Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

"νιεβαΛ κ ιανυοΔ"

βρισκομαι εξω απο το χειρουργειο, διπλα στο παραθυρο. καπνιζοντας το ενα τσιγαρο μετα το αλλο. μερικες φορες αναβω τσιγαρο, ενω στο χερι μου εχω ακομα το προηγουμενο αναμμενο. μεσα στο χειρουργειο, αναμεσα απο γιατρους κ χειρουργικα εργαλεια, κοιμαται η αγαπημενη μου. ειναι οι
στιγμες που γινονται ωρες, ειναι οι ωρες που γινονται αιωνες. ενα καλο νεο του γιατρου, θα ειναι η ανασταση μου. ενα καλο νεο, αυτο θελω. ενα καλο νεο, κ ας πεθανω μετα.
ξαφνικα ανοιγει η πορτα. ειναι ο γιατρος. εχει μια λυπη στο προσωπο του. μια λυπη, που παγωνει το αιμα μου.

-λυπαμαι, δε μπορουμε να κανουμε τιποτα πλεον. πρεπει να βρεθει δοτης αμεσα, εντος ολιγων ωρων, αλλιως.... αλλιως μονο ο Θεος μπορει να τη βοηθησει.

ολα σκοτεινιασαν. ο κοσμος μου σταματησε να υπαρχει. ο Θεος! ο Θεος, σκεφτηκα. ποιος? αυτος που δε τη βοηθησε? αυτος που δεν εκτιμησε καθολου ποσο καλος ανθρωπος ειναι η αγαπημενη μου? αυτος που τη βλεπει με απαθεια να αργοσβηνει? αυτος που υπηρετησα τοσα χρονια? ετσι μου ανταποδιδει το καλο που κανω στους συνανθρωπους μου? ετσι? με αυτο το τροπο? ε λοιπον αυτο το Θεο, δε τον θελω. τον αρνουμαι!

βιαστικα εφυγα απο το νοσοκομειο. προχωρουσα σα χαμενος στους ερημους δρομους. φιλος μου ηταν μονο το σκοταδι. ειχα οργη μεσα μου, κ ισως να ειχα μισος. για πρωτη φορα ενιωσα μισος, κ μαλιστα για το Θεο που υπηρετουσα συνειδητα τοσα χρονια. δεν ηθελα να παρει απο κοντα μου την
αγαπημενη μου. δε μπορουσα να το αντεξω. ας επαιρνε εμενα. ναι, αυτο θα το δεχομουν, αρκει η αγαπημενη μου να ζησει. μονο αυτο ηθελα, να ζησει, τιποτα αλλο.

σταματησα να προχωρω, σταθηκα ακινητος. σηκωσα το κεφαλι στο ουρανο. προσευχηθηκα, πιο εντονα απο καθε αλλη φορα. βοηθησε με Θεε μου! τον παρακαλεσα, τον ικετεψα. δεν ειχα χρονο. η αγαπημενη μου δεν ειχε χρονο. σε λιγο θα την εχανα. μα ο Θεος δε μου απαντησε. δε φανηκε
μπροστα μου. δε με ακουσε.

με βουρκωμενα ματια, κατευθυνθηκα πισω στο νοσοκομειο. θα καθομουν μαζι της μεχρι το τελος. κ αμεσως μετα, θα εφευγα μαζι της.

καθως προχωρουσα, μια παραξενη μουσικη εφτασε στα αυτια μου. παραξενη οσο κ ομορφη. την ακολουθησα, εφτασα στο τερμα ενος μικρου δρομου. εκει, αναμεσα στα σκουπιδια στεκοταν μια μορφη. ηταν ενας μαυρος αγγελος, με προσωπο χωρις δερμα, παραμορφωμενο. επαιζε ενα παραξενο
φλαουτο, φτιαγμενο απο ανθρωπινο κοκκαλο. μπροστα του, ειχε μια καρδια σε ενα πιατο. μια καρδια που χτυπουσε εντονα. ηταν η δικη μου καρδια!

δε του ειπα τιποτα. απλως κουνησα συγκαταβατικα το κεφαλι μου. εκεινος αρχισε να προχωραει, συνεχιζοντας να παιζει τη παραξενη αυτη μουσικη. χαρουμενος τον ακολουθησα. ηξερα οτι αυτη η ανταλλαγη, ηταν προτιμοτερη. ηξερα, οτι η αγαπημενη μου θα ζουσε...