"ςηκίλΑ
ςηΤ ήμορδκΕ Η"
-------------------------------
Το προηγουμενο
βραδυ, η Αλικη ακουσε τους γονεις της να μιλουν κρυφα. Δεν ηταν σιγουρη τι ελεγαν, αλλά σα να ακουσε κατι σχετικα με μια εκδρομη
που σχεδιαζαν για εκεινη. Από τη χαρα της
για την εκπληξη αυτή, δε κοιμηθηκε ολο το βραδυ. Κάθε λιγο σκεφτοταν που θα την
πανε. Μηπως στο βουνο? Να δει τη φυση, να δει τα αγρια ζωα? Η μηπως στη θαλασσα
να κολυμπησει στα παγωμενα νερα? Προτιμουσε πιο πολύ τη θαλασσα, διοτι δεν ειχε
παει ποτέ της. Ανυπομονουσε να νιωσει τον εαυτο της να κολυμπαει, κ ας μην
ηξερε κολυμπι.
Το επομενο
πρωι δεν αργησε να ερθει. Βρηκε την Αλικη να κοιμαται κουρασμενη από τις βραδυνες της
σκεψεις. Δεν προσεξε καλα καλα τους ανθρωπους που ηρθαν κ την πηραν από τους γονεις
της. Ουτε θυμαται αν φωναξε ή όχι. Τωρα την ενοχλουσε μονο αυτή η παραξενη
ζακετα που της φορεσαν.
"οχίοΤ οτΣ ςακανίΠ Ο"
-----------------------------
Εδω κ καιρο, η Αλικη ειχε προσεξει ενα πινακα στο θαλαμο μιας κοπελας. Εδειχνε ενα μικρο σπιτι, με μεγαλη αυλη εξω. Ολο ελεγε να τον κοιταξει πιο προσεκτικα, μα ολο το ξεχνουσε. Σημερα το πρωι ομως, κ ενω ολοι οι τροφιμοι του ψυχιατρειου ειχαν βγει στο προαυλιο, η Αλικη πηγε να τον δει.
Πραγματι, ηταν ενα μικρο σπιτι με μεγαλη αυλη, αυτο ομως που ειδε η Αλικη ηταν οτι στην αυλη καθοταν χαρουμενη μια οικογενεια. Ηταν ο πατερας της, η μητερα της, κ η ιδια! Ποσο συγκινηθηκε! Ποσα δακρυα ετρεξαν απο τα μάτια της! Ποσο ηθελε να ειναι με τους γονεις της ξανα!
Οταν ακουστηκε ο πρωτος θορυβος, κανείς απο τους νοσηλευτες δεν εδωσε σημασια. Ουτε οταν ακουστηκε ο δευτερος. Στον τριτο θορυβο ομως, ολοι α νοσηλευτες αρχισαν να τρεχουν πανικοβλητοι.
Τελευταια στιγμη προλαβαν την Αλικη πριν χτυπησει για τεταρτη φορα το κεφαλι της πανω στο πινακα. Ενω της σκουπιζαν τα αιματα, η Αλικη κλαιγοντας τους ελεγε: "αφηστε να ειμαι με τους γονεις μου, σας παρακαλω!!"