"ςώΦ ιελέΘ ηκίλΑ Η"
-------------------------
η Αλικη ηταν κλεισμενη στο θαλαμο της. ηταν βραδυ, ο ουρανος εξω ηταν συννεφιασμενος. το λιγοστο φως που εμπαινε απο το μικρο παραθυρο ψηλα στο τοιχο, ηταν αμυδρο. ανησυχη η Αλικη στριφογυρνουσε στο κρεβατι της.
"δε μπορω να κοιμηθω ετσι. θελω λιγο φως" ειπε.
σηκωθηκε απο το κρεβατι. πηγε μπροστα στους τοιχους. οι ζωγραφιες της ισα ισα φαινοταν.
τοτε, η Αλικη σκεφτηκε κατι. πηρε ενα χαρτονι, κ πανω του ζωγραφισε εναν Ηλιο. εναν κιτρινο κυκλο δηλαδη, με γραμμες γυρω του. τον εβαλε στο τοιχο. ομως, το σκοταδι δεν εφευγε. τον εβαλε κ στους υπολοιπους τοιχους μα ουτε τωρα εγινε το δωματιο της πιο φωτεινο. απογοητευμενη η Αλικη, ξαπλωσε στο πατωμα κοιτωντας το ταβανι.
ξαφνικα αρχισε να γελαει. "μα πως δεν το σκεφτηκα πιο πριν" ειπε.
πηρε το χαρτονι, εκοψε προσεκτικα (με ενα ψαλιδι που ειχε κρυμενο) τον Ηλιο. εκοψε πρωτα τις ακτινες, κ μετα τον κιτρινο κυκλο. υστερα, πηρε τις ακτινες με προσοχη, τρυπωντας το δερμα της, γεμισε το κορμι της με αυτες. το κιτρινο κυκλο, τον εβαλε στο στηθος της. αμεσως το δωματιο αρχισε να φωτιζεται. χαρουμενη η Αλικη για το κατορθωμα της, αρχισε να πεταει ελαφρα προς ολες τις μεριες του θαλαμου της. ηταν παγιδευμενη σε αυτο που εφτιαξε, μα δε την ενοιαζε. ειχε γινει Ηλιος. τωρα, φωτιζε η ιδια το θαλαμο της.
"ςηκίλΑ ςηΤ ότηγαΦ οΤ"
-----------------------------
η Αλικη ειχε κατσει γονατιστη μπροστα στο κρεβατι της. πανω του, ειχε βαλει ενα ασπρο πλαστικο πιατο. σημερα η Αλικη θα μαγειρευε μονη της το φαγητο της. θα εφτιαχνε μακαρονια με κοκκινη σαλτσα κ ελιες.
εβγαλε απο τη τσεπη της τα μακαρονια. τα απλωσε στο πιατο. απο την αλλη της τσεπη εβγαλε τις ελιες. τις εριξε κ αυτες στο πιατο. με το πλαστικο της πηρουνι, αρχισε να απλωνει το φαγητο της.
"ναι, τωρα δειχνει ομορφο" ειπε. καθισε λιγο κ το κοιτουσε. ελλειπε η σαλτσα. τοτε, η Αλικη εβαλε τα δαχτυλα της αναμεσα στα ποδια της. οταν τα εβγαλε, ηταν κοκκινα. πασαλειψε τα μακαρονια.
εφαγε την πρωτη μπουκια.
"πολυ ομορφο φαγητο! τελικα, ξερω να μαγειρευω" ειπε.
δεν ειχε προλαβει να τελειωσει το φαγητο της, οταν ξαφνικα ανοιξε η πορτα. δύο νοσοκομοι μπηκαν μεσα. η Αλικη, μολις τους ειδε, τους ρωτησε αν θελουν να δοκιμασουν το φαγητο της. αυτοι, χωρις να πουν κουβεντα, επεσαν πανω στην Αλικη απομακρυνοντας την απο το κρεβατι.
ηταν λιγο πριν, που ενας τροφιμος, τους ειχε πει οτι ειχε δει την Αλικη να μαζευει απο το κηπο σκουληκια. οτι την ειχε δει να βαζει στη τσεπη της σκοτωμενες μυγες. οτι οταν τη ρωτησε τι θα τα κανει, η Αλικη του ειπε: "αποψε θα μαγειρεψω!".
"ιτάβερΚ οτΣ ηκίλΑ Η"
---------------------------
η Αλικη ηταν τωρα στην απομονωση. οχι οτι ειχε μεγαλη διαφορά απο το θαλαμο της, κ εκει μονη ηταν. απλά, όποτε την εβαζαν στην απομονωση. την εδεναν χειροποδαρα στο κρεβατι.
την πονουσε το στομαχι της, ενιωθε παραξενα.
"παλι θα με μου εκαναν καθαρισμό" σκεφτηκε.
δεν αντεχε να καθεται δεμενη, να μη μπορει να κουνηθει. αρχισε να κλαιει. να κλαιει με λυγμους. ξαφνικα, μια μορφη εμφανιστηκε μπροστα της. ηταν η μητερα της.
"μη κλαις καλο μου παιδι. εγω θα σε ελευθερωσω" της ειπε.
αμεσως οι ιμαντες λυθηκαν. η πορτα μισοανοιξε. η Αλικη χωρις να χασει χρονο, σηκωθηκε απο το κρεβατι της. βγηκε απο την απομονωση. περπατησε μεχρι την εισοδο του Ψυχιατρειου. κανείς δε την ειδε. ανοιξε τη μεγαλη πορτα, κ χαθηκε στο δασος.
τωρα, ακουγε μονο τα τραγουδια της, μυριζε μονο την ελευθερια της!
"επιτελους, τωρα ζω!!" ειπε.
ξαφνικα ανοιξε τα μάτια της. ηταν ακομα δεμενη στο κρεβατι της.
η Αλικη συνεχισε να κλαιει...
-------------------------
η Αλικη ηταν κλεισμενη στο θαλαμο της. ηταν βραδυ, ο ουρανος εξω ηταν συννεφιασμενος. το λιγοστο φως που εμπαινε απο το μικρο παραθυρο ψηλα στο τοιχο, ηταν αμυδρο. ανησυχη η Αλικη στριφογυρνουσε στο κρεβατι της.
"δε μπορω να κοιμηθω ετσι. θελω λιγο φως" ειπε.
σηκωθηκε απο το κρεβατι. πηγε μπροστα στους τοιχους. οι ζωγραφιες της ισα ισα φαινοταν.
τοτε, η Αλικη σκεφτηκε κατι. πηρε ενα χαρτονι, κ πανω του ζωγραφισε εναν Ηλιο. εναν κιτρινο κυκλο δηλαδη, με γραμμες γυρω του. τον εβαλε στο τοιχο. ομως, το σκοταδι δεν εφευγε. τον εβαλε κ στους υπολοιπους τοιχους μα ουτε τωρα εγινε το δωματιο της πιο φωτεινο. απογοητευμενη η Αλικη, ξαπλωσε στο πατωμα κοιτωντας το ταβανι.
ξαφνικα αρχισε να γελαει. "μα πως δεν το σκεφτηκα πιο πριν" ειπε.
πηρε το χαρτονι, εκοψε προσεκτικα (με ενα ψαλιδι που ειχε κρυμενο) τον Ηλιο. εκοψε πρωτα τις ακτινες, κ μετα τον κιτρινο κυκλο. υστερα, πηρε τις ακτινες με προσοχη, τρυπωντας το δερμα της, γεμισε το κορμι της με αυτες. το κιτρινο κυκλο, τον εβαλε στο στηθος της. αμεσως το δωματιο αρχισε να φωτιζεται. χαρουμενη η Αλικη για το κατορθωμα της, αρχισε να πεταει ελαφρα προς ολες τις μεριες του θαλαμου της. ηταν παγιδευμενη σε αυτο που εφτιαξε, μα δε την ενοιαζε. ειχε γινει Ηλιος. τωρα, φωτιζε η ιδια το θαλαμο της.
"ςηκίλΑ ςηΤ ότηγαΦ οΤ"
-----------------------------
η Αλικη ειχε κατσει γονατιστη μπροστα στο κρεβατι της. πανω του, ειχε βαλει ενα ασπρο πλαστικο πιατο. σημερα η Αλικη θα μαγειρευε μονη της το φαγητο της. θα εφτιαχνε μακαρονια με κοκκινη σαλτσα κ ελιες.
εβγαλε απο τη τσεπη της τα μακαρονια. τα απλωσε στο πιατο. απο την αλλη της τσεπη εβγαλε τις ελιες. τις εριξε κ αυτες στο πιατο. με το πλαστικο της πηρουνι, αρχισε να απλωνει το φαγητο της.
"ναι, τωρα δειχνει ομορφο" ειπε. καθισε λιγο κ το κοιτουσε. ελλειπε η σαλτσα. τοτε, η Αλικη εβαλε τα δαχτυλα της αναμεσα στα ποδια της. οταν τα εβγαλε, ηταν κοκκινα. πασαλειψε τα μακαρονια.
εφαγε την πρωτη μπουκια.
"πολυ ομορφο φαγητο! τελικα, ξερω να μαγειρευω" ειπε.
δεν ειχε προλαβει να τελειωσει το φαγητο της, οταν ξαφνικα ανοιξε η πορτα. δύο νοσοκομοι μπηκαν μεσα. η Αλικη, μολις τους ειδε, τους ρωτησε αν θελουν να δοκιμασουν το φαγητο της. αυτοι, χωρις να πουν κουβεντα, επεσαν πανω στην Αλικη απομακρυνοντας την απο το κρεβατι.
ηταν λιγο πριν, που ενας τροφιμος, τους ειχε πει οτι ειχε δει την Αλικη να μαζευει απο το κηπο σκουληκια. οτι την ειχε δει να βαζει στη τσεπη της σκοτωμενες μυγες. οτι οταν τη ρωτησε τι θα τα κανει, η Αλικη του ειπε: "αποψε θα μαγειρεψω!".
"ιτάβερΚ οτΣ ηκίλΑ Η"
---------------------------
η Αλικη ηταν τωρα στην απομονωση. οχι οτι ειχε μεγαλη διαφορά απο το θαλαμο της, κ εκει μονη ηταν. απλά, όποτε την εβαζαν στην απομονωση. την εδεναν χειροποδαρα στο κρεβατι.
την πονουσε το στομαχι της, ενιωθε παραξενα.
"παλι θα με μου εκαναν καθαρισμό" σκεφτηκε.
δεν αντεχε να καθεται δεμενη, να μη μπορει να κουνηθει. αρχισε να κλαιει. να κλαιει με λυγμους. ξαφνικα, μια μορφη εμφανιστηκε μπροστα της. ηταν η μητερα της.
"μη κλαις καλο μου παιδι. εγω θα σε ελευθερωσω" της ειπε.
αμεσως οι ιμαντες λυθηκαν. η πορτα μισοανοιξε. η Αλικη χωρις να χασει χρονο, σηκωθηκε απο το κρεβατι της. βγηκε απο την απομονωση. περπατησε μεχρι την εισοδο του Ψυχιατρειου. κανείς δε την ειδε. ανοιξε τη μεγαλη πορτα, κ χαθηκε στο δασος.
τωρα, ακουγε μονο τα τραγουδια της, μυριζε μονο την ελευθερια της!
"επιτελους, τωρα ζω!!" ειπε.
ξαφνικα ανοιξε τα μάτια της. ηταν ακομα δεμενη στο κρεβατι της.
η Αλικη συνεχισε να κλαιει...