να μου εξηγησει τι ακριβως εννοει. κανενα αποτελεσμα, καμια σαφη απαντηση εκ μερους της. τουλαχιστον (αν μπορω να χρησιμοποιησω αυτη τη λεξη) εκεινη δεν αυτοκτονησε. κατι ειναι κ αυτο. δυστυχως ομως, οι διαμαχες(?) μας την εκαναν να ...τρελαθει! ακριβως! η δευτερη κοπελα που αγαπησα, τρελαθηκε! ειναι ακομα σε ψυχιατρειο κλεισμενη. αν με τη πρωτη μου αγαπη σταθηκα τυχερος(?) που ηταν ορφανη, με τη δευτερη δεν ειχα την ιδια "τυχη"! αντιμετωπισα πολλα προβληματα απο την οικογενεια
της. οχι μονο δε καταφερα να τη δω στο ψυχιατρειο, αλλα κ μονο που της ελεγαν το ονομα μου την επιαναν δυνατες κρισεις. δε μιλω για τις μηνυσεις απο τους δικους της, ετσι κ αλλιως δε μπορουσαν να τις τεκμηριωσουν κ αθωωθηκα στο Δικαστηριο. ομως τι να το κανεις? η δευτερη κοπελα που αγαπησα, βρισκεται κλεισμενη στο ψυχιατρειο! παλι χωρις να ξερω που φταιω, αν φταιω η, οτιδηποτε αλλο. ηξερα(?) ομως οτι εγω ημουν η αιτια, τουλαχιστον στο δικο της μυαλο. προσωπικα, αφου αντεξα κ αυτο το πληγμα, θα μπορουσα να αντεξω οτιδηποτε.

το μονο που ειπα στον εαυτο μου ειναι πως αν θελω να γαμησω, θα πρεπει να παω στις πουτανες. τις πουτανες τις συμπαθω κ τις σιχαινομαι ταυτοχρονα. δε ξερω ακριβως το λογο. απο τη μια κανουν κατι ευκολο για να βγαλουν χρηματα, απο την αλλη ποιος ξερει ποσο χαλια μπορει να ειναι η ψυχη τους? δικο τους προβλημα δε λεω, απλως με κανει να αισθανομαι αβολα με τη ψυχοσυνθεση τους. ναι, ειναι μια επαγγελματικη συμφωνια, κανενα προβλημα. μα ρε γαμωτο, δε μπορει να αγαπησει κανενας πια? ολοι στην ευκολη λυση του πηδηματος ειναι?

αποφασισα λοιπον, να μη παω στις πουτανες, η τουλαχιστον να το καθυστερησω οσο μπορω. εξαλλου, τα περι αγαπης πλεον τα ακουω βερεσε. καθολου δε με ενδιαφερουν.
οτι, κ οσες αγαπησα η αυτοκτονησαν η τρελαθηκαν! αυτο ξερω.

οπως προειπα ομως (μια κ η κουβεντα το εφερε) η ζωη ειναι πουτανα! ετσι στα εικοσιενα μου χρονια, κ ενω ειχα μεινει πιστος στις ιδεες μου περι σχεσεων (αν κ ειχα κανει σχεσεις της μιας βραδυας, τις οποιες λογω φοβου δε συνεχισα) η ...δεσποινις ζωη εφερε στο δρομο μου αλλη μια κορασιδα! αλλη μια χοτ τυπισσα βρεθηκε στο ...διαβα μου! τι τα θες? οσο κ να μην ηθελα να κανω τιποτα μαζι της, οσο κ αν το προσπαθησα, δε καταφερα να μη τη συγκινησω απο την ομορφια μου! ετσι λοιπον, επεσα στα διχτυα της (ενταξει, ισως επεσε εκεινη στα δικα μου, ομως ας μη το κανουμε θεμα). για τριτη φορα στη ζωη μου, παρολες τις δυο μεγαλες πικρες που περασα, ερωτευθηκα παλι! το σεναριο σχεδον ιδιο. απο τις πρωτες μερες μειναμε μαζι. ο ερωτας μας ηταν αληθινος (ετσι πιστευα τουλαχιστον). ολα κυλουσαν ομορφα, ισως κ να ειχα ξεχασει τις προηγουμενες πικρες μου, κ αυτο ηταν σημαντικο. χαιρομουν να ειμαι μαζι της, χαιροταν που ηταν μαζι μου. επιτελους, τριτη κ καλυτερη που λενε! ειχα αφησει πισω μου το παρελθον, ειχα μια νεα ζωη μπροστα μου να περασω με την αγαπημενη μου! ημουν ευτυχισμενος, ισως για πρωτη φορα τοσο συνειδητα.

ολα αυτα μεχρι τον εβδομο μηνα δυστυχως! (να θυμηθω να διαγραψω το "επτα" απο τυχερο μου αριθμο. περα οτι μονο τυχερος δεν απεδειχθη, ειναι τυχερος αριθμος για πολλα ατομα, κ δε μου αρεσει να ειμαι σαν ολους τους αλλους). να τα ξαναπω δεν εχω κουραγιο. παλι ημουν ο εαυτος
μου, παλι προσπαθουσα σε ολα να ειμαι διπλα στην αγαπημενη μου, κ παλι χωρις να καταλαβω αρχισαν οι διαφωνιες, αρχισαν τα "δε σε αντεχω αλλο" κλπ! δε μπορω να πω οτι ειχα συνηθισει να τα ακουω, εξακολουθουσαν δυστυχως να με πειραζουν. οχι τοσο για μενα, οσο για την (εκαστοτε)
αγαπημενη μου. ετσι λοιπον, για τριτη φορα σε λιγα χρονια, η σχεση μου κρατησε κοντα ενα χρονο. η αγαπημενη μου με παρατησε λιγο πριν συμπληρωσουμε δωδεκα μηνες μαζι. οχι, δεν εχω ιδεα γιατι το εκανε, κ ισως δε θα μαθω ποτε. ξερω ομως οτι εκεινη, παροτι με παρατησε, ειχε καλυτερη τυχη απο τις δυο πρωτες αγαπημενες μου. οχι, δεν αυτοκτονησε, οχι δε τρελαθηκε. απλως, παλι λογω εμου δυστυχως, αφου με παρατησε, εγινε ...λεσβια! κατι ειναι κ αυτο! δε χαιρομαι βεβαια, αλλα δε
στεναχωριεμαι κιολας!

δε ξερω τι μπορει να εχω κανει λαθος. ειμαι ομορφος τυπος αληθεια, κ εξυπνος επισης. δε ξερω γιατι οι κοπελες που αγαπησα πηραν τετοιο "δρομο". ομως τωρα ειμαι ελευθερος (εδω κ κατι μηνες απο τη τριτη κοπελα που αγαπησα), κ οσες χοτ κορασιδες ενδιαφερονται, ξερουν που θα με βρουν. (παρακαλω να εχουν κ ολοσωμη φωτο στο φακελο κ πιστοποιητικο καλης ψυχικης υγειας).