ηταν βραδυ, εβρεχε δυνατα. ετρεχα, οχι για να μη βραχω,
αλλά επειδη καποιος με κυνηγουσε. εφτασα στο παλιο σπιτι, εκει οπου
ειχα γεννηθει. μπηκα γρηγορα μεσα, ανεβηκα στο πανω οροφο. κρυφτηκα
σε ενα δωματιο. στα χερια μου κρατουσα σφιχτα το μαχαιρι. ακουσα την
εξωπορτα να ανοιγει. ειχε ερθει! ακουσα τα βηματα του στη σκαλα. τον
ειδα αμυδρα καθως ανοιξα λιγο τη πορτα. ειδα τη λαμψη της αστραπης
πανω στο μαχαιρι που κρατουσε. τον ακουσα να ανοιγει τη πρωτη πορτα,
μετα τη δευτερη. σε λιγο θα εφτανε σε μενα. ειδα το πομολο να γυριζει,
ειδα τη πορτα να ανοιγει. χωρις να το σκεφτω, καρφωσα αμεσως το
μαχαιρι μου στη κοιλια του. επεσε κατω, στο φως της αστραπης ειδα το
προσωπο του. ημουν εγω! κοιταξα το πουκαμισο μου, ηταν γεματο αιματα.
ξαπλωμενος στο πατωμα, ειδα ενα τον εαυτο μου να κραταει ενα κοκκινο
μαχαιρι,
να με κοιτα! μου χαμογελασα, κ εκλεισα τα ματια μου.
εξωπορτα να ανοιγει. ειχε ερθει! ακουσα τα βηματα του στη σκαλα. τον
ειδα αμυδρα καθως ανοιξα λιγο τη πορτα. ειδα τη λαμψη της αστραπης
πανω στο μαχαιρι που κρατουσε. τον ακουσα να ανοιγει τη πρωτη πορτα,
μετα τη δευτερη. σε λιγο θα εφτανε σε μενα. ειδα το πομολο να γυριζει,
ειδα τη πορτα να ανοιγει. χωρις να το σκεφτω, καρφωσα αμεσως το
μαχαιρι μου στη κοιλια του. επεσε κατω, στο φως της αστραπης ειδα το
προσωπο του. ημουν εγω! κοιταξα το πουκαμισο μου, ηταν γεματο αιματα.
ξαπλωμενος στο πατωμα, ειδα ενα τον εαυτο μου να κραταει ενα κοκκινο μαχαιρι,
να με κοιτα! μου χαμογελασα, κ εκλεισα τα ματια μου.