ηταν βραδυ, κοντα μεσανυκτα.
σε καποιο σημειο της Αθηνας ο κυριος Κ. περπατουσε προς το σπιτι του.
μολις ειχε φυγει απο το καφενειο, που μία φορα το μηνα συναντουσε τους παλιους του φιλους.
εκει συνηθιζαν να συναντιουνται καποιες φορες, κ να θυμουνται ιστοριες απο τα παλια, απο οταν ηταν νεοι.
τωρα, πολλα τα χρονια στη πλατη του, οι αναμνησεις ηταν η μονη του καθημερινη παρεα. το καφενειο, η μονη του διεξοδος, εστω κ μία φορα το μηνα.
φορουσε ενα γκρι κοστουμι, κ καπελο. στο πετο του, ειχε παντα ενα λουλουδι, που εκοβε καθημερινα απο τις γλαστρες στο μπαλκονι του. ηταν παντα καλοντυμενος, οπως τον ηθελε η γυναικα του, που πριν λιγα χρονια εφυγε, κ τον αφησε μονο.
περπατουσε αργα, αλλά το βημα του ειχε κατι το αρχοντικο, κατι, που η ζωη, οσο κ αν σταθηκε σκληρη απεναντι του, δε το εχασε ποτέ.
θα πηγαινε παλι στο μικρο του διαμερισμα, να κοιμηθει μονος, κατι που ποτέ του δε συνηθισε.
τα λουλουδια στις γλαστρες, οι ξεθωριασμενες φωτο, η μονη του συντροφια.
σε αυτη τη συντροφια, προστεθηκε εδω κ καιρο κ αλλη μία.
μία συντροφια, που ποτέ δε ζητησε, το ονομα της ειναι ...φοβος!
φοβοταν πολυ, το κεντρο της Αθηνας ειχε γινει πολυ επικινδυνο, ειδικα για καποιον ηλικειωμενο, οπως ο κυριος Κ.
αποψε ομως αργησε, κ δεν υπηρχαν μεσα μαζικης μεταφορας. επρεπε να περπατησει.
καθως προχωρουσε, σταθηκε εξω απο μία βιτρινα. ηταν ενα παλιο μαγαζι, που καποτε ηταν χρυσοχωειο.
εκει, που πριν πολλα χρονια ειχε αγορασει τις βερες του.
οπως κοιτουσε τη βιτρινα, το μαγαζι ξαφνικα φωτιστηκε, γεμισε φως!
ειδε ενα νεαρο ανδρα, με μία ομορφη κοπελλα να κοιταζουν κατι βερες. ειδε την ευτυχια στα προσωπα τους! ακουσε το χαμογελο τους! ξαναενιωσε τα χειλη της στα δικα του, οταν αγορασαν τις βερες!
ακουσε παλι τα λογια που του ειχε ψυθιρισει στο αυτι του!
η καρδια του αρχισε να κτυπαει δυνατα, προσπαθησε να μη δακρυσει, αλλά δε τα καταφερε...
ξαφνικα, το βλεμμα του πηγε διπλα, ειδε εναν νεαρο με κουκουλα να κοιταει μία βιτρινα, μία σκοτεινη βιτρινα.
η ματιά τους συναντηθηκε για λιγο, κ αμεσως φοβηθηκε. εστρεψε το βλεμμα του αλλου.
ξεκινησε να προχωρα, ο δρομος ηταν ερημος, κ εκεινος φοβισμενος. πολυ φοβισμενος.
ο νεαρος αντρας, αρχισε να τον ακολουθει.
δε μπορεσε να διακρινει τα χαρακτηριστικα του νεαρου ανδρα, μονο οτι φορουσε μαυρα ρουχα, κουκουλα στο κεφαλι, κ ειχε τα χερια του στις τσεπες.
ο φοβος του, εγινε πιο εντονος, ηθελε να τρεξει, ηθελε να ξεφυγει. αλλά τα χρονια, πολλά στη πλατη του ...δε μπορουσε.
συνεχισε να περπατα, κ ο νεαρος συνεχισε να τον ακολουθει.
η καρδια του χτυπουσε δυνατα, μπορουσε να την ακουσει! ηταν μονοι τους εκεινη τη στιγμη, ο δρομος ερημος, κ ο νεαρος με τη κουκουλα, εξακολουθουσε να τον ακολουθει.
δεν ηθελε παρα περιπου πεντακοσια μετρα να φτασει σπιτι του, να μπει μεσα, κ να κλειδωθει. να αφησει εξω τους φοβους του, να μεινει μονος.
η καρδια του χτυπουσε δυνατα, πολυ δυνατα!
σκεφτηκε να φωναξει βοηθεια, αλλά αμεσως θυμηθηκε οτι σε τετοιες περιπτωσεις, κανεις δε θα σε βοηθησει.
σκεφτηκε να φωναξει "φωτια" μηπως κ βγει κανενας ανθρωπος στο μπαλκονι. προσπαθησε, αλλά δεν ειχε φωνη. ειχε μονο τον ηχο της καρδιας του εντονα στα αυτια του.
περπατουσε οσο πιο γρηγορα μπορουσε, μα ο νεαρος με τη κουκουλα τον εφτανε. ηξερε πως δε μπορουσε να κανει τιποτα, πως δε μπορουσε ουτε να φωναξει.
ειχε ιδρωσει, κ η καρδια του εξακολουθουσε να κτυπαει δυνατα, πολυ δυνατα!
ξαφνικα, ενιωσε ενα δυνατο πονο στο κορμι του.
σωριαστηκε στο παγωμενο πεζοδρομιο, με τα ματια του ανοικτα, κ ...νεκρος!
δε προλαβε να δει το νεαρο που τον ακολουθουσε.
δε προλαβε να δει, πως λιγο πριν, ο νεαρος ειχε περασει στο απεναντι πεζοδρομιο.