"υομόρδαιΔ υοΤ ηρκΑ νητΣ"
----------------------------
σημερα η Αλικη βγηκε απο το θαλαμο της υστερα απο πολλες μερες. δεν κατευθυνθηκε εξω μαζι με τους υπολοιπους, οχι γιατι φοβηθηκε παλι, αλλά γιατι εδω κ καιρο ηθελε να παει καπου αλλου. στην αλλη ακρη του μεγαλου διαδρομου, εκει που συχνα ακουγε κραυγες. ετσι, χωρις να την προσεξει κανείς, προχωρησε προς τα πισω. το φως ολο κ λιγοστευε, ο διαδρομος γινοταν ολο κ πιο στενος. δεξια κ αριστερα υπηρχαν κλειστες πορτες, σα τη δικη της. φοβοταν γιατι υπηρχε μεγαλη ησυχια.
ξαφνικα, ακουσε μια γυναικεια φωνη να της λεει:
"γεια σου κοριτσι"
η Αλικη κοντοσταθηκε. γυρισε το βλεμμα της δεξια, κ απο το μικρο παραθυρο πανω στη πορτα ειδε μια γυναικα.
"γεια" ειπε αμηχανα
"να σε ρωτησω κατι?" της ειπε η γυναικα πισω απο το μικρο παραθυρο της πορτας
"εμμμ, ναι" ειπε η Αλικη
"μηπως εχεις δει το γιο μου?" την ρωτησε η παραξενη γυναικα, που ο χρονος ηταν σα να ειχε στροβιλιστει στο προσωπο της
"τον γιο σας? ποιον γιο σας?" ρωτησε η Αλικη
"τον γιο μου, τον μικρο Κ. μου τον πηραν μεσα απο την αγκαλια μου, οταν ηταν επτα χρονων" της απαντησε η γυναικα
"δεν ξερω κανεναν Κ, βασικα δεν ξερω κανεναν εδω μεσα" απαντησε η Αλικη
"θα τον εχεις προσεξει" ειπε η γυναικα. κ συνεχισε λεγοντας της πως ηταν ενα πολυ αδυνατο παιδι, με σγουρα μαλλια κ μελαγχολικο βλεμμα.
"οχι, λυπαμαι" απαντησε η Αλικη
τοτε, η παραξενη γυναικα αρχισε να ουρλιαζει. οι κραυγες της, τρυπουσαν το κεφαλι της Αλικης, μα κ την κρατουσαν ακινητη. δεν μπορουσε να φυγει.
μετα απο λιγο ηρθαν οι ανθρωποι με τις ασπρες στολες κ απομακρυναν την Αλικη απο εκει. την πηγαν πισω στο θαλαμο της.
"δεν σου εχουμε πει να μην πας ποτέ εκει?" την ρωτησε ο ενας σχεδον φωναζοντας.
η Αλικη δεν απαντησε. στο μυαλο της κρατησε τα λογια που μουρμουρισε ο ενας απο τους δύο καθως την απομακρυναν¨
"δεν φτανει που η τρελη σκοτωσε το παιδι της, καθε λιγο ουρλιαζει οτι της το πηραν κιολας"
"ςηκίλΑ ςηΤ άραΧ Η"
------------------------
η Αλικη βαδιζε εξω στην αυλη. ο καιρος ηταν καλος, καθως τωρα πια ειχε βγει ο Ηλιος. οχι οτι χαιροταν, απλά προτιμουσε πιο πολυ τα συννεφα. καθως βαδιζε, προσεξε στην ακρη του κηπου ενα παραξενο λουλουδι. ηταν πολυ μικρο, ειχε ασπρα φυλλα, κ στο κεντρο του ηταν κιτρινο.
εκατσε λιγη ωρα κοιτωντας το εκθαμβη. της φαινοταν τοσο ομορφο! ηταν μια μαργαριτα, αλλά η Αλικη δεν το ηξερε. του εδωσε ενα δικο της ονομα, ετσι οπως το φανταστηκε. το ονομασε "το παραξενο λουλουδι με τους δρομους που οδηγουν στη φωτια".
αμεσως ανεβηκε πανω στα φυλλα. αρχισε να κανει τσουληθρα μεχρι το κεντρο, μεχρι τη φωτια. καθε λιγο καιγοταν ολο κ πιο πολυ, μα συνεχισε να κανει τσουληθρα μεχρι να καει εντελως.
"ςηκίλΑ ςηΤ ιβύλοΜ οΤ"
---------------------------
αποψε η Αλικη δεν μπορουσε να κοιμηθει. στριφογυριζε στο κρεβατι της αγχωμενη. δεν ηθελε να μπει παλι μεσα στο τοιχο να βρει τις φιλες της να παιξει.
σηκωθηκε απο το κρεβατι, αρχισε να βηματιζει νευρικα πανω κατω. βαριοταν, ουτε αυτο της αρεσε. αποφασισε να ζωγραφισει κατι. "πολυ καλα εκανα που εκρυψα το μολυβι" σκεφτηκε.
πότε με αργες, πότε με γρηγορες κινησεις καταφερε να τελειωσει τη ζωγραφια της. οταν εκατσε να την δει, προσεξε οτι ειχε ζωγραφισει εναν ανθρωπο ντυμενο στα ασπρα, με το ενα του ματι βγαλμενο. η ζωγραφια της ηταν πολυ ομορφη, ειχες αρκετες λεπτομερειες, μπορουσες να ακουσεις τον τυπο να ουρλιαζει απο τον πονο.
ομως η Αλικη φοβηθηκε πολυ. αρχισε εκεινη να ουρλιαζει. την ακουσε ενας νοσοκομος. τρεχοντας μπηκε στο θαλαμο της. ειδε την Αλικη στο πατωμα να ουρλιαζει. ειδε τη ζωγραφια με τον τυπο ντυμενο στα ασπρα να ουρλιαζει καθως του ειχε βγει το ματι.
δεν ειδε ομως την Αλικη, καθως ξαφνικα, του καρφωσε με δυναμη το μολυβι στο ματι.
"ιεζίφαργωΖ ηκίλΑ Η"
-----------------------
η Αλικη ετρεξε γρηγορα στο θαλαμο της. ηταν χαρουμενη, γιατι σημερα, κ για λιγες μερες θα μπορουσε να ζωγραφιζει με το αγαπημενο της χρωμα: το κοκκινο!
παροτι πονουσε η κοιλια της, ξαπλωσε γρηγορα στο κρεβατι της. εβαλε το χερι της αναμεσα στα ποδια της. οταν το εβγαλε ηταν κατακοκκινο. γεματη χαρα αρχισε να φτιαχνει διάφορα σχεδια στο κορμι της. τα κοιτουσε κ χαιροταν τοσο πολυ! μετα, πλενοταν, κ συνεχιζε να κανει κ άλλα σχεδια, οσο πιο πολλα μπορουσε.
ηταν λιγες οι μερες που η Αλικη ηταν χαρουμενη. ηταν οι μερες που η Αλικη εβγαζε κοκκινο χρωμα αναμεσα στα ποδια της.
----------------------------
σημερα η Αλικη βγηκε απο το θαλαμο της υστερα απο πολλες μερες. δεν κατευθυνθηκε εξω μαζι με τους υπολοιπους, οχι γιατι φοβηθηκε παλι, αλλά γιατι εδω κ καιρο ηθελε να παει καπου αλλου. στην αλλη ακρη του μεγαλου διαδρομου, εκει που συχνα ακουγε κραυγες. ετσι, χωρις να την προσεξει κανείς, προχωρησε προς τα πισω. το φως ολο κ λιγοστευε, ο διαδρομος γινοταν ολο κ πιο στενος. δεξια κ αριστερα υπηρχαν κλειστες πορτες, σα τη δικη της. φοβοταν γιατι υπηρχε μεγαλη ησυχια.
ξαφνικα, ακουσε μια γυναικεια φωνη να της λεει:
"γεια σου κοριτσι"
η Αλικη κοντοσταθηκε. γυρισε το βλεμμα της δεξια, κ απο το μικρο παραθυρο πανω στη πορτα ειδε μια γυναικα.
"γεια" ειπε αμηχανα
"να σε ρωτησω κατι?" της ειπε η γυναικα πισω απο το μικρο παραθυρο της πορτας
"εμμμ, ναι" ειπε η Αλικη
"μηπως εχεις δει το γιο μου?" την ρωτησε η παραξενη γυναικα, που ο χρονος ηταν σα να ειχε στροβιλιστει στο προσωπο της
"τον γιο σας? ποιον γιο σας?" ρωτησε η Αλικη
"τον γιο μου, τον μικρο Κ. μου τον πηραν μεσα απο την αγκαλια μου, οταν ηταν επτα χρονων" της απαντησε η γυναικα
"δεν ξερω κανεναν Κ, βασικα δεν ξερω κανεναν εδω μεσα" απαντησε η Αλικη
"θα τον εχεις προσεξει" ειπε η γυναικα. κ συνεχισε λεγοντας της πως ηταν ενα πολυ αδυνατο παιδι, με σγουρα μαλλια κ μελαγχολικο βλεμμα.
"οχι, λυπαμαι" απαντησε η Αλικη
τοτε, η παραξενη γυναικα αρχισε να ουρλιαζει. οι κραυγες της, τρυπουσαν το κεφαλι της Αλικης, μα κ την κρατουσαν ακινητη. δεν μπορουσε να φυγει.
μετα απο λιγο ηρθαν οι ανθρωποι με τις ασπρες στολες κ απομακρυναν την Αλικη απο εκει. την πηγαν πισω στο θαλαμο της.
"δεν σου εχουμε πει να μην πας ποτέ εκει?" την ρωτησε ο ενας σχεδον φωναζοντας.
η Αλικη δεν απαντησε. στο μυαλο της κρατησε τα λογια που μουρμουρισε ο ενας απο τους δύο καθως την απομακρυναν¨
"δεν φτανει που η τρελη σκοτωσε το παιδι της, καθε λιγο ουρλιαζει οτι της το πηραν κιολας"
"ςηκίλΑ ςηΤ άραΧ Η"
------------------------
η Αλικη βαδιζε εξω στην αυλη. ο καιρος ηταν καλος, καθως τωρα πια ειχε βγει ο Ηλιος. οχι οτι χαιροταν, απλά προτιμουσε πιο πολυ τα συννεφα. καθως βαδιζε, προσεξε στην ακρη του κηπου ενα παραξενο λουλουδι. ηταν πολυ μικρο, ειχε ασπρα φυλλα, κ στο κεντρο του ηταν κιτρινο.
εκατσε λιγη ωρα κοιτωντας το εκθαμβη. της φαινοταν τοσο ομορφο! ηταν μια μαργαριτα, αλλά η Αλικη δεν το ηξερε. του εδωσε ενα δικο της ονομα, ετσι οπως το φανταστηκε. το ονομασε "το παραξενο λουλουδι με τους δρομους που οδηγουν στη φωτια".
αμεσως ανεβηκε πανω στα φυλλα. αρχισε να κανει τσουληθρα μεχρι το κεντρο, μεχρι τη φωτια. καθε λιγο καιγοταν ολο κ πιο πολυ, μα συνεχισε να κανει τσουληθρα μεχρι να καει εντελως.
"ςηκίλΑ ςηΤ ιβύλοΜ οΤ"
---------------------------
αποψε η Αλικη δεν μπορουσε να κοιμηθει. στριφογυριζε στο κρεβατι της αγχωμενη. δεν ηθελε να μπει παλι μεσα στο τοιχο να βρει τις φιλες της να παιξει.
σηκωθηκε απο το κρεβατι, αρχισε να βηματιζει νευρικα πανω κατω. βαριοταν, ουτε αυτο της αρεσε. αποφασισε να ζωγραφισει κατι. "πολυ καλα εκανα που εκρυψα το μολυβι" σκεφτηκε.
πότε με αργες, πότε με γρηγορες κινησεις καταφερε να τελειωσει τη ζωγραφια της. οταν εκατσε να την δει, προσεξε οτι ειχε ζωγραφισει εναν ανθρωπο ντυμενο στα ασπρα, με το ενα του ματι βγαλμενο. η ζωγραφια της ηταν πολυ ομορφη, ειχες αρκετες λεπτομερειες, μπορουσες να ακουσεις τον τυπο να ουρλιαζει απο τον πονο.
ομως η Αλικη φοβηθηκε πολυ. αρχισε εκεινη να ουρλιαζει. την ακουσε ενας νοσοκομος. τρεχοντας μπηκε στο θαλαμο της. ειδε την Αλικη στο πατωμα να ουρλιαζει. ειδε τη ζωγραφια με τον τυπο ντυμενο στα ασπρα να ουρλιαζει καθως του ειχε βγει το ματι.
δεν ειδε ομως την Αλικη, καθως ξαφνικα, του καρφωσε με δυναμη το μολυβι στο ματι.
"ιεζίφαργωΖ ηκίλΑ Η"
-----------------------
η Αλικη ετρεξε γρηγορα στο θαλαμο της. ηταν χαρουμενη, γιατι σημερα, κ για λιγες μερες θα μπορουσε να ζωγραφιζει με το αγαπημενο της χρωμα: το κοκκινο!
παροτι πονουσε η κοιλια της, ξαπλωσε γρηγορα στο κρεβατι της. εβαλε το χερι της αναμεσα στα ποδια της. οταν το εβγαλε ηταν κατακοκκινο. γεματη χαρα αρχισε να φτιαχνει διάφορα σχεδια στο κορμι της. τα κοιτουσε κ χαιροταν τοσο πολυ! μετα, πλενοταν, κ συνεχιζε να κανει κ άλλα σχεδια, οσο πιο πολλα μπορουσε.
ηταν λιγες οι μερες που η Αλικη ηταν χαρουμενη. ηταν οι μερες που η Αλικη εβγαζε κοκκινο χρωμα αναμεσα στα ποδια της.